Τα τρομερά ερωτήματα

Τα λέμε, τα ξαναλέμε κι έπειτα ξανά τα λέμε κι άκρη δεν βγάζουμε…
Λογικό!
Οταν είσαι για μήνες πολλούς απλήρωτος, όταν είσαι θύμα ενός διαρκούς εκβιασμού, όταν βλέπεις τη στρατιά των ανέργων συναδέλφων σου να μεγαλώνει ενώ η κρίση θεριεύει δίπλα σου, όταν τα λουκέτα και οι προσφυγές στο άρθρο 99 πολλαπλασιάζονται…
…άκρη δεν βγάζεις!
Πιάνεσαι από εδώ, κρατιέσαι από εκεί, προσπαθείς να υπερασπιστείς τη θέση σου, τη δουλειά σου, τους βασικούς όρους επιβίωσης. Προσπαθείς να πατήσεις κάπου, σε ένα τόσο δα σταθερό κομμάτι για να διασφαλίσεις τα δεδουλευμένα σου και μια συνέχεια… Μια συνέχεια που κανείς άλλος δεν βλέπει και που μόνο εσύ ονειρεύεσαι.
Την ίδια στιγμή θέλεις να ξυπνήσεις από αυτόν τον εφιάλτη και να είναι πάλι 2008, ακόμη καλύτερα, να είναι 2000 ή και 1999, εάν είναι δυνατόν, να πας στη δουλειά κανονικά, να φύγεις από τη δουλειά κανονικά και η τσέπη σου μαζί με το μέλλον σου να είναι γεμάτα. Μην σου πω και γαμάτα!
Ομως αυτό το όνειρο δεν τελειώνει γιατί …έχει τελειώσει εδώ και χρόνια. Τότε που «όλα ήταν καλά»!
Ηταν όμως; Οντως;
Τώρα, λοιπόν, που όλα καταρρέουν σαν χάρτινα πυργάκια, είναι σχεδόν αδύνατο να παραμείνεις ψύχραιμος, να επιστρατεύσεις τη λογική σου, να βγεις λίγο έξω από το δικό σου πρόβλημα και να δεις τη μεγάλη εικόνα. Δεν μπορείς να δεις καν όλα αυτά που πριν λίγο καιρό συζητούσες και παραδεχόσουν κι έλεγες:
Αντέχουμε τόσα πολλά ΜΜΕ σε μια χώρα 11.000.000;
Αντέχουμε τόσες πολλές καθημερινές και πολλές ακόμη κυριακάτικες εφημερίδες; Τόσα πολλά κανάλια; Τόσα πολλά ραδιόφωνα; Τόσες εκατοντάδες περιοδικά; Τόσα ενημερωτικά web site;
Κι ήταν (και είναι) όλα αυτά εφημερίδες, κανάλια, ραδιόφωνα, περιοδικά, ενημερωτικά sites;
Ελα τώρα, μαζί τα λέγαμε και εσύ το φώναζες: «Δεν είναι!»
Πολλά ήταν (και είναι) σκουπίδια! Σακούλες με cd και dvd! Στυλοβάτες άλλων δραστηριοτήτων! Στηρίγματα πολιτικών! Γραμμένες στο πόδι!
ΑΥΤΑ δεν λέγαμε;
Κι άλλα λέγαμε! Για το ίδιο μας το σινάφι, για τους συναδέλφους μας!
Που «δεν έχουν κάνει ποτέ ρεπορτάζ στη ζωή τους», που «έγιναν δημοσιογράφοι σερνάμενοι και κουνάμενοι», που «έχουν τρεις και τέσσερις και πέντε δουλειές», που «κρατούν γραφεία τύπου», που «είναι ιδρυματοποιημένοι», που «κάνουν μόνο το ρεπορτάζ του κόμματος», που «κάνουν χαρτοκολλητική και copy-paste δελτίων τύπου», που «αντιγράφουν, όπως είναι, τις ειδήσεις από άλλα μέσα και από το ΑΠΕ», που… που… που…
Τα λέγαμε αυτά ή δεν τα λέγαμε;
Τώρα που κι εμείς κι αυτοί είμαστε στο ίδιο καζάνι, τα λέμε;
Λέμε ότι κάποια ΜΜΕ είναι για τα σκουπίδια;
Λέμε ότι κάποιοι «δημοσιογράφοι» θα έπρεπε να έχουν πάει σπίτι τους εδώ και καιρό;
«Δεν φταίνε αυτοί», θα σου χαϊδέψει το αφτί, το αλληλέγγυο αγγελάκι. «Τα αφεντικά φταίνε! Οι άθλιοι εκδότες και ιδιοκτήτες!». Οι όποιοι; Τώρα έγιναν άθλιοι; Ή μήπως τώρα χειροτέρεψαν;
Από την πρώτη στιγμή που έπιασες δουλειά στα μαγαζιά τους δεν το ήξερες ΠΟΙΟΙ είναι;
Ελα τώρα!
Και η Δημοσιογραφία; Τι έγινε με τη Δημοσιογραφία;
Ολοι μιλάμε για τις θέσεις που χάνουμε, για τα δεδουλευμένα που μας χρωστούν, για τα «μαγαζιά» που θα κάνουν περικοπές ή θα βάλουν λουκέτο!
Κανείς δεν λέει κουβέντα για το ότι οι αναγνώστες μας έχουν γυρίσει την πλάτη διότι το «προϊόν» της δουλειάς μας είναι, πολλές φορές, για τα μπάζα. Ή γιατί είναι αναξιόπιστο. Ή ακόμη γιατί δεν έχει πλέον την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει μια εφημερίδα και να μας στηρίξει!
Λέξη δεν λέμε γι αυτά!
Και να πάμε κι ένα βηματάκι παραπέρα;
Δεν τολμάμε να παραδεχτούμε ότι ακόμη και μέσα στο ίδιο το «μαγαζί» μας δεν έχουμε όλοι ούτε τα ίδια συμφέροντα ούτε τις ίδιες θέσεις να υπερασπιστούμε:
– Αλλοι δεν θέλουν να χάσουν τη δουλειά τους ακόμη κι αν είναι να πάρουν λιγότερα. Αρκεί βεβαίως να τους καταβληθούν όσα τους χρωστάει ο ιδιοκτήτης και να υπάρχει ένα χρονοδιάγραμμα κανονικής μισθοδοσίας…
– Αλλοι δεν θέλουν να χάσουν τις αποζημιώσεις τους και θα προτιμούσαν να τις πάρουν και να φύγουν από το μαγαζί
-Αλλοι έχουν λίγα χρόνια να συμπληρώσουν μέχρι τη σύνταξη και θα δούλευαν και μόνο για τα ένσημα που τους απομένουν
-Αλλοι θα μπορούσαν ακόμη και να δουλεύουν τζάμπα αρκεί να παραμείνουν μέσα στο επάγγελμα του «δημοσιογράφου».
Αν δεις μία προς μία τις περιπτώσεις όλα τα παραπάνω και θεμιτά είναι και δίκαια και εύλογα τα υπερασπίζεται ο καθένας! Κι ας βιάζονται κάποιοι να χαρακτηρίσουν «ακραίους» τους μεν, «εργοδοτικούς» του δε και «ιδρυματοποιημένους» τους δείνα.
Σαχλαμάρες!
Ομως δεν μπορεί έτσι να προκύψει καμιά ενιαία στάση απέναντι στις απειλές αφού ακόμη κι αυτές τις βλέπουμε διαφορετικά!
Γι αυτό τα λέμε τα ξαναλέμε κι έπειτα ξανά τα λέμε και άκρη δεν βγάζουμε!
Ούτε και θα βγάλουμε!
Και τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα:
-Μπορεί μια εφημερίδα να τα βγάλει πέρα με 800 εργαζόμενους;
-Αν δεν μπορεί, τι θα γίνει;
-Καλύτερα να κλείσει παρά να μειωθούν οι θέσεις εργασίας;
-Καλύτερα να μείνουν 200 αρκεί να συνεχίσει να υπάρχει το «μαγαζί»;
Κάνοντας απεργία τι κερδίζουμε;
Δουλεύοντας απλήρωτοι, χωρίς να απεργούμε, έχει κάποιο νόημα;
– Μπορούμε σήμερα να μιλάμε για «μηδέν περικοπές και μηδέν απολύσεις»;
-Μήπως μπαίνουμε στη λογική της ανθρωποφαγίας;
-Μήπως ο ένας παρασέρνει στον πάτο τον άλλον;
-Εχει μέλλον η δουλειά μας;
-Μπορούμε να κάνουμε άλλα, καινούργια πράγματα ή απλώς θέλουμε να γυρίσουμε στην προ της κρίσης κατάσταση;
-Και η δουλειά μας; Πως θα γίνει καλύτερη; Πως θα μας εμπιστευτεί και πάλι η κοινωνία; Πως θα μας «αγοράσει» πάλι;

Δεν τις ξέρω ούτε κι εγώ τις απαντήσεις. Τις υποπτεύομαι! Πολλές δεν τολμώ να τις ομολογήσω ούτε στον εαυτό μου. Εκείνο που ξέρω είναι πως όσο δεν απαντάμε τόσο πιο κάτω θα βουλιάζουμε. Το μόνο που τολμώ να πω -κι ας κακιώσουν μαζί μου πολλοί- είναι:

Από αυτό το ναυάγιο θα ήθελα να επιζήσουμε ΟΛΟΙ!
Στο επόμενο ταξίδι όμως δεν νομίζω ότι χωράμε όλοι!

