Το παράδειγμα της διαχείρισης της οικονομικής κρίσης σχετικά τις τράπεζες αναδεικνύει ξεκάθαρα την σύγκρουση που υπάρχει σήμερα και τους δύο δρόμους εξόδου από την κρίση. Η μία επιλογή είναι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας, η άλλη επιλογή είναι η υπεράσπιση της κερδοφορίας και των προνομίων του κεφαλαίου (δηλαδή μεταξύ άλλων και των τραπεζιτών).
Οι τραπεζίτες αποτελούν έναν από του βασικούς κερδισμένους όλης της προηγούμενης περιόδου της τεράστιας οικονομικής ανάπτυξης. Ακόμα και το δημόσιο χρέος αποτελούσε για αυτούς πηγή πλουτισμού αφού δανείζονταν από την ΕΚΤ με 1% και στην συνέχεια δάνειζαν στο δημόσιο με πολλαπλάσια επιτόκια της τάξης του 4% και 5%.
Από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα οι τράπεζες έχουν επιχορηγηθεί –είτε με μετρητά είτε με εγγυήσεις- με 155 δις. Η συγκεκριμένη επιλογή αναδεικνύει τις προτεραιότητες της σημερινής πολιτικής ηγεσίας τόσο σε Ελλάδα όσο και στην ΕΕ για την άνευ όρων στήριξη της κερδοφορίας των τραπεζιτών. Το γεγονός ότι η χρηματιστηριακή τους αξία δεν ξεπερνάει τα 3 δις δείχνει ποιος είναι αυτός που “ζει πάνω από τις δυνατότητες του” σε αυτή τη χώρα.
Αυτές τις μέρες συντελείται ένα πρώτης τάξεως σκάνδαλο με τις τράπεζες: η λεγόμενη ανακεφαλαιοποίησή τους με χρήματα από τη δανειακή σύμβαση. Οι τράπεζες ετοιμάζονται να λάβουν 50 δις με εγγυήσεις του Δημοσίου, ενώ όπως παραδέχεται το ΔΝΤ, το Δημόσιο θα λάβει πίσω στην καλύτερη περίπτωση μόνο 16 δις. Εμείς έχουμε σοβαρούς λόγους να αμφιβάλουμε ακόμα και για αυτό το ποσό. Η διαφορά (τουλάχιστον 34 δις) επιβαρύνει το δημόσιο χρέος και επομένως τον ελληνικό λαό.
Το μεγαλύτερο σκάνδαλο πάντως συνίσταται στο γεγονός ότι παρόλο που οι τράπεζες επιβιώνουν αποκλειστικά με δημόσιο χρήμα, στην ουσία διασώζονται οι τραπεζίτες και οι διοικήσεις τους, αφού το Δημόσιο τις ενισχύει με κοινές μετοχές χωρίς δικαιώματα ψήφου. Το Δημόσιο δηλαδή βάζει τα χρήματα, και οι τραπεζίτες που ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση συνεχίζουν να απολαμβάνουν τα προνόμιά τους. Και μάλιστα υποδεικνύουν διαρκώς στον ελληνικό λαό ότι πρέπει να προχωρήσει και σε άλλες μνημονιακές θυσίες.
Ακριβώς επειδή παρά την στήριξη από δημόσιο χρήμα παραμένουν σε χέρια ιδιωτών δεν είναι δυνατή η χάραξη ούτε μίας αναπτυξιακής πολιτικής, όπου οι τράπεζες θα παρείχαν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία αλλά ούτε και μιας κοινωνικής πολιτικής που μεταξύ άλλων θα περιελάμβανε το κούρεμα ιδιωτικών χρεών των νοικοκυρών, των μικρών και πολυ μικρών επιχειρήσεων και των αγροτών.
Την ίδια στιγμή που οι τράπεζες στηρίζονται με κάθε μέσο τα ασφαλιστικά ταμεία υπέστησαν κούρεμα 12 δις κάτι που θα οδηγήσει σε νέες μειώσεις συντάξεων και χειροτέρευση των όρων της κοινωνικής ασφάλισης.
Τα παραπάνω δείχνουν την ταξική φύση της διαχείρισης της σημερινής κρίσης ενάντια στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του κόσμου της εργασίας με μοναδικό στόχο την υπεράσπιση της κερδοφορίας και των προνομίων του κεφαλαίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2008 είχε προτείνει όποια τράπεζα δέχεται δημόσιο χρήμα να τίθεται υπό δημόσιο έλεγχο. Σήμερα ενα τραπεζικό σύστημα υπό δημόσιο έλεγχο είναι πιο αναγκαίο και πιο ρεαλιστικό από ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για την πρόταση μας για τράπεζες ειδικού σκοπού, που είναι τόσο αναγκαίες για την ανάπτυξη και την κοινωνική πολιτική. Αποτελεί αδήριτη ανάγκη η χάραξη μιας διαφορετικής πορείας μέσα από την ενίσχυση της ριζοσπαστικής αριστεράς που μεταξύ άλλων θα μετατρέψει το τραπεζικό σύστημα σε δημόσια περιουσία κάτω από κοινωνικό έλεγχο αποκτώντας έτσι σημαντικές δυνατότητες για την άσκηση μια ριζικά διαφορετικής πολιτικής.
