Τίποτα και κανένας πλέον δεν μπορεί να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση. Ούτε οι εκδότες ούτε εμείς οι δημοσιογράφοι.
Ισως κάποιοι πουν «μα τι λες, πως το λες αυτό; Αυτό είναι τραγικό! Θα κλείσουν οι εφημερίδες; Κάθε εφημερίδα που κλείνει είναι ένα πλήγμα για τη δημοκρατία». Θα απαντήσω και πάλι με τα λόγια του SERGE HALIMI, διευθυντή της Monde Diplomatique:
Ο τύπος διαθέτει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στο δημόσιο λόγο. Οταν κρίνει ότι απειλείται η ύπαρξή του, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου πιο εύκολα από έναν εργάτη που το εργοστάσιό του ετοιμάζεται να κλείσει.
Και, για να συσπειρώσει τον καθένα υπό το λάβαρό του, δεν έχει παρά να ψάλλει το γνωστό τροπάρι: «Κάθε φορά που κλείνει μια εφημερίδα, πεθαίνει μαζί της κι ένα κομμάτι της δημοκρατίας».
Η δήλωση, ωστόσο, είναι παράλογη, γελοία ενδεχομένως. Αρκεί να πάει κανείς σε ένα περίπτερο για να διαπιστώσει ότι είναι δεκάδες τα έντυπα που θα μπορούσαν να σταματήσουν να υπάρχουν χωρίς να πάθει τίποτα η δημοκρατία. Οι δυνάμεις της ιδεολογικής τάξης θα έχαναν, μάλιστα, ορισμένα φέουδά τους σε μια τέτοια περίπτωση.
Κάτι τέτοιο δεν ακυρώνει τις ανησυχίες των δημοσιογράφων. Ωστόσο, είναι δισεκατομμύρια οι άνθρωποι στη Γη που δεν έχουν καμία ανάγκη, προκειμένου να υπερασπιστούν την εργασία τους, να την περιβάλλουν με άλλη αρετή πέραν του ότι τους εξασφαλίζει έναν μισθό.
Και εντελώς μεταξύ μας, μη γελιόμαστε- οι εφημερίδες και τα περιοδικά έχουν προ πολλού «πεθάνει» για εμάς τους δημοσιογράφους. Κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε. Θα σας διαβάσω ένα κείμενο που στάλθηκε στο διαδίκτυο και το αναδημοσίευσα κι εγώ από έναν Υπαλληλο του τμήματος μάρκετινγκ Ομίλου ΜΜΕ
Αγαπητοί συνάδελφοι δημοσιογράφοι των κυριακάτικων, των σαββατιάτικων και των καθημερινών φύλλων των εφημερίδων πανελλαδικής κυκλοφορίας. Εχετε καταλάβει ότι σχεδόν όλοι οι εργοδότες σας σάς χρησιμοποιούν ως παραγωγούς (χειραγωγούμενου στις περισσότερες περιπτώσεις) περιτυλίγματος των πάσης φύσεως “προσφορών τους”; Ως διεκπεραιωτές μιας “πλατφόρμας” για να έρθουν οι διαφημιστές και οι διαφημιζόμενοι να αγοράσουν κοινό και να σπρώξουν τα εμπορεύματά τους ή την κρατική τους προπαγάνδα;
Αγαπητοί συνάδελφοι δημοσιογράφοι των ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Εχετε αντιληφθεί ότι το ρεπορτάζ σας μετατρέπεται σε υλικό για τις καφενειακές κουβέντες των ακριβοπληρωμένων “παραθυράτων” που καθημερινά “παίζουν πολιτική και πολιτικές” κατά πως βολεύονται οι ίδιοι και τα αφεντικά σας ; Καταλάβατε ότι είστε εκείνοι που προηγείστε ή ακολουθείτε τα “ψυχαγωγικά προγράμματα”, την ουφολογία, τα “ριάλιτι σοου”, και τις κάθε είδους κιτρινιές που ερεθίζουν τα μηχανάκια της AGB για να εισρεύσουν στα ταμεία των ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών σταθμών τα λεφτά της ιδιωτικής και της κρατικής διαφήμισης;
Και επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο να πω, έχω άλλωστε και πολλά χρόνια προσωπικής εμπειρίας, ότι εμείς παραδώσαμε τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις στους μηχανισμούς του Marketing. Σίγουρα έχουν ευθύνη οι μη έχοντες σχέση με το χώρο εκδότες, όμως εμείς ξεχάσαμε ότι τα Μέσα λειτουργούν, οι εφημερίδες βγαίνουν ή θα έπρεπε να βγαίνουν από τους δημοσιογράφους και όχι από τα εμπορικά τμήματα. Γι’ αυτό είναι να απορεί κανείς που πολλοί συνάδελφοί μας «έπεσαν από τα σύννεφα» με την πρόσφατη γκάφα μεγάλης και έγκριτης εφημερίδας που σε οικονομική της είδηση ξέφυγε από τον «δαίμονα» εκείνο το «Τάδε, να το κοιτάξει και ο δείνα γιατί είναι φίλοι μας». Αυτό συμβαίνει καθημερινά, εδώ και πολλά πολλά χρόνια σε όλα ανεξαιρέτως τα έντυπα μικρά και μεγάλα, έγκριτα ή όχι. Το θέμα είναι ότι μας έχουν πάρει όλοι χαμπάρι και κυρίως το αναγνωστικό κοινό και μόνο εμείς ξαφνιαζόμαστε…
Προφανώς, σε καμιά περίπτωση δεν εννοώ ότι στην εποχή μας το marketing δεν είναι ένα χρήσιμο εργαλείο… Είναι όμως άλλο πράγμα να το χρησιμοποιείς και άλλο το να του παραδίδεις τα ηνία, ουσιαστικά, της ίδιας της ενημέρωσης μετατρέποντάς την σε διαφημιστικό «πακέτο» του οποίου το περιτύλιγμα είναι η δημοσιογραφική ύλη και τον αναγνώστη σε ένα «πρεζόνι» των προσφορών.
