Ετούτο το μαχαίρι εδώ


Το παρακάτω κείμενο υπάρχει στο τεύχος Απριλίου της Parallaxi. Το αφιερώνω σε όσους αντέχουν ακόμη. Εγώ δεν τα κατάφερα…

Ηταν τέτοιες ημέρες , Απρίλιος του 2003, όταν το φορτηγό πάρκαρε έξω από το σπίτι μας στου Παπάγου. Είχαμε πακετάρει τα πράγματα μας από τις προηγούμενες. Μια εβδομάδα πριν είχα παραιτηθεί από τη δουλειά μου και είχα δηλώσει πως «εγώ παιδιά δεν μεγαλώνω σε αυτή την πόλη». Ο πρώτος μου γιος που σε λίγο θα έκλεινε τα δύο του χρόνια κοιμόταν αμέριμνος στο άδειο του δωμάτιο. Ο δεύτερος ήταν ακόμη στην κοιλιά της μητέρας του. Φορτώσαμε ο,τι είχαμε και δεν είχαμε και εγκαταλείψαμε την Αθήνα.
Η πόλη, που τότε μετρούσε αντίστροφα ένα χρόνο για το καρναβάλι των Ολυμπιακών αγώνων, μου φαινόταν πλέον αποτρόπαιη έχοντας αποκτήσει ένα Μετρό αλλά χάσει εντελώς κάθε μέτρο. Η απόφαση πάρθηκε μέσα σε μία μέρα: «Ανεβαίνουμε Θεσσαλονίκη με βάση μας τη Χαλκιδική». Πίστευα πως όταν θα τελείωνε το πανηγύρι της Αθήνας θα ερχόταν η σειρά της Βόρειας Ελλάδας να την προσέξει κάποιος. Να γίνουν πράγματα. Πως η Θεσσαλονίκη, αν μη τι άλλο, είναι πιο ανθρώπινη. Κι ας με προειδοποιούσαν οι φίλοι που ζούσαν εκεί πως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Πως υπάρχει μια μιζέρια. Πως δεν κουνιέται τίποτα.
Εγώ από την άλλη, όποτε την επισκεπτόμουν έβλεπα μια πόλη με ανοιχτούς ορίζοντες, με χαμογελαστά πρόσωπα, με προσδοκίες, με όρεξη. Ένα κουκούλι που από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγε και από μέσα του θα ξεπηδούσε μια πανέμορφη πεταλούδα, θα ξεπηδούσαν ιδέες, καινοτομίες, έργα πνοής, καλλιτεχνικά γεγονότα και ρεύματα. Εβλεπα μια Βαρκελώνη του Αίμου να κυοφορείται που να μοσχοβολάει τσουρέκι και Angel του Mugler.
Στην πραγματικότητα δεν έβλεπα τίποτα άλλο παρά την παιδική μου ηλικία, τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στην Ολγας και στην Ευζώνων. Εβλεπα τη μάνα μου, τη γιαγιά μου, τον παππού μου που δούλευε στον «Ελληνικό Βορρά». Κι ήθελα να χαρίσω τις ίδιες εικόνες στα παιδιά μου.
Πήγαμε κι αμέσως άρχισα να χτίζω πάνω στις ψευδαισθήσεις μου. Με το «καλημέρα σας» έβγαλα ένα περιοδικό. Εκεί γνώρισα έναν πολύτιμο φίλο και συνεργάτη. Τον Νάσο Κυρατζόγλου, ίσως τον σπουδαιότερο web designer του μέλλοντός μας. Είχαμε πέσει όμως σε απατεώνα. Το στήσαμε, το τρέξαμε, μας έριξε «κανόνι» και μας έφαγε τους μισθούς. Πάνω που γεννήθηκε ο Τάσος μου έμεινα για πρώτη φορά στη ζωή μου άνεργος. Όμως δεν καταλάβαινα τίποτα. Εκανα έφοδο καβάλα στο όνειρο. Επιμέλειες βιβλίων, κειμενογραφήσεις και πρόταση για δεύτερο περιοδικό. Ενθετο σε «μεγάλη» εφημερίδα της πόλης. Βγάλαμε έξι τεύχη. Τόσα άντεξε το στομάχι τους. Κι όμως είναι από τα καλύτερα πράγματα –μετά τα παιδιά μου- που έχω κάνει στη ζωή μου.
