Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα

Του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου

1. Πάλι χθές στην τηλεόραση μαστίγωναν το Παλιοκατάσταση ορισμένα άτομα που την έχουν πολλαπλώς απομυζήσει. Γόνοι, βασικοί ιμάντες της εξουσίας, βασικοί εκφραστές του πρηγούμενου στάτους, προνομιούχοι εσαεί. Σαν μόλις να αφίχθησαν εδώ από το μαγευτικό Πικέρμι, ζαλισμένοι από το πολύ οξυγόνο της αμόλυντης εξοχής τους.
Τι περί διαφθοράς! τι περί νοσούσης κοινωνίας! τι καλέσματα στα όπλα!
Ποιοι;
Οι ίδιοι πάντα. Αυτοί που είναι στην εμπροσθοφυλακή του φαίνεσθαι επί παντός καιρού. Αυτοί, που αν αύριο το πόπολο ψηφίσει στο Σύνταγμα την αναβίωση του Πολιτισμού των Ίνκας, θα εμφανισθούν με φτερά παπαγάλου και θα θυσιάζουν μωρά μπροστά στα Μακ Ντόναλντς.
2.Δεν είναι μόνο η απογοήτευση, ότι όλος αυτός ο υγιής αναβρασμός δεν ανέδειξε ούτε ένα νέο πρόσωπο -όχι κατ ανάγκην ηγετικό, αλλά που να είναι αρκετά αδιάφθορο και αμέτοχο στην παλιά κατάσταση και στα καθεστωτικά media), είναι που πάλι την δόξα πάνε να κλέψουν αυτοί που κουνιούνται περισσότερο. Ή για να το πω πιο καθαρά, οι πιο οπορτουνιστές και οι πιο αδιάντροποι.
Όσοι ανήκουν στον παλιό κόσμο και έχουν λίγη αίσθηση ευθύνης, παραμερίζουν να περάσουν τα νέα  πρόσωπα που έρχονται απ’το μέλλον και όχι απ το παρελθόν.
Τελικά, ο μόνος που περνάει είναι ο Λουκάνικος!
Κι ο γιός του Ζούλα, ο Πολίτης και ο Μαχαίρας στην κρατική τηλεόραση!
——-
Υ.Γ.
Ο ‘Αρης Δημοκίδης θυμάται σήμερα στη στήλη του ένα προφητικό ποίημα του μεγάλου Μανόλη Αναγνωστάκη (ο οποίος έγραψε και το αξεπέραστο »Επιτύμβιον» (Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν… κ.λπ.) . Το παραθέτω προς εκκλησιασμόν
Φοβάμαι
Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι / και μια ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου / βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά / πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου ‘κλειναν την πόρτα / μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα / τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες / και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν / όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν / και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Νοέμβρης 1983