Ναι! Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, φίλε Τάκη!

Το συριανό μπαλκόνι μοιάζει να είναι έτη φωτός από την κρίση, τις περικοπές μισθών, τα χρέη και τα νέα μέτρα. Το μπουκάλι με το παγωμένο κρασί, η αχινοσαλάτα και το φεγγάρι είναι σίγουρα πιο κοντά μας από οτι το μνημόνιο. «Μαλώνουμε» για τον αν η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν καλή ηθοποιός και αν η Μελίνα είχε ωραία φωνή και «κυνηγάμε» να καρφώσουμε με το πηρούνι το τελευταίο ντοματάκι στη σαλατιέρα. Ο Χειμώνας εξακολουθεί να βρίσκεται κάπου πέρα από τον ισημερινό. Μαζί με τα άγχη και τις μιζέριες μας. Από τα ηχεία ακούγεται, διακριτικά, μουσική από τη Σενεγάλη. Τα σκυλιά μας, η Τζίλντα και η Μπιάνκα, ξαπλώνουν στην πεζούλα έχοντας το νου τους μήπως και εμφανισθεί κανένα σαυράκι στον τοίχο, δίπλα στη βουκαμβίλια. Γεμίζουμε πάλι τα ποτήρια. Στην υγειά μας. «Που θα είμαστε, άραγε, του χρόνου;». Η αυθόρμητη ερώτηση της Αναστασίας «παγώνει» το φιλμ «Καλοκαίρι 2010». Ενα σφίξιμο στην καρδιά. Μέχρι και το κουνούπι που τριγύριζε το δεξί μου αφτί, έπαψε να πετάει ή έπαψα να το ακούω. Ναι. Ηταν η λάθος ερώτηση, τη λάθος στιγμή. Οχι γιατί μας άφησε αποσβολωμένους για μερικά δευτερόλεπτα αλλά περισσότερο γαι τις κουβέντες που ξεκίνησε ο καθένας με τον διπλανό του, αμέσως μετά. «Πως τα πάτε εσείς; Ακουσα οτι έχετε προβλήματα στην εφημερίδα». «Ετσι και δεν γίνει ρύθμιση γαι τα χρέη στο ΤΕΒΕ, εμείς την κλείνουμε τη σχολή». «Εχω στα χέρια μου δώδεκα χιλιάρικα σε επιταγές και δεν ξέρω τι να τις κάνω». «Τα φροντιστήρια των παιδιών δεν βγαίνουν με τίποτα φέτος». Η κρίση, οι περικοπές, τα χρέη, τα μέτρα, το μνημόνιο, ήλθαν και στρογγυλοκάθησαν ανάμεσά μας. Το φεγγάρι απομακρύνθηκε. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη πήρε το ψάθινο καπέλο της και ανέβηκε στην ταράτσα. Τα σκυλιά την ακολούθησαν κουνώντας την ουρά τους. Ο Χειμώνας έριξε, κακιασμένα, μια ηχηρή σφαλιάρα στην καλοκαιριάτικη νύχτα.
Μόνο ο Τάκης συνέχισε να πίνει αμέριμνος το κρασί του και να γεύεται άλλο ένα κομμάτι μυκονιάτικης λούζας. Στην πρώτη μας συνάντηση τον άκουγα να μιλάει με κάποιους φίλους για νοσοκομεία, ασθενείς και αρρώστιες. «Είσαι γιατρός;» τον είχα ρωτήσει. «Οχι είμαι από αυτούς που αναλαμβάνουν μετά τον γιατρό» μου είχε πει χαμογελώντας. Και διακρίνοντας το μάλλον απορρημένο βλέμμα μου είχε σπεύσει να προσθέσει: «έχω γραφείο τελετών». Μισός Συριανός και μισός Πορτορικάνος. Εζησε πολλά χρόνια στη Νέα Υορκη. Γύρισε πριν καμιά δεκαετία για πάντα στο νησί. Ενας ευπατρίδης που όμως πέρασε μέσα από την άγρια ζωντάνια των γκέτο. Βίος και πολιτεία, ο Τάκης. Ή μάλλον «αποβίωση και πολιτεία» για να κάνουμε το μαύρο χιούμορ στο οποίο είναι Ο έξπερτ. «Εσένα προφανώς δεν σε απασχολεί η κρίση» σχολίασα την τροπή που είχε πάρει η κουβέντα στο συριανό μπαλκόνι. «Φυσικά και με απασχολεί αλλά δεν θα κάτσω να σκάσω κιόλας». Μου εξήγησε με λίγα λόγια πως και το δικό του επάγγελμα έχει επηρρεαστεί, όχι φυσικά από πλευράς μείωσης της …πελατείας («αυτό είναι το μόνο που δεν μπορούμε να κόψουμε!») αλλά από πλευράς τιμών («που οι καρυδιές και τα μαόνια, μόνο σε κόντρα πλακέ δεν μας έχουν ζητήσει το φέρετρο!») και τρόπου πληρωμής («κάνουμε και κηδείες με δώδεκα άτοκες δόσεις!»). Τσουγκρίσαμε, γελώντας, τα ποτήρια μας ενώ οι άλλοι εξακολουθούσαν να βυθίζονται στις προβλέψεις για τον χειμώνα που έρχεται. Σηκωθήκαμε και αλλάξαμε τη μουσική και συνεχίσαμε να λέμε αστεία του είδους: «Και με παίρνει που λες τις προάλλες η Κατερίνα και μου λέει, Τάκη, κάνε κάτι, μου χάλασε ο εκτυπωτής. Τι να σου κάνω, μάνα μου, εγώ μόνο να το θάψω μπορώ!». Τα γέλια έγιναν μεταδοτικά. Η παρέα έκοψε τις συζητήσεις για τα δάνεια και τα χρέη και τις αναδουλειές. Ανοίξαμε άλλα δύο μπουκάλια κρασί. Η Τζίλντα έφερε ένα σαυράκι στην πεζούλα. Μαζευτήκαμε πιο κοντά. Το μπαλκόνι πλησίασε και πάλι τη Σελήνη. Μύρισε θυμάρι, σιτρονέλα και καρύδα. «Και για να κλείσω όλες τις πολιτικοοικονομικές σας απορίες» είπε ο Τάκης «ό,τι δεν διορθώνεται καλύτερα να πηγαίνει καλλιά του!». «Τη δική μου απορία δεν την έλυσες» πετάχτηκε πάλι η Αναστασία: «Που θα είμαστε, άραγε, του χρόνου;».
«Θα είμαστε ή εδώ πάνω ή εκεί κάτω» απάντησε χτυπώντας το πόδι του στη γη. «Σημασία όμως έχει, όσο θα είμαστε εδώ επάνω, να ζούμε τη ζωή μας με κέφι και να μην πεθαίνουμε από μιζέρια». Εκείνη την ώρα ακουγόταν η λατρεμένα «κακόφωνη» Μελίνα: «Αν με πίστευες λιγάκι, θα ‘σαν όλα αληθινά…».
Εγώ πιστεύω τον Τάκη και το θανατερό κέφι του για τη ζωή. Και του χρόνου, να είστε σίγουροι, θα είμαστε πάλι εδώ, στα μεγάλα μπαλκόνια του Αιγαίου! Στις γειτονιές του φεγγαριού!