Κείμενο επιστολής Αλ. Τσίπρα προς τον Πρωθυπουργό
για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών
Με τη νέα δανειακή σύμβαση που υπέγραψε η Κυβέρνησή σας και με την ολοκλήρωση του προγράμματος εθελοντικής ανταλλαγής ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου (PSI), η χώρα μας υποχρεώνεται να δανείζεται εφεξής με όρους που έχουν ως μοναδικό στόχο να την καταστήσουν δέσμια των πιστωτών της (νέα ομόλογα που υπάγονται στο αγγλικό δίκαιο, ειδικός λογαριασμός για την εξυπηρέτηση του χρέους). Υποχρεώνεται, επίσης, να εφαρμόσει νέα μέτρα πρωτοφανούς λιτότητας, που προβλέπονται στο δεύτερο Μνημόνιο και τα οποία απομακρύνουν οποιαδήποτε προοπτική οικονομικής ανάκαμψης αλλά και δημοσιονομικής σταθεροποίησης.
Η νέα δανειακή σύμβαση και το νέο Μνημόνιο περιλαμβάνουν τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, έτσι ώστε να αναπληρωθούν οι ζημιές από τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα PSI, αλλά και από τις επισφάλειες στα δανειακά χαρτοφυλάκιά τους, τις οποίες καταγράφει η έκθεση της εταιρείας BlackRock. Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ (9 Μαρτίου 2012) εκτιμά το ύψος της ανακεφαλαιοποίησης στα 50 δις ευρώ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί ένα υγιές και σταθερό τραπεζικό σύστημα στην χώρα μας, το οποίο θα αποτελεί μοχλό ανάπτυξης – χρηματοδοτώντας την πραγματική οικονομία – και παράγοντα σταθερότητας, που ταυτόχρονα θα εξασφαλίζει ένα ευνοϊκό εργασιακό περιβάλλον για τους χιλιάδες εργαζομένους στις τράπεζες. Κατανοούμε τη σημασία ενός επαρκώς κεφαλαιοποιημένου τραπεζικού συστήματος, ιδιαίτερα σε μια περίοδο τόσο βαθιάς κρίσης, δεν μπορούμε, όμως, παρά να απορρίψουμε τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, της τρόικας και των διοικήσεων των τραπεζών για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, με τον τρόπο που προωθείται.
Δυστυχώς, βρισκόμαστε μπροστά σε μία μεθόδευση, με μοναδικό στόχο τη διάσωση των τραπεζιτών και τη μετακύλιση του κόστους διάσωσης στις πλάτες των ελλήνων φορολογουμένων.
Η κυβέρνηση σας οφείλει να απαντήσει με σαφήνεια σε συγκεκριμένα ερωτήματα, τα οποία τεχνηέντως έχουν μείνει στην αφάνεια.
Σας καλούμε, λοιπόν, κύριε Πρωθυπουργέ, να απαντήσετε στα παρακάτω:
- Μέχρι σήμερα, οι τράπεζες έχουν γίνει αποδέκτες πακέτων πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων από χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων – είτε με την μορφή μετρητών είτε με την μορφή εγγυήσεων του ελληνικού Δημοσίου. Παρόλα αυτά και ενώ έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια από το πρώτο πακέτο στήριξης, τίποτα δεν έχει αλλάξει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες εξακολουθούν να μην διοχετεύουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, προκαλώντας πιστωτική ασφυξία, η οποία συνεργεί με τη μονόπλευρη λιτότητα στην πρωτοφανή και εντεινόμενη ύφεση των τελευταίων ετών. Από την άλλη, εξακολουθούν να διεκδικούν μεγάλο ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος εκατομμυρίων νοικοκυριών και μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, για να αποπληρωθούν δάνεια που χορήγησαν σε άλλες εποχές, με το κριτήριο εισοδημάτων και κύκλου εργασιών που δεν υφίστανται πλέον. Γι’ αυτό, η αποπληρωμή τους σήμερα είναι, όχι μόνον εξοντωτική, αλλά και ευθέως αντιαναπτυξιακή. Οι ίδιες διοικήσεις των τραπεζών που μας οδήγησαν στη σημερινή κρίση, εξακολουθούν να βρίσκονται στις θέσεις τους, αυτή τη φορά αναπαυόμενες στα «μαξιλάρια» που τους προσφέρει ο Έλληνας φορολογούμενος. Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, οι ίδιες διοικήσεις κουνούν και επιτακτικά το δάκτυλο στον ελληνικό λαό και του ζητούν ακόμα μεγαλύτερες θυσίες χωρίς αντίκρισμα.
