Κάθε χρόνο, στις 6 Νοεμβρίου, ανάμεσα σε ματωμένα μονόστηλα και σκυθρωπά αποσιωπητικά, βρίσκω ένα γράμμα σε φάκελλο του παλιού καιρού, με τις γαλάζιες διακεκομμένες γραμμές στις άκρες.
Τους ανασύρει από τα τιμαλφή του ο υποβολέας, και δεν παραλείπει να είναι ακριβής σ’ αυτό το επιστολιμαίο ραντεβού… Ιδού, λοιπόν, για φέτος, εσώκλειστος «Ο αέρας κι ο άνεμος» του Γκαλεάνο, σιωπηλός μέχρι την ιεροτελεστία του ανοίγματος, δίπλα στους απεργούς του Πειραιά, τους ξεσηκωμένους της OPEL, τις υμνωδίες του Μπαγίς για την Ντόρα και τα «ξεφτίδια λέξεων» εν γένει… Μόλις τελείωσε το μεσημεριανό δελτίο, άνοιξα τον φάκελλο κι άρχισα να διαβάζω: «Σαν το γαϊδουράκι του αγίου Φερδινάρδου περιοδεύω, μια με τα πόδια, μια περπατώντας. Καμιά φορά αναγνωρίζω τον εαυτό μου στους άλλους. Με αναγνωρίζω σ’ όσους θα διαρκέσουν, στους φίλους-σκέπες, ωραίους παλαβούς της δικαιοσύνης, ιπτάμενα πλάσματα της ομορφιάς και λοιπούς πλάνητες και κακοζωισμένους που πορεύονται εδώ, κι εδώ θα συνεχίσουν, όπως συνεχίζουν τ’ αστέρια της νυχτιάς και τα κύματα της θάλασσας. Και τότε, σαν αναγνωρίζω τον εαυτό μου σ’ αυτούς, είμαι αέρας που μαθαίνει ν’ ανακαλύπτει τον εαυτό του ως συνέχεια του ανέμου… Μου φαίνεται πως ο Βαγιέχο, ο Σεσάρ Βαγιέχο, ήταν που είπε ότι, καμιά φορά, ο άνεμος αλλάζει αέρα… Οταν εγώ δεν θα υπάρχω πια, θα υπάρχει, θα εξακολουθεί να υπάρχει ο άνεμος»… Στην οθόνη έπεφταν βροχή τα νέα μέτρα, οι παλιές δικαιολογίες, οι γνωστές αντεγκλήσεις… Τότε θυμήθηκα ένα τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου για τον Καίσαρα Βαγιέχο, που τον είχα συναντήσει παλιά στις σελίδες της λατινοαμερικάνικης ποίησης, κάτι βραδιές που δεν είχε σφυγμό η νύχτα… Ξαναδιάβασα το γράμμα, πήρα «Το βιβλίο των εναγκαλισμών» και στον υποβολέα έστειλα την «Ανεμοθύελλα»: «Σφυρίζει ο άνεμος εντός μου… Είμαι γυμνός. Μην κατέχοντας κανέναν, μην κατέχοντας καν τις βεβαιότητές μου, είμαι το πρόσωπό μου στον άνεμο, κόντρα στον άνεμο, είμαι ο άνεμος που μαστιγώνει το πρόσωπό μου»… Εξω, η 6η Νοεμβρίου έγερνε στη δύση της. Κάτι άσπρα σύννεφα στον ουρανό έμοιαζαν σαν μικρά δαχτυλιδάκια καπνού, από αυτά που φτιάχνουν οι πολύπειροι καπνιστές όταν σκοτώνουν τις ώρες τους. Απέμεινα να τα κοιτάζω όπως οι επιβάτες των τρένων τα περαστικά τοπία και τότε μού φάνηκαν σαν μετρημένα χρόνια που σβήνουν και χάνονται μέσα στον χρόνο…
Day / 7 Νοεμβρίου, 2009
«Ο αέρας κι ο άνεμος»
Κάθε χρόνο, στις 6 Νοεμβρίου, ανάμεσα σε ματωμένα μονόστηλα και σκυθρωπά αποσιωπητικά, βρίσκω ένα γράμμα σε φάκελλο του παλιού καιρού, με τις γαλάζιες διακεκομμένες γραμμές στις άκρες.