Κι όπως έγραψε πολύ πρόσφατα ο συνάδελφος και αγαπητός φίλος Νίκος Ξυδάκης:
Δεν είναι όλες οι εφημερίδες ίδιες, ασφαλώς, ούτε όλοι οι αναγνώστες ίδιοι. Αλλά την κυρίαρχη ροπή ορίζουν το αυτοκανιβαλιζόμενο μάρκετινγκ του Τύπου και η βαριεστημένη βουλιμία των αναγνωστών. H διαφθορά τελείται αμφίδρομα. Με θύμα όχι μόνο την παρακμάζουσα βιομηχανία του τύπου, αλλά τώρα πλέον την ίδια τη δημοσιογραφία.
Η δημοσιογραφία βέβαια, από καιρό, πολύ πριν από την παρούσα βαθιά κρίση, είχε φροντίσει να απομειώσει την αξιοπιστία της, την ανεξαρτησία της, τον εναντιωματικό της χαρακτήρα, τη δομική της δυσπιστία απέναντι σε κάθε λογής εξουσίες και αυθεντίες. Αντί να κοιτάει στα μάτια τον αναγνώστη, τον πελάτη, αυτόν που κρίνει και πληρώνει, αλληθώριζε προς την εξουσία, τόσο πολύ, που νόμιζε ότι είναι εξουσία η ίδια. Εγραφε απευθυνόμενη στην εξουσία, και όχι στον πολίτη, σαν να συγκυβερνά.
Κι έχει δίκιο ο Νίκος Ξυδάκης. Δεν μας γύρισαν μονάχα οι πολίτες την πλάτη, γυρίσαμε κι εμείς την πλάτη στους πολίτες. Αφεθήκαμε και τους αφήσαμε. Τους αγνοήσαμε και μας απαξίωσαν.
Ξεχάσαμε έναν βασικό κανόνα. Τον κανόνα που λέει ότι τις εφημερίδες και τα περιοδικά δεν τις βγάζει το μάρκετινγκ. Αλλά οι δημοσιογράφοι.
Πρόσφατα άκουσα και το εξής αμίμητο, κοπλιμέντο να το πω, μπηχτή να το πω: «Το περιοδικό που έβγαζες τότε ήταν πολύ καλό. Αλλά πολύ δημοσιογραφικό, βρε παιδί μου δεν έφερνε χρήμα». Σαν να μου έλεγε, καλύτερα να έβγαζες μια πατσαβούρα διότι οι πατσαβούρες φέρνουν λεφτά. Κι αυτό το θεωρούσε πολύ φυσικό, σχεδόν αυτονόητο να το πει σε έναν δημοσιογράφο. Σίγουρος ότι δεν θα του φέρει ένα τασάκι στο κεφάλι!
Όμως αυτή είναι δυστυχώς μια γενικευμένη νοοτροπία. Δηλαδή η απάντηση στην απαξίωση να είναι ακόμη μεγαλύτερη απαξίωση. Αν το περιοδικό ή την εφημερίδα μου δεν την διαβάζουν οι αναγνώστες θα την κάνω έτσι ώστε να την διαβάζουν μόνο …οι διαφημιστές.
Τα αίτια αυτής της απαξίωσης είναι πολλά. Κάποια έχουν παγκόσμια ισχύ, κάποια άλλοι αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα. Κάποια όπως είπα παραπάνω οφείλονται στην Κρίση των ΜΜΕ ως επιχειρηματικά μοντέλα κάποια αίτια προέρχονται από τις δικές μας αδυναμίες και τη δική μας αδράνεια.
