Αντιγράφω, ως έχει, από τη Βικιπαίδεια. Ανάγκη να σχολιάσω δεν υπάρχει! Υπογραμμίζω μόνο… Κι όποιος καταλαβαίνει, καταλαβαίνει:
Ο Λουκάς Νοταράς (απεβ. 3 ή 4 Ιουνίου 1453) υπήρξε ο τελευταίος Μέγας Δουξ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο εν λόγω τίτλος κατά την περίοδο των Παλαιολόγων περιελάμβανε γενικευμένες αρμοδιότητες και ήταν εφάμιλλος αυτού του πρωθυπουργού σήμερα.
Καταγόταν από οικογένειά που είχε μετοικήσει στην Κωνσταντινούπολη από την Μονεμβασιά της Πελοποννήσου πριν περίπου 100 χρόνια. Είχε αποκτήσει σημαντική περιουσία μέσω του εμπορίου παστών ψαριών. Φιλόδοξος, φιλοχρήματος, ανοικτά φιλότουρκος και με σημαντικές διασυνδέσεις με κορυφαίους Οθωμανούς αξιωματούχους της εποχής, κατά τη θρησκευτική διαμάχη για την ένωση ή μη με την Καθολική εκκλησία, αν και αρχικά ενωτικός πιθανόν λόγω των εμπορικών διασυνδέσεων του με τους Βενετούς, μετέβαλε άποψη και πήρε μαχητικά το μέρος ως ηγετική πλέον φυσιογνωμία της κίνησης των ανθενωτικών οργανώνοντας στην περίοδο πριν την άλωση πολυάριθμες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον της ένωσης και των υποστηρικτών της. Η φράση του που άφησε ιδιαίτερη εντύπωση στην ιστορική βιβλιογραφία περιγράφει χαρακτηριστικά την θέση του:
Προτιμότερο είναι να δω να βασιλεύει στην πόλη το Τουρκικό τουρμπάνι παρά η Καθολική τιάρα «κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν»
Αν και ενωτικός, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στην απέλπιδα προσπάθειά του να κατευνάσει την ανθενωτική πτέρυγα και να συμφιλιώσει τους θρησκευτικά διχασμένους Βυζαντινούς πριν την επικείμενη οθωμανική πολιορκία, πρότεινε τον διορισμό του στη θέση του Μέγα Δούκα, αξίωμα με ευρύτατες εξουσίες, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές, πρόταση που ο Νοταράς αποδέχτηκε. Ο διορισμός του απέτυχε να κατευνάσει τους ανθενωτικούς οι οποίοι είδαν την αποδοχή του ως εξαγορασθείσα προδοσία με αποτέλεσμα να αποκτήσει πλέον εχθρούς και στα δύο στρατόπεδα.
Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας του ανέθεσε την άμυνα του νοτιοδυτικού τομέα του θαλάσσιου τείχους, το οποίο σε αντίθεση με το το δυτικό (χερσαίο) και το βόρειο (θαλάσσιο του Κεράτιου) ήταν ήρεμο σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας. Κατά τον Φραντζή ήταν επικεφαλής μόνο ενός εφεδρικού τμήματος ιππέων και τοξοτών τηρούμενου στο βόρειο άκρο του δυτικού τείχους. Μεταξύ αυτού και του διοικητή της άμυνας της πόλης Ιουστινιάνη σύντομα αναπτύχθηκε συγκρουσιακή σχέση λόγω (σύμφωνα με το Ιουστινιάνη) της άρνησής του Νοταρά να σπεύσει σε βοήθεια σε κρίσιμες φάσεις της μάχης, γεγονός που προκάλεσε την ιστορική έκρηξη θυμού του που συνοδεύτηκε από βαρείς χαρακτηρισμούς (“O traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal” Ω προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω μ’ αυτό το μαχαίρι). Η προσωπική παρέμβαση του αυτοκράτορα σ’ αυτήν αλλά και σε άλλες περιπτώσεις αποσόβησε τα χειρότερα αλλά οι σχέσεις των δύο αντρών παρέμειναν τεταμένες μέχρι τέλους (ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε θανάσιμα στη διάρκεια μάχης γύρω από ένα ρήγμα του τοίχους). Tην ημέρα της άλωσης συνελήφθη στο σπίτι του (Καρολίδης). Αργότερα την ίδια ημέρα κι ενώ οι αψιμαχίες συνεχίζονταν στη Κωνσταντινούπολη, ο Νοταράς εμφανίστηκε να συνοδεύει τον Μωάμεθ Β’ στην περιήγησή του στο κέντρο της πόλης και ιδιαίτερα στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας όπου και του ανακοινώθηκε από τον ίδιο το σουλτάνο ο διορισμός του ως διοικητή της