Τους ανασύρει από τα τιμαλφή του ο υποβολέας, και δεν παραλείπει να είναι ακριβής σ’ αυτό το επιστολιμαίο ραντεβού… Ιδού, λοιπόν, για φέτος, εσώκλειστος «Ο αέρας κι ο άνεμος» του Γκαλεάνο, σιωπηλός μέχρι την ιεροτελεστία του ανοίγματος, δίπλα στους απεργούς του Πειραιά, τους ξεσηκωμένους της OPEL, τις υμνωδίες του Μπαγίς για την Ντόρα και τα «ξεφτίδια λέξεων» εν γένει… Μόλις τελείωσε το μεσημεριανό δελτίο, άνοιξα τον φάκελλο κι άρχισα να διαβάζω: «Σαν το γαϊδουράκι του αγίου Φερδινάρδου περιοδεύω, μια με τα πόδια, μια περπατώντας. Καμιά φορά αναγνωρίζω τον εαυτό μου στους άλλους. Με αναγνωρίζω σ’ όσους θα διαρκέσουν, στους φίλους-σκέπες, ωραίους παλαβούς της δικαιοσύνης, ιπτάμενα πλάσματα της ομορφιάς και λοιπούς πλάνητες και κακοζωισμένους που πορεύονται εδώ, κι εδώ θα συνεχίσουν, όπως συνεχίζουν τ’ αστέρια της νυχτιάς και τα κύματα της θάλασσας. Και τότε, σαν αναγνωρίζω τον εαυτό μου σ’ αυτούς, είμαι αέρας που μαθαίνει ν’ ανακαλύπτει τον εαυτό του ως συνέχεια του ανέμου… Μου φαίνεται πως ο Βαγιέχο, ο Σεσάρ Βαγιέχο, ήταν που είπε ότι, καμιά φορά, ο άνεμος αλλάζει αέρα… Οταν εγώ δεν θα υπάρχω πια, θα υπάρχει, θα εξακολουθεί να υπάρχει ο άνεμος»… Στην οθόνη έπεφταν βροχή τα νέα μέτρα, οι παλιές δικαιολογίες, οι γνωστές αντεγκλήσεις… Τότε θυμήθηκα ένα τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου για τον Καίσαρα Βαγιέχο, που τον είχα συναντήσει παλιά στις σελίδες της λατινοαμερικάνικης ποίησης, κάτι βραδιές που δεν είχε σφυγμό η νύχτα… Ξαναδιάβασα το γράμμα, πήρα «Το βιβλίο των εναγκαλισμών» και στον υποβολέα έστειλα την «Ανεμοθύελλα»: «Σφυρίζει ο άνεμος εντός μου… Είμαι γυμνός. Μην κατέχοντας κανέναν, μην κατέχοντας καν τις βεβαιότητές μου, είμαι το πρόσωπό μου στον άνεμο, κόντρα στον άνεμο, είμαι ο άνεμος που μαστιγώνει το πρόσωπό μου»… Εξω, η 6η Νοεμβρίου έγερνε στη δύση της. Κάτι άσπρα σύννεφα στον ουρανό έμοιαζαν σαν μικρά δαχτυλιδάκια καπνού, από αυτά που φτιάχνουν οι πολύπειροι καπνιστές όταν σκοτώνουν τις ώρες τους. Απέμεινα να τα κοιτάζω όπως οι επιβάτες των τρένων τα περαστικά τοπία και τότε μού φάνηκαν σαν μετρημένα χρόνια που σβήνουν και χάνονται μέσα στον χρόνο…
Κι ήθελε ακόμη…
…πολύ φως να ξημερώσει
Λένε οτι στις εποχές της μεγάλης μετάβασης κάτι παράξενο συμβαίνει
Τρελαίνονται, λέει, τα χελιδόνια και αντί να πάνε προς το Νότο, το χειμώνα, πάνε προς το Βορρά
…και χτίζουν φωλιές στους παγετώνες…
Λένε πως τα σύννεφα πρώτα ρίχνουν βατράχια…
…και ύστερα αίμα
…αίμα βρόμικο, στην αρχή, κι ύστερα καθαρό…
…χοντρές σταγόνες, όμοιες με ρουμπίνια
που γίνονται ποτάμια
Λένε πως «τρελαίνονται» οι πυξίδες και οι αστρολάβοι λάθος μετρούν τις θέσεις των άστρων
…μπερδεύοντάς τα με τα πύρινα βλέμματα και τις άκρες από τα δόρατα…
Λένε πολλά…
Μα το χειρότερο που λένε… είναι για εκείνη τη νύχτα που πέφτει βαριά πάνω στις καρδιές των θνητών… Πως το μπροστά γίνεται πίσω… Πως οι φίλοι γίνονται εχθροί… Πως οι μάνες πνίγουν τα παιδιά τους… Πως οι γιοι κόβουν τους όρχεις των πατεράδων τους και τους κρεμούν δίπλα στα ρόδια…
Τέτοια λένε…
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει…
Κι όμως εγώ…
ΔΕΝ παραδέχομαι την ήττα !