Σκληρό;
Πολύ! Σαν την πραγματικότητα!

Τα τρομερά ερωτήματα

Τα λέμε, τα ξαναλέμε κι έπειτα ξανά τα λέμε κι άκρη δεν βγάζουμε…
Λογικό!
Οταν είσαι για μήνες πολλούς απλήρωτος, όταν είσαι θύμα ενός διαρκούς εκβιασμού, όταν βλέπεις τη στρατιά των ανέργων συναδέλφων σου να μεγαλώνει ενώ η κρίση θεριεύει δίπλα σου, όταν τα λουκέτα και οι προσφυγές στο άρθρο 99 πολλαπλασιάζονται…
…άκρη δεν βγάζεις!
Πιάνεσαι από εδώ, κρατιέσαι από εκεί, προσπαθείς να υπερασπιστείς τη θέση σου, τη δουλειά σου, τους βασικούς όρους επιβίωσης. Προσπαθείς να πατήσεις κάπου, σε ένα τόσο δα σταθερό κομμάτι για να διασφαλίσεις τα δεδουλευμένα σου και μια συνέχεια… Μια συνέχεια που κανείς άλλος δεν βλέπει και που μόνο εσύ ονειρεύεσαι.
Την ίδια στιγμή θέλεις να ξυπνήσεις από αυτόν τον εφιάλτη και να είναι πάλι 2008, ακόμη καλύτερα, να είναι 2000 ή και 1999, εάν είναι δυνατόν, να πας στη δουλειά κανονικά, να φύγεις από τη δουλειά κανονικά και η τσέπη σου μαζί με το μέλλον σου να είναι γεμάτα. Μην σου πω και γαμάτα!
Ομως αυτό το όνειρο δεν τελειώνει γιατί …έχει τελειώσει εδώ και χρόνια. Τότε που «όλα ήταν καλά»!
Ηταν όμως; Οντως;
Τώρα, λοιπόν, που όλα καταρρέουν σαν χάρτινα πυργάκια, είναι σχεδόν αδύνατο να παραμείνεις ψύχραιμος, να επιστρατεύσεις τη λογική σου, να βγεις λίγο έξω από το δικό σου πρόβλημα και να δεις τη μεγάλη εικόνα. Δεν μπορείς να δεις καν όλα αυτά που πριν λίγο καιρό συζητούσες και παραδεχόσουν κι έλεγες:
Αντέχουμε τόσα πολλά ΜΜΕ σε μια χώρα 11.000.000;
Αντέχουμε τόσες πολλές καθημερινές και πολλές ακόμη κυριακάτικες εφημερίδες; Τόσα πολλά κανάλια; Τόσα πολλά ραδιόφωνα; Τόσες εκατοντάδες περιοδικά; Τόσα ενημερωτικά web site;
Κι ήταν (και είναι) όλα αυτά εφημερίδες, κανάλια, ραδιόφωνα, περιοδικά, ενημερωτικά sites;
Ελα τώρα, μαζί τα λέγαμε και εσύ το φώναζες: «Δεν είναι!»
Πολλά ήταν (και είναι) σκουπίδια! Σακούλες με cd και dvd! Στυλοβάτες άλλων δραστηριοτήτων! Στηρίγματα πολιτικών! Γραμμένες στο πόδι!
ΑΥΤΑ δεν λέγαμε;
Κι άλλα λέγαμε! Για το ίδιο μας το σινάφι, για τους συναδέλφους μας!
Που «δεν έχουν κάνει ποτέ ρεπορτάζ στη ζωή τους», που «έγιναν δημοσιογράφοι σερνάμενοι και κουνάμενοι», που «έχουν τρεις και τέσσερις και πέντε δουλειές», που «κρατούν γραφεία τύπου», που «είναι ιδρυματοποιημένοι», που «κάνουν μόνο το ρεπορτάζ του κόμματος», που «κάνουν χαρτοκολλητική και copy-paste δελτίων τύπου», που «αντιγράφουν, όπως είναι, τις ειδήσεις από άλλα μέσα και από το ΑΠΕ», που… που… που…
Τα λέγαμε αυτά ή δεν τα λέγαμε;
Τώρα που κι εμείς κι αυτοί είμαστε στο ίδιο καζάνι, τα λέμε;
Λέμε ότι κάποια ΜΜΕ είναι για τα σκουπίδια;
Λέμε ότι κάποιοι «δημοσιογράφοι» θα έπρεπε να έχουν πάει σπίτι τους εδώ και καιρό;
«Δεν φταίνε αυτοί», θα σου χαϊδέψει το αφτί, το αλληλέγγυο αγγελάκι. «Τα αφεντικά φταίνε! Οι άθλιοι εκδότες και ιδιοκτήτες!». Οι όποιοι; Τώρα έγιναν άθλιοι; Ή μήπως τώρα χειροτέρεψαν;
Από την πρώτη στιγμή που έπιασες δουλειά στα μαγαζιά τους δεν το ήξερες ΠΟΙΟΙ είναι;
Ελα τώρα!
Και η Δημοσιογραφία; Τι έγινε με τη Δημοσιογραφία;
Ολοι μιλάμε για τις θέσεις που χάνουμε, για τα δεδουλευμένα που μας χρωστούν, για τα «μαγαζιά» που θα κάνουν περικοπές ή θα βάλουν λουκέτο!
Κανείς δεν λέει κουβέντα για το ότι οι αναγνώστες μας έχουν γυρίσει την πλάτη διότι το «προϊόν» της δουλειάς μας είναι, πολλές φορές, για τα μπάζα. Ή γιατί είναι αναξιόπιστο. Ή ακόμη γιατί δεν έχει πλέον την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει μια εφημερίδα και να μας στηρίξει!
Λέξη δεν λέμε γι αυτά!
Και να πάμε κι ένα βηματάκι παραπέρα;
Δεν τολμάμε να παραδεχτούμε ότι ακόμη και μέσα στο ίδιο το «μαγαζί» μας δεν έχουμε όλοι ούτε τα ίδια συμφέροντα ούτε τις ίδιες θέσεις να υπερασπιστούμε:
– Αλλοι δεν θέλουν να χάσουν τη δουλειά τους ακόμη κι αν είναι να πάρουν λιγότερα. Αρκεί βεβαίως να τους καταβληθούν όσα τους χρωστάει ο ιδιοκτήτης και να υπάρχει ένα χρονοδιάγραμμα κανονικής μισθοδοσίας…
– Αλλοι δεν θέλουν να χάσουν τις αποζημιώσεις τους και θα προτιμούσαν να τις πάρουν και να φύγουν από το μαγαζί
-Αλλοι έχουν λίγα χρόνια να συμπληρώσουν μέχρι τη σύνταξη και θα δούλευαν και μόνο για τα ένσημα που τους απομένουν
-Αλλοι θα μπορούσαν ακόμη και να δουλεύουν τζάμπα αρκεί να παραμείνουν μέσα στο επάγγελμα του «δημοσιογράφου».
Αν δεις μία προς μία τις περιπτώσεις όλα τα παραπάνω και θεμιτά είναι και δίκαια και εύλογα τα υπερασπίζεται ο καθένας! Κι ας βιάζονται κάποιοι να χαρακτηρίσουν «ακραίους» τους μεν, «εργοδοτικούς» του δε και «ιδρυματοποιημένους» τους δείνα.
Σαχλαμάρες!
Ομως δεν μπορεί έτσι να προκύψει καμιά ενιαία στάση απέναντι στις απειλές αφού ακόμη κι αυτές τις βλέπουμε διαφορετικά!
Γι αυτό τα λέμε τα ξαναλέμε κι έπειτα ξανά τα λέμε και άκρη δεν βγάζουμε!
Ούτε και θα βγάλουμε!
Και τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα:
-Μπορεί μια εφημερίδα να τα βγάλει πέρα με 800 εργαζόμενους;
-Αν δεν μπορεί, τι θα γίνει;
-Καλύτερα να κλείσει παρά να μειωθούν οι θέσεις εργασίας;
-Καλύτερα να μείνουν 200 αρκεί να συνεχίσει να υπάρχει το «μαγαζί»;
Κάνοντας απεργία τι κερδίζουμε;
Δουλεύοντας απλήρωτοι, χωρίς να απεργούμε, έχει κάποιο νόημα;
– Μπορούμε σήμερα να μιλάμε για «μηδέν περικοπές και μηδέν απολύσεις»;
-Μήπως μπαίνουμε στη λογική της ανθρωποφαγίας;
-Μήπως ο ένας παρασέρνει στον πάτο τον άλλον;
-Εχει μέλλον η δουλειά μας;
-Μπορούμε να κάνουμε άλλα, καινούργια πράγματα ή απλώς θέλουμε να γυρίσουμε στην προ της κρίσης κατάσταση;
-Και η δουλειά μας; Πως θα γίνει καλύτερη; Πως θα μας εμπιστευτεί και πάλι η κοινωνία; Πως θα μας «αγοράσει» πάλι;

Δεν τις ξέρω ούτε κι εγώ τις απαντήσεις. Τις υποπτεύομαι! Πολλές δεν τολμώ να τις ομολογήσω ούτε στον εαυτό μου. Εκείνο που ξέρω είναι πως όσο δεν απαντάμε τόσο πιο κάτω θα βουλιάζουμε. Το μόνο που τολμώ να πω -κι ας κακιώσουν μαζί μου πολλοί- είναι:

Από αυτό το ναυάγιο θα ήθελα να επιζήσουμε ΟΛΟΙ!
Στο επόμενο ταξίδι όμως δεν νομίζω ότι χωράμε όλοι!