Οι 5-6 όμιλοι οι οποίοι ελέγχουν το 95% των ΜΜΕ στην Ελλάδα πέρα από τα πολυσυζητημένα διαπλεκόμενα υποβιβάζουν τη δημοσιογραφία και με έναν άλλο τρόπο: προσπαθούν, όπως όλοι οι επιχειρηματίες, να μειώσουν το κόστος και να μεγιστοποιήσουν το κέρδος. Η συνέπεια είναι αυτονόητη: υποχρηματοδότηση της δημοσιογραφίας σε όλες τις τίς εκφάνσεις.
Όταν δεν πληρώνεις ανταποκριτές, φωτορεπόρτερ, ερευνητές δημοσιογράφους, έξοδα αποστολών αλλά και εκπαίδευσης, τότε τα μόνα που σου μένουν είναι: οι μεταφράσεις και το rewriting από το Αθηναϊκό Πρακτορείο, τα ξένα πρακτορεία και το διαδίκτυο, το copy-paste των Δελτίων τύπου και το «ρεπορτάζ» των υπουργείων.
Αρα; Περισσότερη αναξιοπιστία… Λιγότερη δημοσιογραφία…
Γι’ αυτό όλες οι εφημερίδες λίγο πολύ έχουν τις ίδιες ειδήσεις, τα ίδια θέματα και μόνο τα CD διαφέρουν.
Κι αυτή την ανεπάρκεια, αυτές τις ελλειμματικές σε περιεχόμενο εφημερίδες τους δώσαμε όνομα: Εφημερίδες Γνώμης. Εφημερίδες Αποψης. Οπου ο κάθε πονεμένος είτε έχει φάει τα παπούτσια του στο ρεπορτάζ είτε όχι γράφει μια 600άρα λέξεις επί παντός του επιστητού. Αποψη!
Λες και απευθυνόμαστε σε ηλίθιους που δεν μπορούν να διαμορφώσουν δική τους άποψη.
Αλλά όσο πειστική, όσο τεκμηριωμένη, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι μια άποψη γιατί να σε αγοράσω γι’ αυτήν;
Και για να πω κάτι επίκαιρο, μια φίλη, μητέρα ανηλίκων, σχολίασε προχθές για το σινάφι μας «Δεν θέλω χριστιανέ μου να μου πεις την άποψή σου για τα εμβόλια της γρίππης. Δεν με ενδιαφέρει τι άποψη έχει η Γιαμαρέλου ή ο Τριχόπουλος. Να ενημερωθώ θέλω. Να το κάνω στα παιδιά μου ή όχι; Κι αν είναι να τους το κάνω, που θα πάω να τους το κάνω».
Ολες οι έρευνες για τα ΜΜΕ διεθνώς λένε το ίδιο πράγμα: το κοινό δεν θέλει άποψη, δεν θέλει το τρέχα γύρευε. Αποψη έχει ή μπορεί να την βρει παντού αλλού εκτός από τις εφημερίδες. Στα καφενεία, στα μπλόγκ, στο FaceBook. Τα τρέχα γύρευε για την ωορρηξία της φάλαινας τρέχει και τα γυρεύει και μόνο του το κοινό. Στη Wikipedia. Το τι βρακί φοράει η Μαντόνα δεν χρειάζεται να πληρώσει εφημερίδα για να το μάθει. Το βλέπει στο YouTube.
Τo τι είναι αυτοί οι πυροβολισμοί που ακούστηκαν στην Αγία Παρασκευή θα το μάθει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα στο Twitter και με καθυστέρηση δέκα λεπτών από τον Λαζόπουλο (διότι το κανάλι έχει καταργήσει την νυχτερινή δημοσιογραφική βάρδια, όπως σύντομα θα κάνουν ΟΛΑ τα κανάλια!). Δεν θα περιμένει από την εφημερίδα να το μάθει. Από την εφημερίδα ζητάει να μάθει το δια ταύτα…
Επίσης θέλει να μάθει αυτό που του είναι χρήσιμο. Αυτά που δεν μπορεί να βρει μόνος του ο αναγνώστης. Αυτά που θα του επηρεάσουν τη ζωή. Που θα τον βοηθήσουν ή θα τον προφυλάξουν. Την έρευνα θέλει. Την ανεξαρτησία της δημοσιογραφικής πένας θέλει, τον εναντιωματικό της χαρακτήρα, τη δομική της δυσπιστία απέναντι σε κάθε λογής εξουσίες και αυθεντίες, για να επαναλάβω τα λόγια του Νίκου Ξυδάκη.