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Parallaxi Σεπτεμβρίου)

Εγκληματική αδιαφορία για την Χαραυγή…

Στην Κοζάνη, υπήρχε ένα χωριό που λεγόταν Χαραυγή. Το όνομα με το οποίο ήταν γνωστό το χωριό αυτό ήταν Τζουμάς. Λέξη τούρκικη που σημαίνει αγορά (παζάρι). Το 1928 ονομάστηκε Αμύγδαλα λόγω της μεγάλης του παραγωγής σε αμύγδαλα. Αυτή ήταν και η πρώτη ελληνική ονομασία που πήρε το χωριό.
Επειδή όμως υπήρχαν και άλλα χωριά με το ίδιο όνομα το 1961 πήρε το όνομα Χαραυγή. Πρόκειται για ένα παλιό χωριό που η ιστορία του αρχίζει από την εποχή της τουρκοκρατίας ίσως και νωρίτερα. Είναι χτισμένο στους πρόποδες του Βερμίου και κατοικήθηκε από Έλληνες μετά την μικρασιατική καταστροφή το 1922-1924, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό πρόσφυγες από τη Θράκη (κυρίως από τα χωριά Κερμένι και Νεοχώρι-Νιχώρι), από τη Μικρά Ασία (Μενεμένη – Σμύρνης) και από τον Πόντο (Καύκασος – Καρς της Ρωσικής Καυκασίας). Αυτή ήταν λίγο ως πολύ και η σύσταση πληθυσμού των διπλανών χωριών. Οι πρόσφυγες που ήρθαν από διαφορετικά μέρη του ξεριζωμένου Ελληνισμού μετέφεραν μαζί τους και διαφορετικούς τρόπους ζωής και εργασίας, ήθη και έθιμα. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 άρχισαν οι διαδικασίες για την εκμετάλλευση της περιοχής, που σύντομα κατέληξαν στη δημιουργία των εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής και παρασκευής λιπασμάτων με τη χρησιμοποίηση του λιγνίτη σαν πρώτη ύλη για τα λιπάσματα και καύσιμη κινητήρια δύναμη για την ηλεκτροπαραγωγή. Όλος ο χώρος μεταβλήθηκε. Εκεί όπου λόφοι και χωράφια και χερσότοποι, υψώθηκαν καμινάδες κι’ άπλωσαν σε χιλιόμετρα οι ταινίες μεταφοράς λιγνίτη στο χώρο των εργοστασίων. Χιλιάδες μηχανήματα κι’ εργάτες μπήκαν στα σπλάχνα της γης και αναποδογύρισαν τον τόπο κι’ έγιναν όλα αγνώριστα. Μέσα στη λιγνιτοφόρο περιοχή βρέθηκε και ο οικισμός της Χαραυγής και όλα σχεδόν τα κτήματα του χωριού, καθώς και τα μικρότερων χωριών: Εξοχή, Κλείτος, Καρδιά, Κόμανο, ενώ θα ακολουθήσουν σύντομα και άλλα. Έτσι άρχισαν οι διαδικασίες των απαλλοτριώσεων τόσο των αγροκτημάτων όσο και των σπιτιών και άλλων κτισμάτων και τέθηκαν προθεσμίες μέσα στις οποίες έπρεπε να εγκαταλειφθεί το χωριό. Οι κάτοικοι πρόσφυγες του 1922, βρέθηκαν και πάλι μπροστά σε καινούργιο ξεριζωμό και ξεσπίτωμα, σε μια καινούργια προσφυγιά. Καινούργιες πάλι στενοχώριες και περιπλανήσεις και ταλαιπωρίες. Όπως ήταν φυσικό, το γεγονός προκάλεσε αναστάτωση και γενική έντονη ανησυχία για τη μελλοντική επιβίωση. Στα καφενεία και σε κάθε χώρο συγκέντρωσης αναπτύσσονταν και ζωντάνευαν οι συζητήσεις γύρω από το θέμα και αναζητούνταν λύσεις και τρόποι αντίστασης κατά των όποιων θα επιχειρούσαν τη διάλυση και τη ζημία τους. Η ΔΕΗ σαν Δημόσια Επιχείρηση προβάλλοντας το «είναι έργο κοινής ωφελείας» προχωρούσε στις διαδικασίες σύμφωνα με το νόμο, χωρίς δισταγμούς και χωρίς κάποια ιδιαίτερη φροντίδα για τη μελλοντική τύχη του χωριού, θεωρούσε αρκετή την αποζημίωση των κτημάτων με την τρέχουσα αξίας του όπως την καθόριζαν τα δικαστήρια και ελάχιστα απασχολούσε ότι τους πετούσε ανεπάγγελτους και ακτήμονες στους δρόμους. Στην αντίληψη αυτή της ΔΕΗ αντιπαρατάχθηκε η αντίσταση των κατοίκων που βρέθηκαν αντιμέτωποι πολλές φορές με τα ΜΑΤ. Η ΔΕΗ ανέλαβε πρόσθετες υποχρεώσεις ως προς την αποκατάσταση των πληττομένων με την πρόσληψή τους στα εργοστάσια και επήλθε συμφωνία για τη μεταφορά των χωριών σε άλλες εκτάσεις. Πέρασαν εννέα χρόνια αφότου, οι βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ και της Ν.