Σκληρό;
Πολύ! Σαν την πραγματικότητα!

Με τέτοιους Δικαστές ΥΠΑΡΧΕΙ ελπίδα!

ΑΝΑΦΟΡΑ
         
Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη
                     
Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου

                                                                               Αθήνα 24 Ιανουαρίου 2012

                                      Προς
    Τα Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος

Θα ήθελα να επαναλάβω αυτό που επανειλημμένα έχω πει : ν’ αφήσουν την δικαστική εξουσία να επιτελέσει το έργο της και να σταματήσει η όποια πολιτική ή επαγγελματική εκμετάλλευσή της. Τα Ραδιοτηλεοπτικά λαϊκά παραδικαστήρια δεν προάγουν τον νομικό πολιτισμό και το δίκαιο, όταν γίνεται υπέρβαση των ορίων της κριτικής, μάλιστα όταν επιδιώκεται πολιτικό όφελος ή το κέρδος της τηλεθέασης, παραπλανώντας την κοινή γνώμη και προσπαθώντας να ασκήσουν πίεση στην δικαιοσύνη.
Όσο για τις ατυχείς δηλώσεις του κ. Υπουργού Υγείας «περί μακελειού» που (υπό την κάλυψη της βουλευτικής ασυλίας) άπτεται της πρόκλησης σε τέλεση πλημμελήματος, θα ήθελα να του πω ας ασχοληθεί με το Νοσοκομείο της Ρόδου, που έμεινε χωρίς πετρέλαιο θέρμανσης και αναλώσιμα υλικά για να τα χορηγήσει τελικά η Μ.Κ.Ο., ας ασχοληθεί με το Νοσοκομείο Σύρου, όπου οι συγγενείς ασθενών μεταφέρουν ηλεκτρικές θερμάστρες για να τους ανακουφίζουν. Ακόμη ας ασχοληθεί με το μερίδιο από την συλλογική ευθύνη που αναλογεί για την «αποπροστασία» του πολίτη από την αύξηση της εγκληματικότητας (απότοκο πολιτικής τακτικής).
Όσοι διαχρονικά ασκώντας εξουσία, μας έφθασαν σ’ αυτή την κατάσταση, που οδήγησαν εκατοντάδες νέων στην ανεργία στερώντας τους το όνειρο και την ελπίδα στη ζωή, δεν πρέπει να προκαλούν και δεν έχουν καμία θέση ανάμεσά μας. Αποδόμησαν από την παιδεία τις ανθρώπινες αξίες*, το ήθος, την ειλικρίνεια, την καλοσύνη, την αγάπη, καλλιεργώντας τ’αντίθετα, προβάλλοντας και υπερασπίζοντας το εγώ τους αντί το εμείς (την ενότητα), αυξάνοντας την απληστία και όχι το μέτρο (κατά την Αριστότελεια διατύπωση).
Όσον αφορά δικαστές και εισαγγελείς καλό είναι όπου είναι απαιτητικοί με τους άλλους να είναι πρώτα απαιτητικότεροι και αυστηρότεροι με τους εαυτούς τους, το λάθος του άλλου να το συγχωρούν όχι όμως το δικό τους (ώστε να μην το επαναλάβουν), να κάνουν διαρκή αυτοκριτική γιατί όποιος την αφήνει, εγκαταλείπει μια από τις βασικές λειτουργίες της νόησης και στερεί από μια ιδιότυπη με τον εαυτό του διαλεκτική γόνιμη σύνθεσή της. Να γίνονται παρατηρητές αλλά και παρατηρούμενα αντικείμενα συγχρόνως, να εξορθολογίζουν την έρευνα, την ποινική δίωξη, την προσωρινή κράτηση αφού οι υπερβολές αναιρούν το δίκαιο.
Στο δίλημμα των πολιτών «τον νόμο να φοβούμαι ή τον δικαστή» να μην καταλήγουν στο δεύτερο, γιατί αυτό σημαίνει ότι αφήσαμε το δίκαιο να διολισθήσει σε μέσο εκδικήσεως ή αδράνειας και θα μεταβληθούμε έτσι σε Νέρωνες και Ηρόστρατους της δικαιοσύνης.
Τέλος, οι νομικοί (αλλά και οι συντεταγμένες εξουσίες) να βλέπουμε και να αντιμετωπίζουμε την δικαιοσύνη σαν ένα όνειρο που διαρκώς προσπαθούμε να πραγματώσουμε.

                              Το Μέλος του Δ.Σ.
                της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος

                  Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης
                    Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου

* Βλ. Χάρτα Πανεπιστημίου Αιγαίου προς μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με βάση τις    
  ανθρώπινες αξίες και πρακτικά επίσημης παρουσίασης στο πνευματικό Κέντρο Δήμου
  Λάρισας την 3-05-2011.

Με τέτοιους Δικαστές ΥΠΑΡΧΕΙ ελπίδα!

ΑΝΑΦΟΡΑ
         
Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη
                     
Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου

                                                                               Αθήνα 24 Ιανουαρίου 2012

                                      Προς
    Τα Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος

Θα ήθελα να επαναλάβω αυτό που επανειλημμένα έχω πει : ν’ αφήσουν την δικαστική εξουσία να επιτελέσει το έργο της και να σταματήσει η όποια πολιτική ή επαγγελματική εκμετάλλευσή της. Τα Ραδιοτηλεοπτικά λαϊκά παραδικαστήρια δεν προάγουν τον νομικό πολιτισμό και το δίκαιο, όταν γίνεται υπέρβαση των ορίων της κριτικής, μάλιστα όταν επιδιώκεται πολιτικό όφελος ή το κέρδος της τηλεθέασης, παραπλανώντας την κοινή γνώμη και προσπαθώντας να ασκήσουν πίεση στην δικαιοσύνη.
Όσο για τις ατυχείς δηλώσεις του κ. Υπουργού Υγείας «περί μακελειού» που (υπό την κάλυψη της βουλευτικής ασυλίας) άπτεται της πρόκλησης σε τέλεση πλημμελήματος, θα ήθελα να του πω ας ασχοληθεί με το Νοσοκομείο της Ρόδου, που έμεινε χωρίς πετρέλαιο θέρμανσης και αναλώσιμα υλικά για να τα χορηγήσει τελικά η Μ.Κ.Ο., ας ασχοληθεί με το Νοσοκομείο Σύρου, όπου οι συγγενείς ασθενών μεταφέρουν ηλεκτρικές θερμάστρες για να τους ανακουφίζουν. Ακόμη ας ασχοληθεί με το μερίδιο από την συλλογική ευθύνη που αναλογεί για την «αποπροστασία» του πολίτη από την αύξηση της εγκληματικότητας (απότοκο πολιτικής τακτικής).
Όσοι διαχρονικά ασκώντας εξουσία, μας έφθασαν σ’ αυτή την κατάσταση, που οδήγησαν εκατοντάδες νέων στην ανεργία στερώντας τους το όνειρο και την ελπίδα στη ζωή, δεν πρέπει να προκαλούν και δεν έχουν καμία θέση ανάμεσά μας. Αποδόμησαν από την παιδεία τις ανθρώπινες αξίες*, το ήθος, την ειλικρίνεια, την καλοσύνη, την αγάπη, καλλιεργώντας τ’αντίθετα, προβάλλοντας και υπερασπίζοντας το εγώ τους αντί το εμείς (την ενότητα), αυξάνοντας την απληστία και όχι το μέτρο (κατά την Αριστότελεια διατύπωση).
Όσον αφορά δικαστές και εισαγγελείς καλό είναι όπου είναι απαιτητικοί με τους άλλους να είναι πρώτα απαιτητικότεροι και αυστηρότεροι με τους εαυτούς τους, το λάθος του άλλου να το συγχωρούν όχι όμως το δικό τους (ώστε να μην το επαναλάβουν), να κάνουν διαρκή αυτοκριτική γιατί όποιος την αφήνει, εγκαταλείπει μια από τις βασικές λειτουργίες της νόησης και στερεί από μια ιδιότυπη με τον εαυτό του διαλεκτική γόνιμη σύνθεσή της. Να γίνονται παρατηρητές αλλά και παρατηρούμενα αντικείμενα συγχρόνως, να εξορθολογίζουν την έρευνα, την ποινική δίωξη, την προσωρινή κράτηση αφού οι υπερβολές αναιρούν το δίκαιο.
Στο δίλημμα των πολιτών «τον νόμο να φοβούμαι ή τον δικαστή» να μην καταλήγουν στο δεύτερο, γιατί αυτό σημαίνει ότι αφήσαμε το δίκαιο να διολισθήσει σε μέσο εκδικήσεως ή αδράνειας και θα μεταβληθούμε έτσι σε Νέρωνες και Ηρόστρατους της δικαιοσύνης.
Τέλος, οι νομικοί (αλλά και οι συντεταγμένες εξουσίες) να βλέπουμε και να αντιμετωπίζουμε την δικαιοσύνη σαν ένα όνειρο που διαρκώς προσπαθούμε να πραγματώσουμε.

                              Το Μέλος του Δ.Σ.
                της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος

                  Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης
                    Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου

* Βλ. Χάρτα Πανεπιστημίου Αιγαίου προς μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με βάση τις    
  ανθρώπινες αξίες και πρακτικά επίσημης παρουσίασης στο πνευματικό Κέντρο Δήμου
  Λάρισας την 3-05-2011.