- Η νέα κεφαλαιακή ενίσχυση προς τις τράπεζες από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), θα γίνει χωρίς να θιγεί η ιδιοκτησία τους, με την προϋπόθεση ότι η ιδιωτική συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου θα υπερβαίνει μόλις το 10%. Μάλιστα, θα δίνεται στους σημερινούς μετόχους το προνόμιο να επαναγοράσουν τις τράπεζες – που οι ίδιοι οδήγησαν στο σημερινό τέλμα – σε ευνοϊκή τιμή. Πιστεύουμε ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με πόρους του ΤΧΣ και με αλχημείες, υπό τη μορφή πρωτότυπων διευκολύνσεων, ώστε να παραμείνει η κυριότητά τους στους σημερινούς μετόχους, συνιστά σκάνδαλο εις βάρος του ελληνικού λαού.
- Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ (9 Μαρτίου 2012) εκτιμά το ύψος της ανακεφαλαιοποίησης στα 50 δις ευρώ. Ωστόσο, το έσοδο του Δημοσίου, όταν οι τράπεζες αυτές επιστραφούν στους μετόχους τους, θα είναι 16 δις ευρώ, στην καλύτερη των περιπτώσεων, κάτι για το οποίο διατηρούμε σοβαρότατες επιφυλάξεις. Η διαφορά προφανώς θα μετακυληθεί στις πλάτες των φορολογουμένων και θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος. Και αυτό είναι κάτι που αποσιωπάται συστηματικά τόσο από την κυβέρνησή σας όσο και από τα ΜΜΕ.
- Οι τράπεζες που σήμερα βρίσκονται υπό δημόσιο έλεγχο, δηλαδή η Αγροτική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμευτήριο, δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης, ενώ αφήνεται να εννοηθεί ότι το Δημόσιο δεν θα χρησιμοποιήσει πόρους για να τις ενισχύσει. Εν ολίγοις, χρησιμοποιούνται οι πόροι του ΤΧΣ υπό την εγγύηση του Δημοσίου αποκλειστικά για να διασωθούν οι διοικήσεις των ιδιωτικών τράπεζών, ενώ η περιουσία του Δημοσίου αφήνεται απροστάτευτη, με ότι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους και τους καταθέτες. Αυτή τη στιγμή διαμορφώνετε, με πλήρη συνείδηση τις συνθήκες, για ρευστοποίηση και ιδιωτικοποίηση των δημόσιων τραπεζών. Και αυτό κατά την άποψή μας είναι εγκληματικό.
Από το 2008 ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταθέσει την πρότασή του για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Βασική θέση της είναι πως, όσες τράπεζες γίνονται αποδέκτες στήριξης από το ελληνικό Δημόσιο με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, θα πρέπει να περνούν στη ιδιοκτησία του Δημοσίου, υπό κοινωνικό έλεγχο.
Σήμερα, η πρόταση για ένα δημόσιο τραπεζικό σύστημα είναι πιο επίκαιρη και πιο ρεαλιστική από ποτέ.
Η πρότασή μας αυτή εξυπηρετεί τρεις άμεσες ανάγκες:
- Τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι τεράστιες διαστάσεις που έχει λάβει το ζήτημα της υπερχρέωσης των νοικοκυριών, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και των αγροτών, σε συνδυασμό με την πρακτική του τραπεζικού αποκλεισμού και την προστασία των εργαζομένων στον τραπεζικό τομέα και των δικαιωμάτων τους, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για δυναμική παρέμβαση προς όφελος της κοινωνίας.
- Τις ανάγκες της ανάπτυξης. Διότι, το τραπεζικό σύστημα υπό τον έλεγχο των τραπεζιτών, αποδείχτηκε ότι έχει συμφέροντα απολύτως ασύμβατα με τα συμφέροντα της οικονομίας και της κοινωνίας.
- Τις ανάγκες της σταθερότητας και της προστασίας των καταθέσεων.
Κύριε Πρωθυπουργέ,
Θεωρούμε ότι οι προωθούμενες ρυθμίσεις, υπό το μανδύα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, διασώζουν τους τραπεζίτες. Την ίδια στιγμή δεν λάβατε καμία μέριμνα για να στηρίξετε ούτε τα ασφαλιστικά ταμεία, ούτε τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου που πλήγησαν από το PSI. Γνωρίζοντας ότι έχετε αποφασίσει να λάβετε σημαντικές αποφάσεις για να στηρίξετε τους τραπεζίτες με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, λίγες μόνο μέρες πριν εκφραστεί η βούληση του ελληνικού λαού στις κάλπες, σας ζητάμε, έστω και τώρα, να αλλάξετε κατεύθυνση.
Ειδάλλως, τις αποφάσεις που θα λάβετε τώρα, θα τις αλλάξει ο λαός στις 6 Μαΐου.