Δ. ανάμεσα στους οποίους και οι βουλευτές του νομού Κοζάνης (και οι 5 που εκπροσωπούν το νομό), ψήφισαν το Νόμο 2941/2001 με τον οποίο αντικατέστησαν το άρθρο 1 του Ν. 1280/82, δίνοντας νομική κάλυψη στη ΔΕΗ για την υφαρπαγή των περιουσιών των κατοίκων του Ν. Κοζάνης (πάνω από 300.000 στρέμματα αγροτικής γης και 5 αστικούς οικισμούς). Ο Ν. 183 Α/1955 ήταν η σύμβαση με την οποία η ΛΙΠΤΟΛ έπαιρνε με αναγκαστικές απαλλοτριώσεις τα χωράφια για να εκμεταλλευτεί για Δημόσιο όφελος τον λιγνίτη που είχαν στο υπέδαφος τους, με τη ρητή όμως υποχρέωση μετά το πέρας της εξόρυξης να αποκαταστήσει τα εδάφη και να τα αποδώσει για γεωργικές και άλλες χρήσεις στις τοπικές κοινωνίες. Ο Ν. 1820/82 ψηφίστηκε το 1982 όταν η ΛΙΠΤΟΛ απορροφήθηκε από τη ΔΕΗ και επαναδιατύπωνε και συμπλήρωνε το Ν. 183 Α/1955 με πλήρη σαφήνεια ως εξής :
Ν. 1820/2.9.1982 (ΦΕΚ Α΄ 108)
Παραχώρηση αγροτικών εκτάσεων ιδιοκτησίας ΔΕΗ
Άρθρο 1 : Αγροτικές εκτάσεις που αποκτώνται με οποιοδήποτε τρόπο από την ΔΕΗ για κατασκευή υδροηλεκτρικών έργων ή για εκμετάλλευση στερεών καυσίμων (λιγνίτης, τύρφη κ.λ.π.) και παύουν να είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των σκοπών της, παραχωρούνται κατά κυριότητα στο Δημόσιο
χωρίς αντάλλαγμα με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΔΕΗ εγκρινόμενες από τον Υπουργό Ενεργείας και Φυσικών Πόρων. Η μεταβίβαση πραγματοποιείται με αποδοχή της απόφασης από τους Υπουργούς Οικονομικών και Γεωργίας που μεταγράφεται στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Η κατά την παρούσα παράγραφο παραχώρηση απαλλάσσεται από κάθε φόρο ή τέλος υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου.
2. Οι εκτάσεις που σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο παραχωρούνται στο Δημόσιο μπορούν : α) να διατίθενται σε ακτήμονες ή, σύμφωνα με τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας, σε γεωργικούς ή κτηνοτροφικούς συνεταιρισμούς, για ομαδική καλλιέργεια ή άλλη ομαδική γεωργική εκμετάλλευση, β) να κηρύσσονται ολόκληρες ή τμήματα αυτών αναδασωτέες δασικές εκτάσεις, σε περίπτωση που δεν είναι κατάλληλες για γεωργική η κτηνοτροφική εκμετάλλευση, γ) να διατίθενται τμήματα αυτών για οικιστική αποκατάσταση των μελών των γεωργικών και κτηνοτροφικών συνεταιρισμών και των ακτημόνων στους οποίους διατίθεται η εκμετάλλευση των εκτάσεων, καθώς και άλλων ατόμων που εγκαθίστανται μόνιμα στον οικισμό, για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας του οικισμού και δ)να διατίθενται στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης για χρήσεις που εξυπηρετούν τους σκοπούς τους.
Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος της αδικίας που συντελέστηκε σε μία νύχτα (μεταμεσονύκτια Συνεδρίαση του θερινού τμήματος της Βουλής) σε βάρος κυρίως της Εορδαίας και των κατοίκων της, παραθέτουμε την αμαρτωλή τροπολογία N. 2941/2001.