Η πρόταση του προέδρου του Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ Δημήτρη Τρίμη στη σημερινή (Τρίτη, 24/1/2012) Γενική Συνέλευση της Ενωσης


  • Η κρίση που διέρχεται ο κλάδος εξελίσσεται σαν να μην έχει φραγμό, πάτο ή κορύφωση. Με φόντο τα καταστροφικά αποτελέσματα της μνημονιακής πολιτικής, που οδηγεί σε πρωτοφανή συρρίκνωση την οικονομία, σε εξάρθρωση την παραγωγική της βάση και σε έκρηξη της ανεργίας, εκτυλίσσεται μια άνευ προηγουμένου επίθεση στην εργασία στην οποία συνεργούν η τρόικα, η κυβέρνηση και οι εργοδότες, με κεντρικό στόχο την περίφημη «εσωτερική υποτίμηση», με κατάργηση του κατώτατου μισθού και κατάλυση των συλλογικών συμβάσεων.  
  • Η επίθεση αυτή στον κλάδο μας έχει πάρει διαστάσεις ανοικτού πολέμου της εργοδοτικής πλευράς εναντίον δημοσιογράφων, τεχνικών και διοικητικών. Ο πόλεμος αυτός έχει δυο βασικές όψεις: Από τη μια πλευρά έχουμε επιχειρήσεις ΜΜΕ σε κατάσταση πτώχευσης  (άρθρο 99) ή οιονεί πτώχευσης, με τους εργαζόμενους ομήρους, νεκροζώντανους μεταξύ απλήρωτης εργασίας και ανεργίας (ALTER, Ελευθεροτυπία, Κόσμος του Επενδυτή, Αυριανή, Φίλαθλος, παλαιότερα Απογευματινή κ.α.), κατάσταση στην οποία συνυπάρχουν η δολιότητα, η απληστία αλλά και η ανικανότητα της εργοδοτικής πλευράς. Από την άλλη πλευρά, έχουμε μια εκστρατεία εκβιασμού και εκφοβισμού από την εργοδοσία για την κατάργηση στην πράξη της συλλογικής σύμβασης, με την υπογραφή ατομικών συμβάσεων στις οποίες οι εργαζόμενοι καλούνται να συνυπογράψουν το κούρεμα των μισθών τους 20% και πλέον. Και, δυστυχώς, η ιδιοκτησία καταγράφει επιτυχίες στο πεδίο αυτό, αρνούμενη να αντιληφθεί ότι απ’ αυτό το μακελειό  χαμένη θα είναι και η ίδια, αλλά ακόμα μεγαλύτερο θύμα θα είναι η έντιμη, σοβαρή και αξιόπιστη Ενημέρωση των πολιτών –που αυτή την εποχή έχουν όσο ποτέ ανάγκη για αξιόπιστα ΜΜΕ.
  • Στην επίθεση αυτή η εργοδοτική πλευρά έχει, φυσικά, συμμάχους τους την κυβέρνηση, την τρόικα και τους πιστωτές, που στην παρούσα φάση «πολιορκούν» τον πυρήνα της κοινωνικής διαπραγμάτευσης, τον κατώτατο μισθό, τις συλλογικές συμβάσεις και τελικά τις ίδιες τις συλλογικές οργανώσεις των εργαζομένων, τα συνδικάτα. Δεν είναι ακόμη βέβαιο ότι η κυβέρνηση δεν θα υποκύψει στον πειρασμό ακόμη και να νομοθετήσει ή να επιβάλει με αυταρχικό τρόπο –πέρα ίσως και από τις συνταγματικές προβλέψεις- (με πράξη νομοθετικού περιεχομένου) την κατάργηση ή αναστολή των συλλογικών συμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, οι εβδομάδες και μήνες που ακολουθούν θα κρίνουν την τύχη τους. Αυτή η αντίστροφη μέτρηση λίγων μηνών ισχύει και για τον κλάδο μας, που πρέπει να χαράξει σ’ αυτό ακριβώς το πεδίο τη δική του γραμμή άμυνας: με κάθε τρόπο υπογραφή συλλογικής σύμβασης για μηδενικές μεν αυξήσεις, αλλά και μηδενικές απολύσεις. Είναι ο μέγιστος ανεκτός συμβιβασμός. Η ένωσή μας, όλα τα συνδικάτα του κλάδου, ουσιαστικά θα αυτοκαταργηθούν αν επιλέξουν να επικυρώσουν απλώς την εργοδοτική αυθαιρεσία των μονομερών μειώσεων στους μισθούς και των εκδικητικών απολύσεων όσων δεν υποκύπτουν στον εκβιασμό, την παρανομία της απλήρωτης για μήνες εργασίας εν ονόματι της «επιβίωσης των επιχειρήσεων».
  • Η απάντηση των εργαζομένων, της Ένωσής μας και όλων των σωματείων του κλάδου δεν μπορεί να είναι παρά μόνο μία: Διαρκής και πολύμορφος αγώνας για να υποχρεωθούν οι εργοδότες να προσέλθουν σε διαπραγμάτευση και να υπογράψουν σύμβαση. Στον αγώνα αυτό δεν χωρούν ταμπού στις μορφές, την ένταση και το εύρος των κινητοποιήσεων οι οποίες πρέπει να εξασφαλίζουν τη συγκέντρωση όλων των δυνάμεων του κλάδου και την ενοποίηση των επί μέρους κινητοποιήσεων που είναι ήδη σε εξέλιξη. Ταυτόχρονα, η διοίκηση της Ένωσης πρέπει να διαθέτει ισχυρή εξουσιοδότηση για ευέλικτη και ακαριαία αντίδραση σε όλα τα επί μέρους μέτωπα που ανοίγει με καταιγιστικούς ρυθμούς και σε καθημερινή πλέον βάση η εργοδοτική πλευρά. Η ισχυρή αυτή εξουσιοδότηση θα πρέπει να συνδυαστεί με τρία επί πλέον πράγματα: πρώτον, με την ενίσχυση της δημοκρατικής λειτουργίας της ένωσής μας, ιδιαίτερα με την πύκνωση των συνελεύσεων στους χώρους δουλειάς, αλλά και το άνοιγμα του σωματείου σε όλους τους συναδέλφους. Δεύτερον, με τη επιτελική, τακτική λειτουργία του μεικτού συμβουλίου. Τρίτον, με τη σταθερή συνεργασία στο πλαίσιο του συντονιστικού των ενώσεων όλου του κλάδου. Σε κάθε περίπτωση, ο διαρκής και πολύμορφος αγώνας που έχουμε ανάγκη πρέπει να εξελίσσεται με γνώμονα την ενότητα και τη συνοχή του κλάδου και να εξασφαλίζει ότι δεν θα εξελιχθεί σε «εμφύλιο» μεταξύ των εργαζομένων, όπως μεθοδεύει με ποικίλες μορφές η εργοδοτική πλευρά, αξιοποιώντας φοβίες ή μικροιδιοτέλειες του δικού μας στρατοπέδου.
  • Καθοριστικά μπορεί να βοηθήσει την κινητοποίηση του κλάδου η αξιοποίηση των όποιων νομικών και θεσμικών εργαλείων απομένουν στην όλο και πιο φιλοεργοδοτική εργατική νομοθεσία. Χωρίς αυταπάτες για τις δυνατότητες, αλλά και με επίγνωση των κινδύνων, θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα προσφυγής στη διαιτησία (ΟΜΕΔ), ώστε να εξαναγκαστεί η εργοδοτική πλευρά να προσέλθει σε διαπραγμάτευση. Η προσφυγή αυτή, που περιλαμβάνει και ρίσκα, έχει νόημα στο βαθμό που συνδυαστεί με μια μαχητική κινητοποίηση και καμπάνια υπέρ της υπογραφής σύμβασης. (Στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να αποκλειστούν οι δυνατότητες πρόκλησης «ρηγμάτων» στην εργοδοτική πλευρά. Αποκαλύπτοντας, για παράδειγμα, πως ο υστερικός δογματισμός κάποιων φανατικότερων μελών της υπέρ της ισοπέδωσης των εργασιακών δικαιωμάτων τελικά υποβαθμίζει τα προϊόντα τους, βαθαίνει την κρίση στον κλάδο και προετοιμάζει τις χρεοκοπίες της επόμενης μέρας. Με βάση αυτή την οπτική, άλλωστε, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο εξαίρεσης από τις κινητοποιήσεις επιχειρήσεων που σέβονται τις συμβάσεις και απέχουν από απολύσεις).
