Αφήνοντας στην άκρη το blog…

…δεν σημαίνει ότι όλο αυτόν τον καιρό έχω αφήσει στην άκρη το blogging και τη συμμετοχή στο διαδίκτυο.

Ισα-ίσα, έχω ρίξει όλο μου το βάρος στο twitter. Εκεί που η επικοινωνία και η ενημέρωση ανασαίνουν.

Τα πράγματα άλλωστε τρέχουν με τέτοιους ρυθμούς που δεν επιτρέπουν στατικές αναλύσεις. Τώρα τα πάντα βράζουν. Από τις πολιτικές εξελίξεις μέχρι την προσωπική μας ζωή.

Ελάχιστα πράγματα μπορούν να ομαδοποιηθούν και να μπουν σε μια κόλλα χαρτί ή να κλειστούν σε ένα post.

Ζούμε Πόλεμο!
Κι αυτό σημαίνει ότι πολεμάμε με όποιο μέσο βρίσκει ο καθένας πρόσφορο.

Το παλιό συγκρούεται με το καινούργιο μέχρι τελικής πτώσης. Η ψυχραιμία αυτές τις ώρες μπορεί να σημαίνει και αδράνεια. Θεατής στην κερκίδα δεν υπήρξα ποτέ… Και ούτε πρόκειται και γίνω. Ειδικά αυτές τις εποχές των μεγάλων συγκρούσεων…

Περίμενα χρόνια αυτή την Εποχή!

Φοβόμουν ότι δεν θα προλάβω να την ζήσω.
Κι όμως έχω την τύχη να την ζω…

Θα με βρίσκεται στους δρόμους και στις μάχες.
Το ποια όχθη έχω επιλέξει την ξέρετε…

Είμαι εκεί λοιπόν. Είμαι ΕΔΩ!

We are still rolling…

Μ’ αυτά και μ’ αυτά να ‘μαστε στην Αθήνα. Δηλαδή όχι ακριβώς στην Αθήνα, λίγο πιο έξω, σε απόσταση ασφαλείας από την ένταση της πόλης αλλά και αρκετά κοντά ωστε να μην (ξανα)αποκοπούμε…
Τα δύσκολα ήταν η μετακόμιση που κράτησε περίπου δύο εβδομάδες και τα παιδιά, που ίσως τους πάρει λίγο περισσότερο για να προσαρμοστούν αν και δεν δείχνουν σημάδια αποπροσανατολισμού!
Το καινούργιο σπίτι έχει φως, πολύ φως και αέρα, πολύ αέρα! Εχει ηρεμία, έχει ήσυχους ανθρώπους και ήσυχους δρόμους, έχει πανέμορφα σχολία και αλάνες. Ναι αλάνες! Δεν έχω ξαναμείνει σε περιοχή με αλάνες ξανά στη ζωή μου εκτός από μια διετία στη Βέροια, όταν ήμουν 7-8 χρόνων!
Κι έτσι, μέσα στον Δεκαπενταύγουστο του ’11, γυρίσαμε γρήγορα-γρήγορα σελίδα. Ή μάλλον κεφάλαιο. ‘Η πιο σωστά, ολόκληρο βιβλίο!

Επανεκίνηση λοιπόν!

Ή ολοι μαζί ή κανένας, πια, μόνος του δεν θα μπορέσει!