Ν. 2941/2001 – Άρθρο 9 – Θέματα ΔΕΗ Α.Ε.
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 1280/1982 (ΦΕΚ 108 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως :
Άρθρο 1: «Αγροτικές εκτάσεις που αποκτώνται με οποιονδήποτε τρόπο από τη ΔΕΗ για κατασκευή υδροηλεκτρικών έργων και παύουν να είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των σκοπών της, μεταβιβάζονται κατά κυριότητα στο Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΔΕΗ που εγκρίνεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης».
Επί 50 χρόνια η ΔΕΗ «άρπαζε», με αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και όχι με ελεύθερες διαπραγματεύσεις, από τους κατοίκους της Εορδαίας τις περιουσίες τους, σύμφωνα όμως με τους όρους των νόμων 183 Α/1955 και 1280/82, τους οποίου καταργεί το 2001. Έτσι στα κρυφά καταργήθηκε το άρθρο 1, παράγραφος 2 του Νόμου 1280/ 82 σύμφωνα με το οποίο η ΔΕΗ ήταν υποχρεωμένη να αποκαταστήσει και επαναποδόσει τις εκτάσεις, όπου ολοκλήρωσε την εξόρυξη του λιγνίτη, στις τοπικές κοινωνίες για αξιοποίηση και επιβίωσή τους στην μεταλιγνιτική εποχή. Αντί αυτού η Δ.Ε.Η. αποφάσισε να δημιουργήσει φωτοβολταϊκά πάρκα, προς όφελος της και προς όφελος τρίτων ( μεγαλοεργολάβων) στις εκτάσεις – που θα έπρεπε να αποδώσει στους πληττόμενους.
Είναι αίτημα των καιρών η δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου των κατοίκων των πληττόμενων χωριών, για την προάσπιση των δικαιωμάτων του τόπου και των κατοίκων του, Φτάνει το ακριβό τίμημα που πλήρωσαν επί 50 ολόκληρα χρόνια για να εξασφαλίσει η Ελλάδα την ενεργειακή της επάρκεια και να απολαμβάνουν όλοι οι Έλληνες το αγαθό που λέγεται ηλεκτρικό ρεύμα.
Η αποκατάσταση και προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας αποτελεί όνειρο απατηλό για τους κατοίκους – κατάργηση του Συλλόγου Πληττομένων από κομματικά ψηφοθηρικά στελέχη των εκάστοτε κυβερνήσεων – καθώς η ανεργία έφτασε σε δραματικά επίπεδα, επειδή η ΔΕΗ δεν αναπληρώνει την εργασία που εκτόπισε από την περιοχή, ενώ παράλληλα η μόλυνση του περιβάλλοντος της περιοχής διαρκώς αυξάνεται με δραματικά αποτελέσματα.
Τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργούν με την καύση λιγνίτη, ή του λιθάνθρακα προκαλούν αλόγιστη ρύπανση, στον αέρα, το έδαφος, το υπέδαφος, τον υδροφόρο ορίζοντα, αλλά και στην υγεία των πολιτών. Η ελληνική ΔΕΗ, είναι η 5η μεγαλύτερη εταιρία παραγωγής λιγνίτη στον κόσμο, ενώ οι πιο ρυπογόνοι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί στην Ευρώπη είναι
αυτοί του Α.Η.Σ Πτολεμαϊδας, του Αγίου Δημητρίου και της Καρδιάς στην Κοζάνη.

Οι συνέπειες στο περιβάλλον είναι ανυπολόγιστες:
– Οι λιγνιτικοί σταθμοί της ΔΕΗ εκλύουν τεράστιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα (CO2)στην ατμόσφαιρα, το οποίο ως γνωστόν είναι η βασική αιτία για την υπερθέρμανση του πλανήτη και το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Oι σταθμοί της ΔΕΗ στην Ελλάδα εκλύουν κάθε χρόνο 43 εκατ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, ποσό που αποτελεί το 40% των συνολικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα της χώρας.
– Οι σταθμοί της ΔΕΗ εκπέμπουν υψηλές ποσότητες μικροσωματιδίων, τα οποία σύμφωνα με έρευνες σχετίζονται με ασθένειες, όπως αναπνευστικά προβλήματα, αλλεργίες ακόμη και καρκινογενέσεις. Ακόμη εκπέμπουν μονοξείδιο του άνθρακα, οξείδια του αζώτου, διοξείδιο του θείου, αρσενικό, κάδμιο, νικέλιο, όλα πολύ επικύνδυνοι ρύποι.
– Δραματικές είναι και οι επιπτώσεις στον υδροφόρο ορίζοντα. Καταρχήν γιατί τα ορυχεία μολύνουν τα επιφανειακά νερά, κι επιπλέον γιατί τα εργοστάσια της ΔΕΗ προχωρούν σε υπεράντληση νερού.
– Τα επικίνδυνα μικροσωματίδια στην περιοχή της Κοζάνης ξεπερνούν τα επιτρεπτά όρια σχεδόν κάθε στιγμή της ημέρας, ενώ η μέση ετήσια τιμή είναι σχεδόν διπλάσια της επιτρεπόμενης. Ο μέσος όρος τιμών στην Πτολεμαΐδα και τη Φλώρινα είναι επίσης πάνω από τα επιτρεπτά όρια.
Τα στοιχεία για τις συνέπειες στην υγεία των πολιτών είναι ενδεικτικά:
– Έρευνα της Μονάδας Αιμοστατικής της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ για την Πτολεμαΐδα (που βασίστηκε στη μελέτη 6.457 πιστοποιητικών θανάτων, από το 1950 έως το 2005) δείχνει ότι τα κρούσματα καρκίνου στην περιοχή αυξάνονται κάθε δεκαετία με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου. Σήμερα τα κρούσματα καρκίνου φτάνουν στο 30,5%, που πρακτικά σημαίνει ότι ένας στους τρεις θανάτους που σημειώνονται στην περιοχή προκαλείται από καρκίνο! Επιπλέον, μειώνεται ο μέσος όρος ηλικίας θανάτου στην περιοχή.
– Μελέτη που έχει γίνει σε παιδιά ηλικίας 9-12 ετών στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας έδειξε ότι παρατηρούνται ιδιαίτερα υψηλές συχνότητες ρινίτιδας και βρογχίτιδας στην Πτολεμαΐδα, την Κοζάνη και τη Φλώρινα.
– Σύμφωνα με στοιχεία του τοπικού νοσοκομείου της Πτολεμαΐδας, το 80% των μαθητών της Πτολεμαΐδας εμφανίζει κάποιου είδους βλάβη στο αναπνευστικό.