  • Γενικότερα, πρέπει να αποκαλυφθεί στον κλάδο αλλά και στην κοινή γνώμη η ανομία που αποτελεί κυρίαρχη συμπεριφορά της εργοδοσίας του κλάδου μας: δεν πληρώνουν τους εργαζόμενους, περικόπτουν αυθαίρετα μισθούς, δεν εφαρμόζουν τις συμβάσεις, απολύουν παράνομα, χρωστούν δεκάδες εκατομμύρια στα ασφαλιστικά ταμεία και στο δημόσιο, ζημιώνουν ή χρεοκοπούν τις επιχειρήσεις χωρίς λογοδοσία στις εποπτικές αρχές, ακόμη και στους μετόχους. Η διαρκής ανομία τους δεν πρέπει να γίνει η «νέα νομιμότητα». Στο πλαίσιο αυτό καθίσταται πιο ώριμο από ποτέ το αίτημα «να ανοίξουν τα λογιστήρια των επιχειρήσεων». Να επιβληθεί διαχειριστικός έλεγχος, με τη συνδρομή και των αρμόδιων κρατικών αρχών, στις επιχειρήσεις που με προκλητική αδιαφάνεια οδηγήθηκαν σε υπέρογκο δανεισμό, σε γκρίζες συναλλαγές με τράπεζες και συγγενείς επιχειρήσεις, να αποκαλυφθεί πώς τα κέρδη του χθες έγιναν ζημίες του σήμερα. Να ανοίξουν οι προσωπικοί λογαριασμοί των μεγαλομετόχων σε ελληνικές και ξένες τράπεζες, να ερευνηθεί που πήγαν τα λεφτά που σήμερα μας λένε ότι λείπουν από τα κεφάλαια των εταιρειών τους.  Η κοινωνική λογοδοσία είναι διπλά αναγκαία για επιχειρήσεις που για χρόνια εισέπρατταν, με διάφορες μορφές, και κρατικό χρήμα.
  •  Η εικόνα κατάρρευσης που καταγράφεται στις επιχειρήσεις των ΜΜΕ, υποσύνολο της καταστροφικής δίνης στην οποία έχουν φέρει η ύφεση και η μνημονιακή πολιτική σχεδόν όλους τους κλάδους της οικονομίας, αποτελεί πρόβλημα όλης της κοινωνίας. Είναι πρόβλημα δημοκρατίας η εξασφάλιση της πολυφωνίας, η αποτροπή της εγκαθίδρυσης ενός μονοπωλίου «τροϊκανής τρομοκρατίας» στο πλαίσιο του οποίου θα επιβιώσουν «λίγοι και καλοί», με ασφυκτικές εξαρτήσεις από παλαιά και νέα συστήματα διαπλοκής. Στο πλαίσιο αυτό η Ένωσή μας μπορεί και πρέπει να δώσει ένα υπόδειγμα ελεύθερης ενημέρωσης, την οποία εξ ορισμού υπερασπίζεται. Να δημιουργήσει σε πρώτη φάση ιστοσελίδα, πλαισιωμένη από άξιους ανέργους συναδέλφους, που θα αποτελέσει έναν εναλλακτικό πόλο ενημέρωσης για όλη την κοινωνία, προσφέροντας πλήρη, αποκαλυπτική ειδησεογραφία, αλλά και δίνοντας βήμα σε όλες τις ζωντανές δυνάμεις της εργασίας και της κοινωνίας, για να προβάλουν τις διαμαρτυρίες τους, τις διεκδικήσεις και τις αντιστάσεις τους. Η ΕΣΗΕΑ να πρωτοστατήσει σε συνεταιριστικά πειράματα των συναδέλφων που η κρίση οδηγεί στην ανεργία και τη ματαίωση.
  • Στη διάρκεια του διαρκούς και πολύμορφου αγώνα με επίκεντρο την υπογραφή σύμβασης, η Ένωσή μας μπορεί και πρέπει να οργανώσει την έμπρακτη αλληλεγγύη στους εκατοντάδες ανέργους συναδέλφους μας, αλλά και σ’ αυτούς που βρίσκονται σε κατάσταση οιονεί ανεργίας, όμηροι μπαταχτσήδων εργοδοτών. Για τον λόγο αυτό πρέπει η Ένωσή μας και όλα τα σωματεία του κλάδου να εξοπλιστούν με την εξουσιοδότηση ώστε να αξιοποιήσουν όλες τις δομές και πόρους τους, με διαφανείς όρους, για την ανακούφιση των ανέργων, την ενίσχυση απλήρωτων συναδέλφων, καθώς και όσων βρίσκονται σε μακρόχρονους αγώνες (απεργίες ή επισχέσεις). 
  • Ο αγώνας μας είναι αδιανόητο να μην περιλάβει την υπεράσπιση των συνταξιούχων μας και των ασφαλιστικών μας ταμείων από τη συστηματική εισφοροδιαφυγή δεκάδων εκατομμυρίων που τα εξασθενίζει σε μια περίοδο κατά την οποία αυξάνονται οι υποχρεώσεις τους λόγω κύματος συνταξιοδοτικής φυγής και ανεργίας. Στο πλαίσιο αυτό αρνούμαστε και την ένταξη των ασφαλιστικών μας αποθεματικών που είναι τοποθετημένα με τη μορφή κατάθεσης στην Τράπεζα της Ελλάδος, είτε σε ομόλογα, σε αναγκαστικό «κούρεμα». Ταυτόχρονα, διεκδικούμε τη διεύρυνση της ασφαλιστικής βάσης των Ταμείων μας, με την ένταξη στο ασφαλιστικό και εργασιακό μας καθεστώς και στο αγγελιόσημο των ενημερωτικών ιστοσελίδων με ελάχιστους όρους: το να έχουν έδρα τη χώρα, να έχουν ενημερωτικό περιεχόμενο, να απασχολούν έναν ελάχιστο αριθμό δημοσιογράφων. Στο ίδιο πλαίσιο διεύρυνσης της ασφαλιστικής βάσης των ταμείων εντάσσεται και αντίστασή μας στη «μαύρη| και επισφαλή εργασία, στην επέκταση των απασχολούμενων με μπλοκάκια, στις ποικίλες μορφές ελαστικοποίησης που υπονομεύουν τα εργασιακά και ασφαλιστικά μας δικαιώματα. 
  • Η ΕΣΗΕΑ πρέπει να πρωτοστατήσει ώστε να διατηρηθεί και να βαθύνει η συνεργασία με όλες τις ενώσεις του κλάδου. Τόσο ο συνολικός αγώνας διαρκείας με στόχο την υπογραφή συμβάσεων, όσο και οι επί μέρους είναι αδύνατο να οργανωθούν και να γίνουν αισθητοί στην κοινή γνώμη και τελικά οδυνηροί για τους εργοδότες χωρίς τη συμμετοχή όλων των σωματείων: από το ρεπορτάζ μέχρι τη διανομή των εντύπων, από τη σύνταξη μέχρι την εκπομπή του ραδιοφωνικού σήματος, από το στούντιο μέχρι την εικόνα της τηλεόρασης. Ο αγώνας μας πρέπει να καταστήσει ολοφάνερο ότι οι επιχειρήσεις των ΜΜΕ είναι οι εργαζόμενοί τους, δημοσιογράφοι, τεχνικοί, διοικητικοί. Είναι τα αξιόπιστο ή το χειραγωγημένο προϊόν τους. Χωρίς τους εργαζόμενους δεν πάει φύλλο στο περίπτερο, ήχος στο ραδιόφωνο, εικόνα στην οθόνη. Η ΕΣΗΕΑ και όλες οι ενώσεις του Τύπου πρέπει να συνδεθούν με όλα τα ζωντανά τμήματα της κοινωνίας-πανεπιστήμια, επιστημονικές οργανώσεις, συνδικάτα, κινήματα, συλλογικότητες- που αντιστέκονται στην πρωτοφανή επίθεση σε δικαιώματα και όρους επιβίωσης, που αντιλαμβάνονται ότι «κάτι μεγάλο παίζεται» σ’ αυτή τη χώρα, που επαγρυπνούν για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της κυριαρχίας της χώρας από την επέλαση των πιστωτών. 
  • Η πρόταση του προέδρου του Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ Δημήτρη Τρίμη στη σημερινή (Τρίτη, 24/1/2012) Γενική Συνέλευση της Ενωσης