Κι ύστερα έπεσα στα «σκληρά». Τραγελαφικές καταστάσεις για γέλια και για κλάματα. Ο,τι όμως έχανα με τις ανοησίες, το κέρδιζα με τους ανθρώπους. Νέα παιδιά τα περισσότερα, δημοσιογράφοι που σε άλλες εποχές, σε άλλες συνθήκες θα ήσαν στην πρώτη γραμμή περιοδικών, ραδιοφώνων, εφημερίδων: ο Ακης, η Δήμητρα, η Σόνια, η Βάγια, η Χάιδω, η Παυλίνα, ο Αλέξανδρος, η Χριστίνα, ο Γιάννης, ο Θανάσης. Ομάδα μου στα δύσκολα. «Πλήρωμα» στα χάρτινα «καράβια» μας. Και μαζί με αυτά τα παιδιά –τα «παιδιά» μου- οι βετεράνοι «καπετάνιοι»: ο Κλέαρχος, ο Ηλίας, ο Λάζαρος. Και μαζί μ’ αυτούς ο Γιώργος Τούλας, Γιάννης Κοτσιφός, ο Πάνος Θεοδωρίδης, ο Θανάσης Τριαρίδης, ο Σπύρος Πέγκας, ο Γιώργος Αλισσάνογλου, η Ντέμυ Παπαδοπούλου και πολύ πρόσφατα, η Μαρία Τζελέπη. Φίλοι καρδιάς. Που επιμένουν και υπομένουν. Κι αυτό με κρατούσε. Και η θάλασσα.
Επτά χρόνια. Τέσσερα περιοδικά και συνεργασία με άλλα δύο. Not bad! Όμως η Θεσσαλονίκη βυθιζόταν χρόνο με χρόνο, μήνα με μήνα στο τίποτα. Και μαζί έχανε και ο,τι της είχε απομείνει. Το μέτρο και την ανθρωπιά της. Εγινε σκιά του εαυτού της σαν το πρώτο θύμα αυτής της κρίσης πριν η κρίση εμφανιστεί στα κανάλια. Η Θεσσαλονίκη και σιγά-σιγά ολόκληρη η Βόρεια Ελλάδα ήταν το πρώτο κομμάτι από το «πειραματόζωο» Ελλάς που άρχισε να νεκρώνει. Η προ-Νύμφη πέθανε μέσα στο κουκούλι της.
Εζησα μια παράλογη «σφαγή» μέσα στη δουλειά μου. Πρώτο πιάτο ήμουν εγώ και ύστερα –για μένα αυτό μου στοίχισε περισσότερο- η ομάδα μου. Τους αφάνισαν. Σκόρπισαν στους πέντε ανέμους. Αντεξα δύο χρόνια. Χάρη στο Γιώργο, τη Νανώ και την Ντέμυ. Πριν ένα μήνα πήρα τον ναυτικό μου σάκο και έφυγα αφήνοντας πίσω τους «αιχμαλώτους» μου, σύντροφο, παιδιά και φίλους, και επέστρεψα στην Αθήνα.
Η προσωπική ήττα είναι μεγάλη. Μεγαλύτερη όμως είναι η ήττα της πόλης κι ακόμη πιο μεγάλη η ήττα του ονείρου μιας γενιάς. Από το παράθυρο του αεροπλάνου αποχαιρέτισα μια πόλη με όρθια κτίρια αλλά ισοπεδωμένες ψυχές. Τους υπεύθυνους είτε τους βλέπουμε καθημερινά στην τηλεόραση είτε δεν τους βλέπουμε καθόλου.
Και σε όποιον με ξαναρωτήσει τι σημαίνει αυτό το τατού στο δεξί μου χέρι θα του απαντήσω: «είναι το μαχαίρι που θέλω να κρατούν τα όνειρά μας όταν θα πάρουν την εκδίκησή τους».

Γιατί θα την πάρουν!