Πηγή: http://www.mediasoup.gr- του Μυρώδη Αδαμίδη

Βρε, βρε, βρε… (μια επιστολή-απάντηση)

Μια απάντηση σε αυτό….

Καλημέρα σας,

Στέλνουμε την απάντηση μας στην καταγγελεια της noodle bar για την αποκατάσταση της αληθειας. Επισεις, αν σας ειναι ευκολο, θα μπορουσατε να αναρτησετε ενα λινκ με την απάντηση αυτή στο τέλος του άρθρου της καταγγελειας της εταιρείας noodlebar. Και ακόμα αν μπορείτε να βγάλετε το λινκ με το pdf γιατί έχει προσωπικά δεδομένα συνεργατών.

Παρακάτω παραθετω links με την απάντηση μας όπως αναρτήθηκε στο τρομακτικό.
Φιλικά,
Η ομάδα του athensbars

http://www.athensbars.gr/apantisi_athensbars_stin_katageleia_ths_noodle_bar

Επεται και συνέχεια…

Στα δικαστήρια, φαντάζομαι…
Εχουμε να δούμε πολλά!

10 Ways Journalism Around the World Is Being Revived and Reinvented

Prepping for a session for the International Press Institute (IPI) annual congress last week in Vienna, I asked the panelists, among other things, to describe a media trend they find encouraging.

In addressing the same question, I found myself hooked by an idea that has no metrics but seems quite real nonetheless: a significant shift in attention from the diminishment of journalism to its rediscovery and reinvention.

This sort of epiphany arrives at different times for different people; many digital pioneers have declared as much for years.

The turning point for me came in the 152-page report on the future of news that I edited for IPI along with Poynter Online Director Julie Moos. The report, «Brave News Worlds: Navigating the New Media Landscape,» was published last week.

The 42 essays were written by news executives, leaders of nonprofits, digital thought leaders and educators from more than 20 countries. None of them argue that journalism’s transition from print to digital will be smooth. Of course it won’t be.

But the authors — a list that includes Jeff Jarvis (p. 8), Alan Rusbridger (p. 12), Clay Shirky (p. 18), Roy Greenslade (p. 26), Paul Tash (p. 39), Dan Gillmor (p. 42), Grzegorz Piechota (p. 60), Paul Bradshaw (p. 74), Sheila S. Coronel (p. 95), Yuen-Ying Chan (p. 112) and Daoud Kuttab (p. 140) — provide evidence of new traction in sustaining journalism that matters.

Spacer Spacer
Corner Tab
Download the Free Report
Corner Tab
Spacer
Spacer
IPI Poynter Report (4.6 MB)IPI Poynter Report (4.6 MB)

You can download the PDF of the report on the future of news, published Sept. 13 by the International Press Institute and the Poynter Institute.

Spacer
Spacer

To make the report more useful (we’ll supplement that bulky PDF with more accessible formats), we highlighted main themes by adding tags to the top right of each article’s first page.

I list 10 of those tags — processed, partnered,linked, engaged, innovated, independent, trusted,investigated, trained, sustained — in a concluding article in the report (p. 149). I focused on three of them in our panel discussion:

Investigated: Describing what she suggests may be «a Golden Age of global muckraking,» Columbia University journalism professor Sheila S. Coronel points out that cutbacks in U.S. newsrooms have challenged investigative capacity, noting, «With many newspapers at death’s door, there’s worry about whether they can keep the [investigative] flame alive.

Coronel
Sheila S. Coronel

«But elsewhere,» she adds, «democracy and technology are prying open previously closed societies and providing citizens with information unavailable to them in the not-too-distant past. From Bahrain to Burma, from Russian to China to Zimbabwe, the new muckrakers are using blogs, mobile phones and social media to expose the predations of those in power.»

As a judge for the Goldsmith Prize for Investigative Reporting earlier this year, I was struck by the high quality of investigative work by news organizations of all sizes. As those organizations struggle to establish their role in their communities, the professional demands of investigative reporting emerge as a big opportunity for journalists to differentiate themselves in the media ecosystem.

That’s not to say they’ll do that work entirely on their own. Grzegorz Piechota, head of social campaigns at the Polish daily Gazeta Wyborcza, documents how the paper collected 40,000 personal accounts of childbirth in the course of its investigation of 423 maternity wards across the country.

As Coronel puts it, «The future of investigative news will be collaborative.»

IPI Poynter Report
IPI/Poynter Report

Partnered: To its credit, the IPI congress mostly moved beyond such clichéd characterizations of collaborative journalism as «citizen surgeons» or «citizen pilots.» Palestinian journalist Daoud Kuttab challenges such thinking by highlighting the groundbreaking reporting of courageous bloggers and other non-journalists in oppressive societies.

Alan Rusbridger, editor in chief of The Guardian in London, takes Coronel one step further and argues that the future of news, period, is collaborative. He and his colleagues have their own name for it — «mutualized news» — and include openness as a key characteristic along with collaborative.

A core challenge for news organizations going forward will be developing systems to incorporate what digital thinker Clay Shirky describes as «coordinated voluntary participation» of readers and users.

shirky
Clay Shirky

Drawing on research for his new book, «Cognitive Surplus: Creativity and Generosity in a Connected Age,» Shirky describes such participation as «a new resource … that allows us to treat the connected world’s free time and talents in aggregate as something which, used right, can change the very idea of news — what it is, how it is created and experienced and shared.»

The report is laced with examples of partnerships — with local bloggers, schools, even competitors — that were once considered unthinkable and are now increasingly regarded as essential by news organizations.