Και να που το ατομικό, αυτό το μικρό, μικρό μου συμφέρον, το παρόν και το μέλλον το δικό μου, των παιδιών μου, του σπιτιού μου, του μυαλού μου, των αρχών και των ιδεών μου, ταυτίζονται με εκείνο το συλλογικό, εκείνο το μεγάλο συμφέρον, το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας, της χώρας, της πατρίδας μου (όπως θέλει ας το πει ο καθένας). Και να που ο προσωπικός τρόμος μπροστά στην πλήρη ανέχεια, στην πλήρη απαξίωση της προσωπικής μου ζωής, της προσωπικότητάς μου, όλων όσων έχω κάνει ως τώρα και όσων ονειρευόμουν να κάνω, αυτή η ξεφτίλα του να μην μπορείς να σταθείς όρθιος στα πόδια σου, να νιώθεις εντελώς μετέωρος και εντελώς αβοήθητος, να νιώθεις ότι δεν μπορείς να σχεδιάσεις τη συνέχεια, ταυτίζεται με τη γενική εικόνα.
Σαν το μικροσκόπιο να δείχνει ακριβώς τα ίδια πράγματα με το τηλεσκόπιο.
Αυτή η υπέρτατη ταύτιση της μικρής με τη μεγάλη εικόνα γίνεται αντιληπτή, βιώνεται σαν υπέρτατη στρέβλωση που προκαλεί αφόρητο πόνο και αφόρητη αγωνία.
Μιλώντας προσωπικά, το πράγμα γίνεται ακόμη χειρότερο αφού, ως δημοσιογράφος, συνειδητοποιώ ότι εκείνο που διαφορετικά θα αποτελούσε ένα κλινικό φαινόμενο, αντικείμενο δουλειάς και άρα κάτι από το οποίο θα μπορούσα να αποστασιοποιηθώ, τώρα κατατρώει το ίδιο μου το είναι.
Να το πω πιο απλά: αυτή την ώρα αισθάνομαι σαν καρκινολόγος στον οποίο έχει διαγνωσθεί καλπάζων καρκίνος!
Και η γνώση της ασθένειας, η τριβή με τη μελέτη, την παρατήρηση, τους τρόπους θεραπείας, αντί να βοηθάει σε μια ψύχραιμη αντιμετώπιση, γίνεται πλέον λόγος πανικού. Γιατί ξέρεις, έχεις δει πολλά περισσότερα από τον απλό ασθενή. Ξέρεις την εξέλιξη. Ξέρεις πως το «σαράκι» θα φάει το κορμί σου. Πως θα μπεις στο επόμενο και μετά στο επόμενο και μετά στο τελικό στάδιο. Με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.

Και προσπαθείς να «κλικάρεις». Και προσπαθείς να πεις «θα αντέξω», «θα το πολεμήσω», «δεν θα το βάλω κάτω»! Και δεν μπορείς! Και θυμώνεις! Εξοργίζεσαι με αυτούς που σε αρρώστησαν, με εσένα που τους άφησες!

Κι έπειτα λες, αυτή η ταύτιση της εικόνας, της ατομικής με τη γενική, θα μπορούσε να πάψει να είναι στρέβλωση. Θα μπορούσε να γίνει δύναμη.

Αν συνειδητοποιήσουμε πως μονάχα όλοι μαζί μπορούμε πια να σωθούμε. Ολοι για όλους. Κανένας από μόνος του…

Ομως δεν έχω καν το κουράγιο να γράψω γι’ αυτήν εκδοχή. Κρατιέμαι από μια κλωστούλα ελπίδας που την κρατούν στα χέρια τους κάποιες χιλιάδες παιδιά, εκεί έξω!

ANemos στα (Social) Media

Εδώ και αρκετό καιρό έχω ρίξει το μεγαλύτερο βάρος της δουλειάς μου και του χρόνου μου στα Social Media. Διαβάζω, πειραματίζομαι, κάνω σεμινάρια, παραδίδω σεμινάρια, δέχομαι και δίνω συμβουλές και ιδέες. Το κάνω στην εφημερίδα που εργάζομαι, στο πανεπιστήμιο με το οποίο συνεργάζομαι αλλά και σε δημοσιογραφικές ενώσεις -κυρίως την ΕΣΗΕΜΘ.

Σχεδόν καθημερινά αφιερώνω πάνω από 16 ώρες σε αυτά με κάθε τρόπο και σε διαφορετικά επίπεδα.

Ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες εργάζομαι πάνω σε τρεις τομείς:

1.  στην Ψηφιακή Αφήγηση τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά. Βασικό μου εργαλείο είναι το Storify αλλά και το Quora. (τα αποτελέσματα τα βλέπετε, με πιο πρόσφατο αυτό για τον Μπίν Λάντεν. Περιμένω όμως τα σχόλια και τις παρατηρήσεις σας)

2. στην Κοινωνική Επιρροή (Social Influence) στα κοινωνικά δίκτυα. Εδώ δουλεύω κυρίως με το Klout αλλά και πολλά ακόμη εργαλεία.

Τέλος, συνεχίζω να δουλεύω στο πιο …δουλεμένο μου project…

3. στο Digital Newsroom (Ψηφιακή Αίθουσα Σύνταξης) που έχει πάρει μορφή ολοκληρωμένου σεμιναρίου-εργαστηρίου για παλιούς και νέους δημοσιογράφους και ανθρώπους της επικοινωνίας.

(Κι ένα project στα σκαριά είναι το Social TV… Σε λίγο καιρό… Είναι στη φάση σημειώσεων ακόμη!)