Ετούτο το μαχαίρι εδώ


Το παρακάτω κείμενο υπάρχει στο τεύχος Απριλίου της Parallaxi. Το αφιερώνω σε όσους αντέχουν ακόμη. Εγώ δεν τα κατάφερα…

Ηταν τέτοιες ημέρες , Απρίλιος του 2003, όταν το φορτηγό πάρκαρε έξω από το σπίτι μας στου Παπάγου. Είχαμε πακετάρει τα πράγματα μας από τις προηγούμενες. Μια εβδομάδα πριν είχα παραιτηθεί από τη δουλειά μου και είχα δηλώσει πως «εγώ παιδιά δεν μεγαλώνω σε αυτή την πόλη». Ο πρώτος μου γιος που σε λίγο θα έκλεινε τα δύο του χρόνια κοιμόταν αμέριμνος στο άδειο του δωμάτιο. Ο δεύτερος ήταν ακόμη στην κοιλιά της μητέρας του. Φορτώσαμε ο,τι είχαμε και δεν είχαμε και εγκαταλείψαμε την Αθήνα.
Η πόλη, που τότε μετρούσε αντίστροφα ένα χρόνο για το καρναβάλι των Ολυμπιακών αγώνων, μου φαινόταν πλέον αποτρόπαιη έχοντας αποκτήσει ένα Μετρό αλλά χάσει εντελώς κάθε μέτρο. Η απόφαση πάρθηκε μέσα σε μία μέρα: «Ανεβαίνουμε Θεσσαλονίκη με βάση μας τη Χαλκιδική». Πίστευα πως όταν θα τελείωνε το πανηγύρι της Αθήνας θα ερχόταν η σειρά της Βόρειας Ελλάδας να την προσέξει κάποιος. Να γίνουν πράγματα. Πως η Θεσσαλονίκη, αν μη τι άλλο, είναι πιο ανθρώπινη. Κι ας με προειδοποιούσαν οι φίλοι που ζούσαν εκεί πως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Πως υπάρχει μια μιζέρια. Πως δεν κουνιέται τίποτα.
Εγώ από την άλλη, όποτε την επισκεπτόμουν έβλεπα μια πόλη με ανοιχτούς ορίζοντες, με χαμογελαστά πρόσωπα, με προσδοκίες, με όρεξη. Ένα κουκούλι που από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγε και από μέσα του θα ξεπηδούσε μια πανέμορφη πεταλούδα, θα ξεπηδούσαν ιδέες, καινοτομίες, έργα πνοής, καλλιτεχνικά γεγονότα και ρεύματα. Εβλεπα μια Βαρκελώνη του Αίμου να κυοφορείται που να μοσχοβολάει τσουρέκι και Angel του Mugler.
Στην πραγματικότητα δεν έβλεπα τίποτα άλλο παρά την παιδική μου ηλικία, τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στην Ολγας και στην Ευζώνων. Εβλεπα τη μάνα μου, τη γιαγιά μου, τον παππού μου που δούλευε στον «Ελληνικό Βορρά». Κι ήθελα να χαρίσω τις ίδιες εικόνες στα παιδιά μου.
Πήγαμε κι αμέσως άρχισα να χτίζω πάνω στις ψευδαισθήσεις μου. Με το «καλημέρα σας» έβγαλα ένα περιοδικό. Εκεί γνώρισα έναν πολύτιμο φίλο και συνεργάτη. Τον Νάσο Κυρατζόγλου, ίσως τον σπουδαιότερο web designer του μέλλοντός μας. Είχαμε πέσει όμως σε απατεώνα. Το στήσαμε, το τρέξαμε, μας έριξε «κανόνι» και μας έφαγε τους μισθούς. Πάνω που γεννήθηκε ο Τάσος μου έμεινα για πρώτη φορά στη ζωή μου άνεργος. Όμως δεν καταλάβαινα τίποτα. Εκανα έφοδο καβάλα στο όνειρο. Επιμέλειες βιβλίων, κειμενογραφήσεις και πρόταση για δεύτερο περιοδικό. Ενθετο σε «μεγάλη» εφημερίδα της πόλης. Βγάλαμε έξι τεύχη. Τόσα άντεξε το στομάχι τους. Κι όμως είναι από τα καλύτερα πράγματα –μετά τα παιδιά μου- που έχω κάνει στη ζωή μου.