Sustained: The report does not focus much on business models per sé, but instead describes ways that journalists worldwide are creating new value for a range of constituents across new and legacy platforms. Some of that new value will result in new revenue streams; some of it won’t. News organizations will almost certainly be smaller, with some of their diminished news capacity replaced by the contributions of — and collaboration with — partners.

Paul Tash proposes three imperatives to find such paths: Control costs, embrace new ways, believe in the business.Alex Jones, who also authors an essay in the attached report, and my Poynter colleague Rick Edmonds, have documented the extent to which news has been lost, especially over the last decade.

It’s unlikely that advertising and circulation revenue will ever generate as much revenue to support news as they once did. Even multiple revenue streams from sources such as grants, custom content, memberships and donations will likely produce less money than news organizations enjoyed previously.

A hybrid approach appears to be the most viable path ahead. Poynter (and St. Petersburg Times) chairman Paul Tash proposes three imperatives to find such paths: Control costs, embrace new ways and believe in the business.

10 Ways Journalism Around the World Is Being Revived and Reinvented

Prepping for a session for the International Press Institute (IPI) annual congress last week in Vienna, I asked the panelists, among other things, to describe a media trend they find encouraging.

In addressing the same question, I found myself hooked by an idea that has no metrics but seems quite real nonetheless: a significant shift in attention from the diminishment of journalism to its rediscovery and reinvention.

This sort of epiphany arrives at different times for different people; many digital pioneers have declared as much for years.

The turning point for me came in the 152-page report on the future of news that I edited for IPI along with Poynter Online Director Julie Moos. The report, «Brave News Worlds: Navigating the New Media Landscape,» was published last week.

The 42 essays were written by news executives, leaders of nonprofits, digital thought leaders and educators from more than 20 countries. None of them argue that journalism’s transition from print to digital will be smooth. Of course it won’t be.

But the authors — a list that includes Jeff Jarvis (p. 8), Alan Rusbridger (p. 12), Clay Shirky (p. 18), Roy Greenslade (p. 26), Paul Tash (p. 39), Dan Gillmor (p. 42), Grzegorz Piechota (p. 60), Paul Bradshaw (p. 74), Sheila S. Coronel (p. 95), Yuen-Ying Chan (p. 112) and Daoud Kuttab (p. 140) — provide evidence of new traction in sustaining journalism that matters.

Spacer Spacer
Corner Tab
Download the Free Report
Corner Tab
Spacer
Spacer
IPI Poynter Report (4.6 MB)IPI Poynter Report (4.6 MB)

You can download the PDF of the report on the future of news, published Sept. 13 by the International Press Institute and the Poynter Institute.

Spacer
Spacer

To make the report more useful (we’ll supplement that bulky PDF with more accessible formats), we highlighted main themes by adding tags to the top right of each article’s first page.

I list 10 of those tags — processed, partnered,linked, engaged, innovated, independent, trusted,investigated, trained, sustained — in a concluding article in the report (p. 149). I focused on three of them in our panel discussion:

Investigated: Describing what she suggests may be «a Golden Age of global muckraking,» Columbia University journalism professor Sheila S. Coronel points out that cutbacks in U.S. newsrooms have challenged investigative capacity, noting, «With many newspapers at death’s door, there’s worry about whether they can keep the [investigative] flame alive.

Coronel
Sheila S. Coronel

«But elsewhere,» she adds, «democracy and technology are prying open previously closed societies and providing citizens with information unavailable to them in the not-too-distant past. From Bahrain to Burma, from Russian to China to Zimbabwe, the new muckrakers are using blogs, mobile phones and social media to expose the predations of those in power.»

As a judge for the Goldsmith Prize for Investigative Reporting earlier this year, I was struck by the high quality of investigative work by news organizations of all sizes. As those organizations struggle to establish their role in their communities, the professional demands of investigative reporting emerge as a big opportunity for journalists to differentiate themselves in the media ecosystem.

That’s not to say they’ll do that work entirely on their own. Grzegorz Piechota, head of social campaigns at the Polish daily Gazeta Wyborcza, documents how the paper collected 40,000 personal accounts of childbirth in the course of its investigation of 423 maternity wards across the country.

As Coronel puts it, «The future of investigative news will be collaborative.»

IPI Poynter Report
IPI/Poynter Report

Partnered: To its credit, the IPI congress mostly moved beyond such clichéd characterizations of collaborative journalism as «citizen surgeons» or «citizen pilots.» Palestinian journalist Daoud Kuttab challenges such thinking by highlighting the groundbreaking reporting of courageous bloggers and other non-journalists in oppressive societies.

Alan Rusbridger, editor in chief of The Guardian in London, takes Coronel one step further and argues that the future of news, period, is collaborative. He and his colleagues have their own name for it — «mutualized news» — and include openness as a key characteristic along with collaborative.

A core challenge for news organizations going forward will be developing systems to incorporate what digital thinker Clay Shirky describes as «coordinated voluntary participation» of readers and users.

shirky
Clay Shirky

Drawing on research for his new book, «Cognitive Surplus: Creativity and Generosity in a Connected Age,» Shirky describes such participation as «a new resource … that allows us to treat the connected world’s free time and talents in aggregate as something which, used right, can change the very idea of news — what it is, how it is created and experienced and shared.»

The report is laced with examples of partnerships — with local bloggers, schools, even competitors — that were once considered unthinkable and are now increasingly regarded as essential by news organizations.

Sustained: The report does not focus much on business models per sé, but instead describes ways that journalists worldwide are creating new value for a range of constituents across new and legacy platforms. Some of that new value will result in new revenue streams; some of it won’t. News organizations will almost certainly be smaller, with some of their diminished news capacity replaced by the contributions of — and collaboration with — partners.

Paul Tash proposes three imperatives to find such paths: Control costs, embrace new ways, believe in the business.Alex Jones, who also authors an essay in the attached report, and my Poynter colleague Rick Edmonds, have documented the extent to which news has been lost, especially over the last decade.