Μέσα από όλα αυτά δοκιμάζω, για πρώτη ουσιαστικά φορά, να επικοινωνήσω με τους χρήστες Κοινωνικών Δικτύων εκτός Ελλάδας. Να σπάσω το «εμπόδιο» της γλώσσας μας. Να αναμετρηθώ με το «εκεί έξω». Δεν περίμενα σπουδαία πράγματα. Διαψεύσθηκα όμως. Τόσο (και κυρίως) στο Twitter όσο και στα άλλα Social με ακολουθούν δεκάδες «ξένοι».

Σύντομα θα προσπαθήσω να μοιραστώ μαζί σας κάποια συμπεράσματα από αυτές τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς και καταγραφής. Πίστευα και πιστεύω ότι η γνώση πρέπει να μοιράζεται έτσι ώστε να καλλιεργείται καθημερινά το χωραφάκι του Αύριο.

Θα το κάνω…

Είναι θαυμαστά όσα μαθαίνω καθημερινά!

Και με κρατούν ζωντανό και αισιόδοξο!

(Επίσης ευχαριστώ για την μεγάλη αποδοχή -εδώ και 6 και βάλε χρόνια- και τη δύναμη που μου δίνετε. Δύναμη και επιρροή που μερικές φορές με φοβίζει και μου φορτώνει απίστευτες ευθύνες. Φοβάμαι την άστοχη χρήση και της δύναμης και της επιρροής στην επικοινωνία. (βλέπε κι αυτό: About.me) Προσπαθώ να κάνω την καλύτερη δυνατή χρήση τους χωρίς όμως να αλλάξω και τον προσωπικό τρόπο με τον οποίο επικοινωνώ. Χωρίς να πειράξω όσες αρχές και αξίες έχω. Δεν είναι εύκολο. Καθόλου εύκολο! Κάνω λάθοι. Πολλά! Δεν θα μπορούσε όμως να γίνει και διαφορετικά. Ελπίζω να μπορέσω να ανταποκριθώ σε αυτές!)

ANemos στα (Social) Media

Εδώ και αρκετό καιρό έχω ρίξει το μεγαλύτερο βάρος της δουλειάς μου και του χρόνου μου στα Social Media. Διαβάζω, πειραματίζομαι, κάνω σεμινάρια, παραδίδω σεμινάρια, δέχομαι και δίνω συμβουλές και ιδέες. Το κάνω στην εφημερίδα που εργάζομαι, στο πανεπιστήμιο με το οποίο συνεργάζομαι αλλά και σε δημοσιογραφικές ενώσεις -κυρίως την ΕΣΗΕΜΘ.

Σχεδόν καθημερινά αφιερώνω πάνω από 16 ώρες σε αυτά με κάθε τρόπο και σε διαφορετικά επίπεδα.

Ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες εργάζομαι πάνω σε τρεις τομείς:

1.  στην Ψηφιακή Αφήγηση τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά. Βασικό μου εργαλείο είναι το Storify αλλά και το Quora. (τα αποτελέσματα τα βλέπετε, με πιο πρόσφατο αυτό για τον Μπίν Λάντεν. Περιμένω όμως τα σχόλια και τις παρατηρήσεις σας)

2. στην Κοινωνική Επιρροή (Social Influence) στα κοινωνικά δίκτυα. Εδώ δουλεύω κυρίως με το Klout αλλά και πολλά ακόμη εργαλεία.

Τέλος, συνεχίζω να δουλεύω στο πιο …δουλεμένο μου project…

3. στο Digital Newsroom (Ψηφιακή Αίθουσα Σύνταξης) που έχει πάρει μορφή ολοκληρωμένου σεμιναρίου-εργαστηρίου για παλιούς και νέους δημοσιογράφους και ανθρώπους της επικοινωνίας.

(Κι ένα project στα σκαριά είναι το Social TV… Σε λίγο καιρό… Είναι στη φάση σημειώσεων ακόμη!)

Μέσα από όλα αυτά δοκιμάζω, για πρώτη ουσιαστικά φορά, να επικοινωνήσω με τους χρήστες Κοινωνικών Δικτύων εκτός Ελλάδας. Να σπάσω το «εμπόδιο» της γλώσσας μας. Να αναμετρηθώ με το «εκεί έξω». Δεν περίμενα σπουδαία πράγματα. Διαψεύσθηκα όμως. Τόσο (και κυρίως) στο Twitter όσο και στα άλλα Social με ακολουθούν δεκάδες «ξένοι».