Κι ύστερα έπεσα στα «σκληρά». Τραγελαφικές καταστάσεις για γέλια και για κλάματα. Ο,τι όμως έχανα με τις ανοησίες, το κέρδιζα με τους ανθρώπους. Νέα παιδιά τα περισσότερα, δημοσιογράφοι που σε άλλες εποχές, σε άλλες συνθήκες θα ήσαν στην πρώτη γραμμή περιοδικών, ραδιοφώνων, εφημερίδων: ο Ακης, η Δήμητρα, η Σόνια, η Βάγια, η Χάιδω, η Παυλίνα, ο Αλέξανδρος, η Χριστίνα, ο Γιάννης, ο Θανάσης. Ομάδα μου στα δύσκολα. «Πλήρωμα» στα χάρτινα «καράβια» μας. Και μαζί με αυτά τα παιδιά –τα «παιδιά» μου- οι βετεράνοι «καπετάνιοι»: ο Κλέαρχος, ο Ηλίας, ο Λάζαρος. Και μαζί μ’ αυτούς ο Γιώργος Τούλας, Γιάννης Κοτσιφός, ο Πάνος Θεοδωρίδης, ο Θανάσης Τριαρίδης, ο Σπύρος Πέγκας, ο Γιώργος Αλισσάνογλου, η Ντέμυ Παπαδοπούλου και πολύ πρόσφατα, η Μαρία Τζελέπη. Φίλοι καρδιάς. Που επιμένουν και υπομένουν. Κι αυτό με κρατούσε. Και η θάλασσα.
Επτά χρόνια. Τέσσερα περιοδικά και συνεργασία με άλλα δύο. Not bad! Όμως η Θεσσαλονίκη βυθιζόταν χρόνο με χρόνο, μήνα με μήνα στο τίποτα. Και μαζί έχανε και ο,τι της είχε απομείνει. Το μέτρο και την ανθρωπιά της. Εγινε σκιά του εαυτού της σαν το πρώτο θύμα αυτής της κρίσης πριν η κρίση εμφανιστεί στα κανάλια. Η Θεσσαλονίκη και σιγά-σιγά ολόκληρη η Βόρεια Ελλάδα ήταν το πρώτο κομμάτι από το «πειραματόζωο» Ελλάς που άρχισε να νεκρώνει. Η προ-Νύμφη πέθανε μέσα στο κουκούλι της.
Εζησα μια παράλογη «σφαγή» μέσα στη δουλειά μου. Πρώτο πιάτο ήμουν εγώ και ύστερα –για μένα αυτό μου στοίχισε περισσότερο- η ομάδα μου. Τους αφάνισαν. Σκόρπισαν στους πέντε ανέμους. Αντεξα δύο χρόνια. Χάρη στο Γιώργο, τη Νανώ και την Ντέμυ. Πριν ένα μήνα πήρα τον ναυτικό μου σάκο και έφυγα αφήνοντας πίσω τους «αιχμαλώτους» μου, σύντροφο, παιδιά και φίλους, και επέστρεψα στην Αθήνα.
Η προσωπική ήττα είναι μεγάλη. Μεγαλύτερη όμως είναι η ήττα της πόλης κι ακόμη πιο μεγάλη η ήττα του ονείρου μιας γενιάς. Από το παράθυρο του αεροπλάνου αποχαιρέτισα μια πόλη με όρθια κτίρια αλλά ισοπεδωμένες ψυχές. Τους υπεύθυνους είτε τους βλέπουμε καθημερινά στην τηλεόραση είτε δεν τους βλέπουμε καθόλου.
Και σε όποιον με ξαναρωτήσει τι σημαίνει αυτό το τατού στο δεξί μου χέρι θα του απαντήσω: «είναι το μαχαίρι που θέλω να κρατούν τα όνειρά μας όταν θα πάρουν την εκδίκησή τους».

Γιατί θα την πάρουν!