  • Η κρίση που διέρχεται ο κλάδος εξελίσσεται σαν να μην έχει φραγμό, πάτο ή κορύφωση. Με φόντο τα καταστροφικά αποτελέσματα της μνημονιακής πολιτικής, που οδηγεί σε πρωτοφανή συρρίκνωση την οικονομία, σε εξάρθρωση την παραγωγική της βάση και σε έκρηξη της ανεργίας, εκτυλίσσεται μια άνευ προηγουμένου επίθεση στην εργασία στην οποία συνεργούν η τρόικα, η κυβέρνηση και οι εργοδότες, με κεντρικό στόχο την περίφημη «εσωτερική υποτίμηση», με κατάργηση του κατώτατου μισθού και κατάλυση των συλλογικών συμβάσεων.  
  • Η επίθεση αυτή στον κλάδο μας έχει πάρει διαστάσεις ανοικτού πολέμου της εργοδοτικής πλευράς εναντίον δημοσιογράφων, τεχνικών και διοικητικών. Ο πόλεμος αυτός έχει δυο βασικές όψεις: Από τη μια πλευρά έχουμε επιχειρήσεις ΜΜΕ σε κατάσταση πτώχευσης  (άρθρο 99) ή οιονεί πτώχευσης, με τους εργαζόμενους ομήρους, νεκροζώντανους μεταξύ απλήρωτης εργασίας και ανεργίας (ALTER, Ελευθεροτυπία, Κόσμος του Επενδυτή, Αυριανή, Φίλαθλος, παλαιότερα Απογευματινή κ.α.), κατάσταση στην οποία συνυπάρχουν η δολιότητα, η απληστία αλλά και η ανικανότητα της εργοδοτικής πλευράς. Από την άλλη πλευρά, έχουμε μια εκστρατεία εκβιασμού και εκφοβισμού από την εργοδοσία για την κατάργηση στην πράξη της συλλογικής σύμβασης, με την υπογραφή ατομικών συμβάσεων στις οποίες οι εργαζόμενοι καλούνται να συνυπογράψουν το κούρεμα των μισθών τους 20% και πλέον. Και, δυστυχώς, η ιδιοκτησία καταγράφει επιτυχίες στο πεδίο αυτό, αρνούμενη να αντιληφθεί ότι απ’ αυτό το μακελειό  χαμένη θα είναι και η ίδια, αλλά ακόμα μεγαλύτερο θύμα θα είναι η έντιμη, σοβαρή και αξιόπιστη Ενημέρωση των πολιτών –που αυτή την εποχή έχουν όσο ποτέ ανάγκη για αξιόπιστα ΜΜΕ.
  • Στην επίθεση αυτή η εργοδοτική πλευρά έχει, φυσικά, συμμάχους τους την κυβέρνηση, την τρόικα και τους πιστωτές, που στην παρούσα φάση «πολιορκούν» τον πυρήνα της κοινωνικής διαπραγμάτευσης, τον κατώτατο μισθό, τις συλλογικές συμβάσεις και τελικά τις ίδιες τις συλλογικές οργανώσεις των εργαζομένων, τα συνδικάτα. Δεν είναι ακόμη βέβαιο ότι η κυβέρνηση δεν θα υποκύψει στον πειρασμό ακόμη και να νομοθετήσει ή να επιβάλει με αυταρχικό τρόπο –πέρα ίσως και από τις συνταγματικές προβλέψεις- (με πράξη νομοθετικού περιεχομένου) την κατάργηση ή αναστολή των συλλογικών συμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, οι εβδομάδες και μήνες που ακολουθούν θα κρίνουν την τύχη τους. Αυτή η αντίστροφη μέτρηση λίγων μηνών ισχύει και για τον κλάδο μας, που πρέπει να χαράξει σ’ αυτό ακριβώς το πεδίο τη δική του γραμμή άμυνας: με κάθε τρόπο υπογραφή συλλογικής σύμβασης για μηδενικές μεν αυξήσεις, αλλά και μηδενικές απολύσεις. Είναι ο μέγιστος ανεκτός συμβιβασμός. Η ένωσή μας, όλα τα συνδικάτα του κλάδου, ουσιαστικά θα αυτοκαταργηθούν αν επιλέξουν να επικυρώσουν απλώς την εργοδοτική αυθαιρεσία των μονομερών μειώσεων στους μισθούς και των εκδικητικών απολύσεων όσων δεν υποκύπτουν στον εκβιασμό, την παρανομία της απλήρωτης για μήνες εργασίας εν ονόματι της «επιβίωσης των επιχειρήσεων».
  • Η απάντηση των εργαζομένων, της Ένωσής μας και όλων των σωματείων του κλάδου δεν μπορεί να είναι παρά μόνο μία: Διαρκής και πολύμορφος αγώνας για να υποχρεωθούν οι εργοδότες να προσέλθουν σε διαπραγμάτευση και να υπογράψουν σύμβαση. Στον αγώνα αυτό δεν χωρούν ταμπού στις μορφές, την ένταση και το εύρος των κινητοποιήσεων οι οποίες πρέπει να εξασφαλίζουν τη συγκέντρωση όλων των δυνάμεων του κλάδου και την ενοποίηση των επί μέρους κινητοποιήσεων που είναι ήδη σε εξέλιξη. Ταυτόχρονα, η διοίκηση της Ένωσης πρέπει να διαθέτει ισχυρή εξουσιοδότηση για ευέλικτη και ακαριαία αντίδραση σε όλα τα επί μέρους μέτωπα που ανοίγει με καταιγιστικούς ρυθμούς και σε καθημερινή πλέον βάση η εργοδοτική πλευρά. Η ισχυρή αυτή εξουσιοδότηση θα πρέπει να συνδυαστεί με τρία επί πλέον πράγματα: πρώτον, με την ενίσχυση της δημοκρατικής λειτουργίας της ένωσής μας, ιδιαίτερα με την πύκνωση των συνελεύσεων στους χώρους δουλειάς, αλλά και το άνοιγμα του σωματείου σε όλους τους συναδέλφους. Δεύτερον, με τη επιτελική, τακτική λειτουργία του μεικτού συμβουλίου. Τρίτον, με τη σταθερή συνεργασία στο πλαίσιο του συντονιστικού των ενώσεων όλου του κλάδου. Σε κάθε περίπτωση, ο διαρκής και πολύμορφος αγώνας που έχουμε ανάγκη πρέπει να εξελίσσεται με γνώμονα την ενότητα και τη συνοχή του κλάδου και να εξασφαλίζει ότι δεν θα εξελιχθεί σε «εμφύλιο» μεταξύ των εργαζομένων, όπως μεθοδεύει με ποικίλες μορφές η εργοδοτική πλευρά, αξιοποιώντας φοβίες ή μικροιδιοτέλειες του δικού μας στρατοπέδου.
  • Καθοριστικά μπορεί να βοηθήσει την κινητοποίηση του κλάδου η αξιοποίηση των όποιων νομικών και θεσμικών εργαλείων απομένουν στην όλο και πιο φιλοεργοδοτική εργατική νομοθεσία. Χωρίς αυταπάτες για τις δυνατότητες, αλλά και με επίγνωση των κινδύνων, θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα προσφυγής στη διαιτησία (ΟΜΕΔ), ώστε να εξαναγκαστεί η εργοδοτική πλευρά να προσέλθει σε διαπραγμάτευση. Η προσφυγή αυτή, που περιλαμβάνει και ρίσκα, έχει νόημα στο βαθμό που συνδυαστεί με μια μαχητική κινητοποίηση και καμπάνια υπέρ της υπογραφής σύμβασης. (Στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να αποκλειστούν οι δυνατότητες πρόκλησης «ρηγμάτων» στην εργοδοτική πλευρά. Αποκαλύπτοντας, για παράδειγμα, πως ο υστερικός δογματισμός κάποιων φανατικότερων μελών της υπέρ της ισοπέδωσης των εργασιακών δικαιωμάτων τελικά υποβαθμίζει τα προϊόντα τους, βαθαίνει την κρίση στον κλάδο και προετοιμάζει τις χρεοκοπίες της επόμενης μέρας. Με βάση αυτή την οπτική, άλλωστε, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο εξαίρεσης από τις κινητοποιήσεις επιχειρήσεων που σέβονται τις συμβάσεις και απέχουν από απολύσεις).
  • Γενικότερα, πρέπει να αποκαλυφθεί στον κλάδο αλλά και στην κοινή γνώμη η ανομία που αποτελεί κυρίαρχη συμπεριφορά της εργοδοσίας του κλάδου μας: δεν πληρώνουν τους εργαζόμενους, περικόπτουν αυθαίρετα μισθούς, δεν εφαρμόζουν τις συμβάσεις, απολύουν παράνομα, χρωστούν δεκάδες εκατομμύρια στα ασφαλιστικά ταμεία και στο δημόσιο, ζημιώνουν ή χρεοκοπούν τις επιχειρήσεις χωρίς λογοδοσία στις εποπτικές αρχές, ακόμη και στους μετόχους. Η διαρκής ανομία τους δεν πρέπει να γίνει η «νέα νομιμότητα». Στο πλαίσιο αυτό καθίσταται πιο ώριμο από ποτέ το αίτημα «να ανοίξουν τα λογιστήρια των επιχειρήσεων». Να επιβληθεί διαχειριστικός έλεγχος, με τη συνδρομή και των αρμόδιων κρατικών αρχών, στις επιχειρήσεις που με προκλητική αδιαφάνεια οδηγήθηκαν σε υπέρογκο δανεισμό, σε γκρίζες συναλλαγές με τράπεζες και συγγενείς επιχειρήσεις, να αποκαλυφθεί πώς τα κέρδη του χθες έγιναν ζημίες του σήμερα. Να ανοίξουν οι προσωπικοί λογαριασμοί των μεγαλομετόχων σε ελληνικές και ξένες τράπεζες, να ερευνηθεί που πήγαν τα λεφτά που σήμερα μας λένε ότι λείπουν από τα κεφάλαια των εταιρειών τους.  Η κοινωνική λογοδοσία είναι διπλά αναγκαία για επιχειρήσεις που για χρόνια εισέπρατταν, με διάφορες μορφές, και κρατικό χρήμα.
  •  Η εικόνα κατάρρευσης που καταγράφεται στις επιχειρήσεις των ΜΜΕ, υποσύνολο της καταστροφικής δίνης στην οποία έχουν φέρει η ύφεση και η μνημονιακή πολιτική σχεδόν όλους τους κλάδους της οικονομίας, αποτελεί πρόβλημα όλης της κοινωνίας. Είναι πρόβλημα δημοκρατίας η εξασφάλιση της πολυφωνίας, η αποτροπή της εγκαθίδρυσης ενός μονοπωλίου «τροϊκανής τρομοκρατίας» στο πλαίσιο του οποίου θα επιβιώσουν «λίγοι και καλοί», με ασφυκτικές εξαρτήσεις από παλαιά και νέα συστήματα διαπλοκής. Στο πλαίσιο αυτό η Ένωσή μας μπορεί και πρέπει να δώσει ένα υπόδειγμα ελεύθερης ενημέρωσης, την οποία εξ ορισμού υπερασπίζεται. Να δημιουργήσει σε πρώτη φάση ιστοσελίδα, πλαισιωμένη από άξιους ανέργους συναδέλφους, που θα αποτελέσει έναν εναλλακτικό πόλο ενημέρωσης για όλη την κοινωνία, προσφέροντας πλήρη, αποκαλυπτική ειδησεογραφία, αλλά και δίνοντας βήμα σε όλες τις ζωντανές δυνάμεις της εργασίας και της κοινωνίας, για να προβάλουν τις διαμαρτυρίες τους, τις διεκδικήσεις και τις αντιστάσεις τους. Η ΕΣΗΕΑ να πρωτοστατήσει σε συνεταιριστικά πειράματα των συναδέλφων που η κρίση οδηγεί στην ανεργία και τη ματαίωση.
  • Στη διάρκεια του διαρκούς και πολύμορφου αγώνα με επίκεντρο την υπογραφή σύμβασης, η Ένωσή μας μπορεί και πρέπει να οργανώσει την έμπρακτη αλληλεγγύη στους εκατοντάδες ανέργους συναδέλφους μας, αλλά και σ’ αυτούς που βρίσκονται σε κατάσταση οιονεί ανεργίας, όμηροι μπαταχτσήδων εργοδοτών. Για τον λόγο αυτό πρέπει η Ένωσή μας και όλα τα σωματεία του κλάδου να εξοπλιστούν με την εξουσιοδότηση ώστε να αξιοποιήσουν όλες τις δομές και πόρους τους, με διαφανείς όρους, για την ανακούφιση των ανέργων, την ενίσχυση απλήρωτων συναδέλφων, καθώς και όσων βρίσκονται σε μακρόχρονους αγώνες (απεργίες ή επισχέσεις). 
  • Ο αγώνας μας είναι αδιανόητο να μην περιλάβει την υπεράσπιση των συνταξιούχων μας και των ασφαλιστικών μας ταμείων από τη συστηματική εισφοροδιαφυγή δεκάδων εκατομμυρίων που τα εξασθενίζει σε μια περίοδο κατά την οποία αυξάνονται οι υποχρεώσεις τους λόγω κύματος συνταξιοδοτικής φυγής και ανεργίας. Στο πλαίσιο αυτό αρνούμαστε και την ένταξη των ασφαλιστικών μας αποθεματικών που είναι τοποθετημένα με τη μορφή κατάθεσης στην Τράπεζα της Ελλάδος, είτε σε ομόλογα, σε αναγκαστικό «κούρεμα». Ταυτόχρονα, διεκδικούμε τη διεύρυνση της ασφαλιστικής βάσης των Ταμείων μας, με την ένταξη στο ασφαλιστικό και εργασιακό μας καθεστώς και στο αγγελιόσημο των ενημερωτικών ιστοσελίδων με ελάχιστους όρους: το να έχουν έδρα τη χώρα, να έχουν ενημερωτικό περιεχόμενο, να απασχολούν έναν ελάχιστο αριθμό δημοσιογράφων. Στο ίδιο πλαίσιο διεύρυνσης της ασφαλιστικής βάσης των ταμείων εντάσσεται και αντίστασή μας στη «μαύρη| και επισφαλή εργασία, στην επέκταση των απασχολούμενων με μπλοκάκια, στις ποικίλες μορφές ελαστικοποίησης που υπονομεύουν τα εργασιακά και ασφαλιστικά μας δικαιώματα. 
  • Η ΕΣΗΕΑ πρέπει να πρωτοστατήσει ώστε να διατηρηθεί και να βαθύνει η συνεργασία με όλες τις ενώσεις του κλάδου. Τόσο ο συνολικός αγώνας διαρκείας με στόχο την υπογραφή συμβάσεων, όσο και οι επί μέρους είναι αδύνατο να οργανωθούν και να γίνουν αισθητοί στην κοινή γνώμη και τελικά οδυνηροί για τους εργοδότες χωρίς τη συμμετοχή όλων των σωματείων: από το ρεπορτάζ μέχρι τη διανομή των εντύπων, από τη σύνταξη μέχρι την εκπομπή του ραδιοφωνικού σήματος, από το στούντιο μέχρι την εικόνα της τηλεόρασης. Ο αγώνας μας πρέπει να καταστήσει ολοφάνερο ότι οι επιχειρήσεις των ΜΜΕ είναι οι εργαζόμενοί τους, δημοσιογράφοι, τεχνικοί, διοικητικοί. Είναι τα αξιόπιστο ή το χειραγωγημένο προϊόν τους. Χωρίς τους εργαζόμενους δεν πάει φύλλο στο περίπτερο, ήχος στο ραδιόφωνο, εικόνα στην οθόνη. Η ΕΣΗΕΑ και όλες οι ενώσεις του Τύπου πρέπει να συνδεθούν με όλα τα ζωντανά τμήματα της κοινωνίας-πανεπιστήμια, επιστημονικές οργανώσεις, συνδικάτα, κινήματα, συλλογικότητες- που αντιστέκονται στην πρωτοφανή επίθεση σε δικαιώματα και όρους επιβίωσης, που αντιλαμβάνονται ότι «κάτι μεγάλο παίζεται» σ’ αυτή τη χώρα, που επαγρυπνούν για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της κυριαρχίας της χώρας από την επέλαση των πιστωτών. 
  • Ο χειρότερος σκλάβος