It’s unlikely that advertising and circulation revenue will ever generate as much revenue to support news as they once did. Even multiple revenue streams from sources such as grants, custom content, memberships and donations will likely produce less money than news organizations enjoyed previously.

A hybrid approach appears to be the most viable path ahead. Poynter (and St. Petersburg Times) chairman Paul Tash proposes three imperatives to find such paths: Control costs, embrace new ways and believe in the business.

«Η Αριστερά δεν έχει την παραμικρή γαμημένη ιδέα σε ποιον κόσμο ζει»

Πού είναι η Αριστερά;

Πριν από τρία-τέσσερα χρόνια, σε μια συνέντευξή μου σε μια νοτιοαμερικάνικη εφημερίδα, αργεντίνικη νομίζω, μου βγήκε πάνω στις διαδοχικές ερωταποκρίσεις μια δήλωση που κατόπιν φαντάστηκα πως θα προκαλούσε αναταραχή, διαμάχη, σκάνδαλο (μέχρι αυτού του σημείου έφτανε η αφέλειά μου), ξεκινώντας από τις τοπικές στρατιές της Αριστεράς και μετά, ποιος ξέρει, σαν ένα κύμα που εξαπλώνεται σε κύκλους, στα διεθνή μέσα, είτε αυτά ήταν πολιτικά, συνδικαλιστικά ή πολιτιστικά, τα οποία πρόσκεινται στην εν λόγω Αριστερά.

Με όλη της τη σκληρότητα, χωρίς να κάνει βήμα πίσω μπροστά στην ίδια της την αισχρότητα, η φράση, όπως αναπαράχθηκε με ακρίβεια από την εφημερίδα, ήταν η εξής: «Η Αριστερά δεν έχει την παραμικρή γαμημένη ιδέα σε ποιον κόσμο ζει». Στην πρόθεσή μου, εσκεμμένα προκλητική, η Αριστερά, επερωτωμένη έτσι, απάντησε με την πιο παγωμένη σιωπή. Κανένα κομμουνιστικό κόμμα, για παράδειγμα, ξεκινώντας απ’ αυτό του οποίου είμαι μέλος, δεν βγήκε στις επάλξεις για να αντικρούσει ή απλώς να επιχειρηματολογήσει σχετικά με την καταλληλότητα ή τη μη καταλληλότητα των λέξεων που πρόφερα. Κατά μείζονα λόγο, επίσης, κανένα από τα σοσιαλιστικά κόμματα που βρίσκονται στην κυβέρνηση των αντίστοιχων χωρών, σκέφτομαι κυρίως των δικών μας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, δεν θεώρησε απαραίτητο να απαιτήσει ένα ξεκαθάρισμα εξηγήσεις από τον παράτολμο συγγραφέα που τόλμησε να ρίξει μια πέτρα στον μουχλιασμένο βούρκο της αδιαφορίας.

Τίποτε απολύτως, σιωπή καθολική, λες και στους ιδεολογικούς τάφους όπου κατέφυγαν δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά μόνο σκόνη και αράχνες, ή το πολύ κάποιο αρχαϊκό οστό που δεν έκανε ούτε για ιερό λείψανο πια. Για κάμποσες μέρες αισθάνθηκα αποκλεισμένος από την ανθρώπινη κοινωνία, σαν να ’χα χολέρα, θύμα κάποιου είδους διανοητικής κίρρωσης όπου τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Έφτασα μάλιστα να σκεφτώ πως η συμπονετική κουβέντα που θα κυκλοφορούσε μεταξύ αυτών που σιωπούσαν ήταν περίπου η εξής: «Τον κακομοίρη, τι να περιμένει κανείς σε τέτοια ηλικία;». Ήταν πως δεν θεωρούσαν ότι δικαιούμουν να εκφράσω γνώμη σ’ αυτή τη φάση.

Ο καιρός περνούσε, περνούσε, η κατάσταση στον κόσμο γινόταν όλο και πιο περίπλοκη, και η Αριστερά, ατάραχη, συνέχιζε να παίζει τους ρόλους που, είτε στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση, της είχαν διανεμηθεί. Εγώ, που στο μεταξύ είχα κάνει μια άλλη ανακάλυψη, πως ο Μαρξ ποτέ δεν είχε τόσο πολύ δίκιο όσο σήμερα, φαντάστηκα, όταν πριν ένα χρόνο ξέσπασε η καρκινική απάτη των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, πως η Αριστερά, όπου κι αν βρίσκεται, αν είναι ακόμα ζωντανή, θ’ ανοίξει επιτέλους το στόμα για να πει τι σκέφτεται γι’ αυτή την περίπτωση. Έχω πια την εξήγηση: η Αριστερά δεν σκέφτεται, δεν δρα, δεν διακινδυνεύει ούτε βήμα. Έχει γίνει ό,τι έχει γίνει από τότε, και μέχρι σήμερα η Αριστερά, με δειλία, εξακολουθεί να μη σκέφτεται, να μη δρα, να μη διακινδυνεύει ένα βήμα. Γι’ αυτό ας μην παραξενευτεί κανείς για την αναιδή ερώτηση του τίτλου: «Πού είναι η Αριστερά;». Δεν τάζω τίποτα για απάντηση, πλήρωσα ήδη πολύ ακριβά τις αυταπάτες μου.

Ζοζέ Σαραμάγκο

μετάφραση από τα πορτογαλικά: Αθηνά Ψυλλιά

το παραπάνω κείμενο έγραψε ο συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκο και αναρτήθηκε στην προσωπική ιστοσελίδα του την 1-10-2008 .

