Τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα

Aν δε χωράς μέσα σε μια άθλια πατρίδα

Aν δε σου φτάνει μια ελπίδα τυφλή
Aν δε χώρας μέσα σε μια ονειροπαγίδα
Aν δε χώρας σε μια αγκαλιά φυλακή
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δεν χώρας πουθενά δεν χώρας πουθενά
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δεν χώρας πουθενά πουθενά πουθενά
Aν δε χώρας μέσα σ’ εν’ άνοστο αστείο
Aν δε σου φτάνει μια σκληρή προσευχή
Aν δε χώρας μέσα σ’ ένα ψυχοπορνείο
Aν δε χώρας σ’ ένα σπασμένο κορμί

Summer times

«Χτες βράδυ, αργά, περίμενα το τελευταίο λεωφορείο τραβώντας αργές ρουφιξιές από ένα ποίημα. Λίγο πριν επιβιβαστώ το πέταξα κάτω και το πάτησα προσεχτικά μην τύχει κι η καύτρα του βάλλει φωτιά και σ’ άλλα μυαλά…»


«Πάντα αναρωτιόμουν. Εχει ποτέ κανείς διανοηθεί να πεθάνει ένα καλοκαιρινό μεσημέρι;»