    «Μεγαλύτερος σκλάβος δεν είναι αυτός που υπηρετεί κάποιον τύραννο, όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό το κακό, αλλά αυτός που είναι δούλος της δικής του ηθικής άγνοιας, του ατομισμού και της αχρειότητας»
    Samuel Smiles

    Υπαρξιακή κρίση και τούρκικα…

    Σε πείσμα των λογιστών της εξουσίας αυτή η κρίση είναι πρώτα από όλα κρίση πολιτισμικού μοντέλου. Δηλαδή είναι υπαρξιακή κρίση.
    Δεν πα να λένε για χρέη και για ελλείμματα και κουρέματα και PSI;
    Εδώ συμβαίνει κάτι που σε κανένα λογιστικό φύλλο δεν μπορεί να περιγραφεί. Γιατί τα λογιστικά φύλλα δεν αντέχουν στις αντιφάσεις. Πολύ δε περισσότερο δεν απαντούν σε υπαρξιακά ερωτήματα.
    Αυτές οι αντιφάσεις εντοπίζονται στη λεπτομέρεια και όχι στη «μεγάλη εικόνα», αυτή που προβάλλουν καθημερινά τα ΜΜΕ και που κυριαρχεί στην πολιτική μας σκηνή.
    Αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα δεν είναι παρά οι κρυμμένες ρωγμές που τώρα γίνονται χαράδρες.
    Μια τέτοια λεπτομέρεια εντοπίζει και ερμηνεύει ο Νίκος Ξυδάκης στο χθεσινό φύλλο της Καθημερινής. Αφορά την αγάπη του τηλεοπτικού κοινού στα τουρκικά σίριαλ. Και αναδεικνύει τις ρωγμές των ατομικών και συλλογικών μας βεβαιοτήτων: «τα λαϊκά στρώματα, αυτά που τρέφονται ψυχαγωγικά με τηλεόραση, αναγνωρίζουν στις χονδροειδείς τυπολογίες των τουρκικών σίριαλ κάτι από τον χαμένο κοινωνικό εαυτό και τις παλαιές βεβαιότητες«.
    Και συνεχίζει ο Ν.Ξ.:  «Τα τουρκικά σίριαλ εικονίζουν σχηματικά, με τη φόρμα του λαϊκού ρομάντσου και της σαπουνόπερας, έναν κόσμο ταυτοχρόνως ιδεατό και πραγματικό, μακρινό και κοντινό, ανατολικό-ασιατικό και δυτικό-ευρωπαϊκό, έναν κόσμο μεταιχμιακό. Το ελληνικό κοινό αντικρίζει τον εαυτό του ακριβώς σε αυτό το μεταίχμιο, στο πέρασμα. Οπισθοδρόμηση; Αν το δούμε τυπικά, γραμμικά, ναι, το ελληνικό κοινό «οπισθοδρομεί», ταυτιζόμενο ενδοψυχικά με την τουρκική κοινωνία των σίριαλ, την τόσο ανδροκρατική και αυταρχική, όπου κυριαρχούν η ενδοοικογενειακή τιμή και αντιπαλεύουν η ωμή δύναμη και τα σφοδρά συναισθήματα. Μπορούμε να πούμε ότι το προχωρημένο ελληνικό κοινό, ευρισκόμενο κοινωνικά-πολιτισμικά-ιστορικά σε ανώτερο στάδιο, σαγηνεύεται από τους καθυστερημένους ιδεότυπους και την προνεωτερική ηθογραφία των Τούρκων«.