Μαζί με άλλα κείμενα του βρίσκεται στο βιβλίο του “Το Τετράδιο” εκδόσεις Καστανιώτη

πηγή : aristerovima

«Η Αριστερά δεν έχει την παραμικρή γαμημένη ιδέα σε ποιον κόσμο ζει»

Πού είναι η Αριστερά;

Πριν από τρία-τέσσερα χρόνια, σε μια συνέντευξή μου σε μια νοτιοαμερικάνικη εφημερίδα, αργεντίνικη νομίζω, μου βγήκε πάνω στις διαδοχικές ερωταποκρίσεις μια δήλωση που κατόπιν φαντάστηκα πως θα προκαλούσε αναταραχή, διαμάχη, σκάνδαλο (μέχρι αυτού του σημείου έφτανε η αφέλειά μου), ξεκινώντας από τις τοπικές στρατιές της Αριστεράς και μετά, ποιος ξέρει, σαν ένα κύμα που εξαπλώνεται σε κύκλους, στα διεθνή μέσα, είτε αυτά ήταν πολιτικά, συνδικαλιστικά ή πολιτιστικά, τα οποία πρόσκεινται στην εν λόγω Αριστερά.

Με όλη της τη σκληρότητα, χωρίς να κάνει βήμα πίσω μπροστά στην ίδια της την αισχρότητα, η φράση, όπως αναπαράχθηκε με ακρίβεια από την εφημερίδα, ήταν η εξής: «Η Αριστερά δεν έχει την παραμικρή γαμημένη ιδέα σε ποιον κόσμο ζει». Στην πρόθεσή μου, εσκεμμένα προκλητική, η Αριστερά, επερωτωμένη έτσι, απάντησε με την πιο παγωμένη σιωπή. Κανένα κομμουνιστικό κόμμα, για παράδειγμα, ξεκινώντας απ’ αυτό του οποίου είμαι μέλος, δεν βγήκε στις επάλξεις για να αντικρούσει ή απλώς να επιχειρηματολογήσει σχετικά με την καταλληλότητα ή τη μη καταλληλότητα των λέξεων που πρόφερα. Κατά μείζονα λόγο, επίσης, κανένα από τα σοσιαλιστικά κόμματα που βρίσκονται στην κυβέρνηση των αντίστοιχων χωρών, σκέφτομαι κυρίως των δικών μας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, δεν θεώρησε απαραίτητο να απαιτήσει ένα ξεκαθάρισμα εξηγήσεις από τον παράτολμο συγγραφέα που τόλμησε να ρίξει μια πέτρα στον μουχλιασμένο βούρκο της αδιαφορίας.

Τίποτε απολύτως, σιωπή καθολική, λες και στους ιδεολογικούς τάφους όπου κατέφυγαν δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά μόνο σκόνη και αράχνες, ή το πολύ κάποιο αρχαϊκό οστό που δεν έκανε ούτε για ιερό λείψανο πια. Για κάμποσες μέρες αισθάνθηκα αποκλεισμένος από την ανθρώπινη κοινωνία, σαν να ’χα χολέρα, θύμα κάποιου είδους διανοητικής κίρρωσης όπου τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Έφτασα μάλιστα να σκεφτώ πως η συμπονετική κουβέντα που θα κυκλοφορούσε μεταξύ αυτών που σιωπούσαν ήταν περίπου η εξής: «Τον κακομοίρη, τι να περιμένει κανείς σε τέτοια ηλικία;». Ήταν πως δεν θεωρούσαν ότι δικαιούμουν να εκφράσω γνώμη σ’ αυτή τη φάση.

Ο καιρός περνούσε, περνούσε, η κατάσταση στον κόσμο γινόταν όλο και πιο περίπλοκη, και η Αριστερά, ατάραχη, συνέχιζε να παίζει τους ρόλους που, είτε στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση, της είχαν διανεμηθεί. Εγώ, που στο μεταξύ είχα κάνει μια άλλη ανακάλυψη, πως ο Μαρξ ποτέ δεν είχε τόσο πολύ δίκιο όσο σήμερα, φαντάστηκα, όταν πριν ένα χρόνο ξέσπασε η καρκινική απάτη των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, πως η Αριστερά, όπου κι αν βρίσκεται, αν είναι ακόμα ζωντανή, θ’ ανοίξει επιτέλους το στόμα για να πει τι σκέφτεται γι’ αυτή την περίπτωση. Έχω πια την εξήγηση: η Αριστερά δεν σκέφτεται, δεν δρα, δεν διακινδυνεύει ούτε βήμα. Έχει γίνει ό,τι έχει γίνει από τότε, και μέχρι σήμερα η Αριστερά, με δειλία, εξακολουθεί να μη σκέφτεται, να μη δρα, να μη διακινδυνεύει ένα βήμα. Γι’ αυτό ας μην παραξενευτεί κανείς για την αναιδή ερώτηση του τίτλου: «Πού είναι η Αριστερά;». Δεν τάζω τίποτα για απάντηση, πλήρωσα ήδη πολύ ακριβά τις αυταπάτες μου.

Ζοζέ Σαραμάγκο

μετάφραση από τα πορτογαλικά: Αθηνά Ψυλλιά

το παραπάνω κείμενο έγραψε ο συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκο και αναρτήθηκε στην προσωπική ιστοσελίδα του την 1-10-2008 .

Μαζί με άλλα κείμενα του βρίσκεται στο βιβλίο του “Το Τετράδιο” εκδόσεις Καστανιώτη

πηγή : aristerovima

Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας…

Η αριστερά (ΚΚΕ – ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ) «ψηφίζει» Κακλαμάνη και Γκιουλέκα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη…

…με αυτές τις ανεκδιήγητες υποψηφιότητες που στηρίζει!

Δεξιά δηλαδή!

Τι είχες Γιάννη; Τι ‘χα πάντα!