πόλης με αυξημένες αρμοδιότητες (μάλιστα διέταξε και του καταβλήθηκαν 100 άσπρα ως δώρο για κάθε μέλος της οικογένειάς του). Ο σουλτάνος είχε από νωρίς μεριμνήσει για την προστασία της ζωής και της περιουσίας του, ενώ ο ίδιος αν και είχε τη δυνατότητα δεν επεδίωξε να διαφύγει. Στη διάρκεια της συνάντησής τους ο Νοταράς αποκάλυψε στο Μωάμεθ τη συνωμοτική δράση του φιλέλληνα (κατά άλλους χρηματιζόμενου) Μέγα Βεζύρη Κανταρλή Χαλήλ γεγονός που προκάλεσε την άμεση αποπομπή και εκτέλεσή του. Επίσης του ζητήθηκε κατάλογος όλων των Βυζαντινών ευγενών της Πόλης οι οποίοι κατόπιν σχετικής διαταγής περιήλθαν στην κατοχή του Μωάμεθ. Την επομένη ο Νοταράς δέχτηκε την τιμητική επίσκεψη του σουλτάνου στην οικία του, όπου έγινε αποδέκτης των τυπικών βασιλικών τιμών εκ μέρους της οικογένειας καθ’ οδόν προς τα αυτοκρατορικά ανάκτορα για τον εορτασμό των επινίκιων. Το ίδιο απόγευμα ο Νοταράς αποκεφαλίστηκε μαζί με τους δύο μεγαλύτερους γιους του. Kατά την επικρατέστερη άποψη αρνήθηκε να παραχωρήσει οικειοθελώς τον τρίτο και νεώτερο γιο του στο σουλτανικό χαρέμι κατόπιν σχετικής παραγγελίας του Μωάμεθ που προκλήθηκαν από προσωπικούς αντίπαλους του Νοταρά οι οποίοι φθονούσαν το νεοαποκτηθέν του αξίωμα, υπερβολική οινοποσία κατά τη διάρκεια της γιορτής, ή και τα δύο. Όλοι οι ευγενείς οι αναφερόμενοι στον κατάλογο που συνέταξε και παρέδωσε στον Μωάμεθ συνελήφθησαν ή εξαγοράστηκαν από τους δεσμώτες τους αντί χιλίων άσπρων και καρατομήθηκαν τα δε παιδιά τους μοιράστηκαν την τραγική τύχη των τριών γιων του Νοταρά, σημαίνοντας το ουσιαστικό τέλος της ύστερης Βυζαντινής αριστοκρατίας.
Μια δεύτερη εκδοχή για την εκτέλεση του Νοταρά αναφέρει ο Βυζαντινός ιστορικός της εποχής Δούκας που μαζί με τον Βάρβαρο και τον Φραντζή (ο οποίος στο μοναδικό θεωρούμενο γνήσιο έργο του «Χρονικόν Minus» γενικά απέχει από οποιαδήποτε αιχμή κατά του Νοταρά πιθανόν χάριν ευγνωμοσύνης προς την κόρη του Άννα) είναι οι μόνες διαθέσιμες πηγές των γεγονότων από την Βυζαντινή πλευρά. Αναφέρει ότι ο Νοταράς ως διαχειριστής του αυτοκρατορικού ταμείου φρόντισε να αποκρύψει από τον Παλαιολόγο ένα σημαντικό ποσό χρημάτων με το οποίο προσπάθησε στη συνέχεια να εξαγοράσει την ευμένεια του Μωάμεθ παραδίδοντάς το στον σουλτάνο με την κατάληψη της πόλης. Η ενέργειά του δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα αφού ο σουλτάνος θεώρησε την πράξη ως προδοσία προς τον αυθέντη του δεδομένου ότι τα αποκρυβέντα χρήματα που κανονικά θα διατίθονταν για την άμυνα της πόλης περιόρισαν σημαντικά τα ήδη πενιχρά μέσα άμυνάς της. Άλλοι μελετητές αμφισβητούν τα τυχών ευγενή κίνητρα πίσω από την εκτέλεση του Νοταρά σημειώνοντας ότι ο Μωάμεθ στη προσωπική του διαδρομή ουδέποτε επέτρεψε στον εαυτό του αισθήματα ευγνωμοσύνης και σε κάθε περίπτωση δεν ήταν η προσωπικότητα που θα συγκατατίθονταν να μοιραστεί τη νίκη του με άλλα πρόσωπα σκιάζοντας τον θρίαμβό του.
Μετά την εκτέλεσή του η περιουσία του Νοταρά στη Κωνσταντινούπολη κατασχέθηκε και η σύζυγος του Παλαιολογίνα πουλήθηκε και πέθανε ως σκλάβα στον δρόμο για την Αδριανούπολη. Πριν τα γεγονότα δύο μέλη της οικογένειας είχαν καταφέρει να διαφύγουν με γενουατικά πλοία, η κόρη του Άννα και η θεία της, οι οποίες κατέληξαν στην Βενετία όπου ο Νοταράς είχε μεταφέρει πριν την άλωση το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Γρήγορα έγιναν το κέντρο της αυξανόμενης Βυζαντινής παροικίας της πόλης διευκολύνοντας σημαίνοντες πρόσφυγες στις πρώτες ανάγκες τους ή πληρώνοντας λύτρα για την απελευθέρωσή τους όπως στη περίπτωση του Φραντζή.