    «Λούνα-Παρκ» Μίνως Αργυράκης

    Καθώς διαβάζω το κομμάτι με πιάνω να αναρωτιέμαι αν ζούσε σήμερα η προγιαγιά μου, η κυρά-Λέκτρα, η Σμυρνιά, θα παρακολουθούσε αυτές τις σειρές. Η κυρά-Λέκτρα (Ηλέκτρα) που ήλθε από το Σμύρνη, 19 χρονώ, το ’22 ήταν η πρώτη και η τελευταία ζώσα μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής. Και ως τέτοια, πολύ αμφιβάλλω αν θα βίωνε με την ίδια ένταση, πάθος και φόβο τη σημερινή «οικονομική» κρίση. Τι να της πει εκείνης αυτό το πράγμα; Αντε να παραπονιόταν λίγο περισσότερο για τη σύνταξή της. Αντε να έβριζε λίγο περισσότερο τους κυβερνώντες. Ομως αυτά τα έκανε σε όλη της τη ζωή μπλέκοντας κινήματα και βασιλιάδες, μπολσεβίκους και τουρκαλάδες σε έναν επιφανειακό αχταρμά που πίσω του όμως έκρυβε και γνώση και συνείδηση.
    Η κυρά-Λέκτρα μπορεί να απολάμβανε χολιγουντιανές ταινίες, να τις άρεσαν τα μουσικοχορευτικά σόου τύπου «Καντσονίσιμα», να ήταν φανατική τηλεθεάτρια των σειρών που στηρίζονταν στα μυθιστορήματα του Καραγάτσι, να λάτρευε το «Λούνα Παρκ» με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, όμως, σίγουρα δεν είχε ανάγκη από ηθογραφίες. Πόσο μάλλον των «τουρκαλάδων». Κλασσικές ηθογραφίες, όπως αυτή της «Λωξάντρας», δεν τις εκλάμβανε ως τέτοιες. Οντας και η ίδια «Λωξάντρα» η ματιά της ήταν μάλλον κριτική τόσο ως προς την ερμηνεία και την εκφορά της «πολίτικης» γλώσσας όσο, ιδιαίτερως, ως προς τις συνταγές που περιγράφονται εκεί μέσα.
    Εχοντας απείρως σημαντικότερα πράγματα να κάνει και προβλήματα να επιλύσει από το 1922 μέχρι και το 1993 που πέθανε, η κυρά-Λέκτρα αμφιβάλλω ότι θα σαγηνευόταν από τους «καθυστερημένους ιδεότυπους και την προνεωτερική ηθογραφία των Τούρκων» ου μην αλλά και των Ελλήνων. Λες και δεν τους έζησε και τους μεν και τους δε στα καλά τους και στα στραβά τους. Περνώντας από τα μικρασιατικά παράλια, με ένα παιδί στην αγκαλιά κι άλλο ένα στην κοιλιά, απέναντι, στην Χίο πρώτα και μετά στην Αθήνα, διέβη από την προνεωτερικότητα της Ανατολής στην κουτσή νεωτερικότητα του σύγχρονου ελληνικού κράτους για να πεθάνει, 70 χρόνια μετά με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Στο ενδιάμεσο κατάφερε να επιλύσει μια σειρά ζητημάτων με πρώτο και κύριο εκείνο της επιβίωσης της ίδιας και του παιδιού της -το μικρό πέθανε πριν καλά-καλά γεννηθεί-, της προσαρμογής της στον παλιοελλαδίτικο χώρο -στο Πολύγωνο-, να χειραφετηθεί ως γυναίκα και ως επαγγελματίας -μοδίστρα-, να μεγαλώσει και να σπουδάσει τον γιο, να αναστήσει την εγγόνα φέρνοντάς της γάλα μέσα στον άγριο Δεκέμβρη του ’44, να… να… να…
    Μέσα από την επίλυση -όχι χωρίς κόστος- αυτών των προβλημάτων, η κυρά-Λέκτρα από το μόνο που δεν έπασχε ήταν από υπαρξιακές κρίσεις. Κι αυτό γιατί η μόνη της στρατηγική ήταν αυτή της επιβίωσης και της διεκδίκησης. Οι εμμονές, οι ιδεοληψίες, οι φανατισμοί, οι ρομαντισμοί ακόμη κι αυτές οι ίδιες οι μνήμες από τις «χαμένες πατρίδες» και τα εθνικά παραμύθια «ήταν κολοκύθια τούμπανα!» καθώς έλεγε. Ναι μεν «σαν στη Σμύρνη πουθενά» αλλά η ζωή μετριόταν στο Πολύγωνο και στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Ναι μεν «άγγλοι, γάλλοι, γερμανοί, ρώσοι και πορτογάλοι» μας κάνανε «γης μαδιάμ, πανάθεμά τους ούλοι» αλλά τη δική της τη ζωή την όριζε η ίδια η κυρά-Λέκτρα. Και μαζί της όλη η γενιά των προσφύγων του ’22.
    Η εμπειρία της προσφυγιάς, πέρα από τον αρχικό τρόμο, τον πόνο του ξεριζωμού και την απόγνωση της οικονομικής εξαθλίωσης, λειτούργησε ομογενοποιητικά και εκφράστηκε δημιουργικά με πρώτο δημιούργημα μια νέα, κοινή ταυτότητα που εμπεριείχε και την Ανατολή και τη Δύση. Οχι ως εμμονή στους ιδεότυπους της πρώτης και ως ανευ όρων παράδοση στις εκσυγχρονιστικές δυνάμεις και δυνατότητες της δεύτερης. Οπως γράφει ο Μενέλαος ΧαραλαμπίδηςΠρόσφυγες και γηγενείς στη μεσοπολεμική Αθήνα. Πτυχές μίας δύσκολης συνύπαρξης«): «Από τη στιγμή που έφεραν την εμπειρία μιας διαφορετικά οργανωμένης κοινωνίας -οι ελληνικές κοινότητες στις οποίες ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια δεν ήταν οργανωμένες με βάση τις ταξικές αλλά τις πολιτισμικές διαφορές- όσα τους διέκριναν από τους γηγενείς απέκτησαν μεγάλη βαρύτητα για την εσωτερική τους συνοχή«. Αυτά, μαζί με τη στρατηγική της επιβίωσης και της διεκδίκησης, ήταν η λύση σε κάθε δύσκολη εποχή, σε κάθε κρίση, σε κάθε κίνημα, κρίση, εισβολή, κραχ, θάνατο, ομαδικό και ατομικό… Οι πρόσφυγες ανανέωσαν τον νεοελληνικό πολιτισμό με το ίδιο τους αίμα αλλά και με μία σοφή ανάμειξη των καλύτερων υλικών της Ανατολής και της Δύσης που ήταν: ο κοσμοπολιτισμός αλλά και η δημιουργική επαφή με τους ήχους, τα χρώματα, τις γεύσεις και τις λέξεις της παράδοσης, η επικούρεια σχέση με τη τη ζωή αλλά και το μεράκι του παραγωγού, του χτίστη, του εμπόρου, του επιχειρηματία, η συντήρηση των δεσμών αλληλεγγύης με την ομάδα, την οικογένεια, την παρέα, το σινάφι αλλά και η ατομική χειραφέτηση, αυτό το βαθύ αίσθημα αυτονομίας απέναντι στο θεό ή το κράτος, η αποδοχή των κανόνων του ιδιαίτερου πολιτισμού αλλά και η διαρκής αμφισβήτηση κάθε αρχής που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην προσωπική πραγμάτωση, εν τέλει της ίδιας της ελευθερίας. Κι αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι εμφύλιοι, οι διχασμοί, οι χούντες, με όλες τους τις στρεβλώσεις και τα πισωγυρίσματα, αυτός ο πολιτισμός θα είχε θριαμβεύσει. Και δεν θα είχαμε βρεθεί ποτέ εδώ που βρεθήκαμε!
    Πεθαίνοντας στα 92 της η κυρά-Λέκτρα δεν πρόλαβε να δει την πλήρη αντιστροφή, την πλήρη καταδολίευση αυτής της συνταγής με εκείνη του life-style που βρήκε την πλήρη έκφρασή της στην ελληνική τηλεοπτική παραγωγή η οποία «κατακλύστηκε από καλιαρντές καρικατούρες, στις οποίες οι άντρες εικονίζονται ως ευνούχοι ηλίθιοι, οι γυναίκες ως τραβεστί ντόμινες, και όλοι μαζί διαλέγονται ουρλιάζοντας και αλληλοκραζόμενοι«. Αλλά και να την προλάβαινε δεν θα της φεινόντουσαν διόλου «πιο πειστικοί, πιο αληθοφανείς ή πιο ελκυστικοί για ταυτίσεις» οι «αδροί, συχνά χονδροειδέστατοι«, χαρακτήρες των τουρκικών σειρών. Ισως να γελούσε με αυτούς, ίσως να εκνευριζόταν, μπορεί να θυμόταν και λίγο τα τουρκικά της, αλλά με τίποτα δεν θα «έπεφτε» στα τούρκικα σίριαλ. Κι αν ζούσε τα σημερινά σίγουρα θα είχε να προτείνει λύσεις. Γιατί είχε δει, τουλάχιστον μία φορά πως είναι να καίγεται ο παλιός κόσμος και να να γεννιέται ένας καινούργιος μέσα από τις στάχτες χωρίς να φέρει έναν προτεσταντικό εκσυγχρονισμό γεμάτο «διαψεύσεις, ματαιώσεις και υπερτροφικές προσδοκίες».
    Και τότε, οι ρωγμές της κρίσης θα γέμιζαν με καινούργια λουλούδια σαν κι εκείνα στους μπαξέδες και στα ρέματα της Κοκκινιάς, της Καισαριανής, της Νίκαιας και της Δραπετσώνας…

    Δεν το υπονοώ. Το λέω ευθέως: εκείνο που έχουμε ανάγκη είναι να μια νέα προσφυγιά. Να αισθανθούμε ξεριζωμένοι όχι από έναν γεωγραφικό χώρο αλλά από μια εποχή που πεθαίνει. Να σώσουμε τα ελάχιστα -τα ελαχιστότατα- που αξίζει να σωθούν και να πιάσουμε να παράγουμε τα καινούργια με την ίδια, παλιά στρατηγική της επιβίωσης και των διεκδικήσεων! Είτε με ευρώ είτε με δραχμή. (Τι σημασία έχει άλλωστε; «Πέντε κρίκοι ένα τάλιρο!» θα κοστίζουν πάντα, όπως έλεγε και ο κυρ-Γιώργης στο «Λούνα Πάρκ» πολλά χρόνια πριν «πέσουμε στα τούρκικα»!)