Σύντομα θα προσπαθήσω να μοιραστώ μαζί σας κάποια συμπεράσματα από αυτές τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς και καταγραφής. Πίστευα και πιστεύω ότι η γνώση πρέπει να μοιράζεται έτσι ώστε να καλλιεργείται καθημερινά το χωραφάκι του Αύριο.

Θα το κάνω…

Είναι θαυμαστά όσα μαθαίνω καθημερινά!

Και με κρατούν ζωντανό και αισιόδοξο!

(Επίσης ευχαριστώ για την μεγάλη αποδοχή -εδώ και 6 και βάλε χρόνια- και τη δύναμη που μου δίνετε. Δύναμη και επιρροή που μερικές φορές με φοβίζει και μου φορτώνει απίστευτες ευθύνες. Φοβάμαι την άστοχη χρήση και της δύναμης και της επιρροής στην επικοινωνία. (βλέπε κι αυτό: About.me) Προσπαθώ να κάνω την καλύτερη δυνατή χρήση τους χωρίς όμως να αλλάξω και τον προσωπικό τρόπο με τον οποίο επικοινωνώ. Χωρίς να πειράξω όσες αρχές και αξίες έχω. Δεν είναι εύκολο. Καθόλου εύκολο! Κάνω λάθοι. Πολλά! Δεν θα μπορούσε όμως να γίνει και διαφορετικά. Ελπίζω να μπορέσω να ανταποκριθώ σε αυτές!)

Μακρύ ζεϊμπέκικο…

Λοιπόν μολύβι και χαρτί, η απόγνωση άνοιξε λαγούμι.
Στοές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε ποιο στενό κελί;
Ψηλά με πέπλα αίματος, χλιμίντριζε η Σελήνη
– Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη –
Γεννήθηκε σ’ ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη.
Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί.
Ο Νίκος ήταν ο πρωτότοκος, τον άλλον λέγαν Δημοσθένη …
Βουβός δεσμός, εικόνα παιδική, σε άλλο χρόνο αναφλεγμένη.
Ο γέρος του είχε κρυψώνα το βουνό απ’ το σαράντα πέντε
κι οι χωρικοί απ’ τον φόβο των αρχών μακραίναν κι απ’ τον γιο.
Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στην δουλειά και μέσα του άναβε η μανία
του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την αστυνομία.
Ώσπου μια μέρα χωρίς αποσκευή, τσουλώντας της τρύπας του την ρόδα
κυλάει απ’ την Μακεδονία ως εδώ, κι ακόμα που θα βγει;
Θα φεύγει πάντα για το άστρο που δεν φτάνει καμιά αστυνομία,
για τους φυγάδες αυτός ο ουρανός είν’ η παρανομία.
Νίκο, αγγίζω το στοιχειό σας
Νίκο, μες τον υπόκοσμο της γλώσσας
Δυο καταδίκες, έξι χρόνια για κλοπή, τον είδα όταν βγήκε.
Κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ’ την τρέλα, όχι για να σωθεί,
αλλά για να την σώσει, αν μ’ εννοείς, να, λόγου χάρη, ήθελε γάμο
και τότε τού παν «έλα σε μας για να προδώνεις». Δεν δέχθηκε στιγμή!
Κι απ’ την βαθειά των υπογείων τους την λύσσα, κατέφυγε στην επαρχία,
μα όπου κι αν πήγε, το σήμα είχε σταλεί, στην Σαλονίκη τον τσακίσαν.
Σχεδόν τρεκλίζοντας ξανάρθε στην Αθήνα, και τότε πιάσαν την μνηστή του,
της είπαν λόγια, βοηθήσαν κι οι γονείς, ώσπου διέκοψε μαζί του.
Κι ωστόσο ζούσε τελείως σοβαρός, υπνοβατώντας σ’ ένα κράτος
που θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά – διαφυγή καμιά –
κρατώντας μόνο μια κρυφήν αναπνοή, των μπουζουξίδικων το γκέτο,
βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί ακόμα λειτουργεί.
«Ν’ ακούω,» έλεγε, «τα λόγια, την φωνή, και τ’ αδελφάκι μου υψωμένο
να το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω»

Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο
Νίκο, σπασίματα γεμάτο
«Παραγγελιά», και περιμέναν καθισμένοι, και τα ηχεία το αναγγείλαν
κι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη.
Καθώς ανέβαινε, η πίστα ήταν γεμάτη, ακούστηκε να ουρλιάζει:
«Παραγγελιά!» γιατί το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει.
Η πίστα άδειασε, μονάχα δυο αστυνόμοι, χορεύαν, γυρνώντας του την πλάτη.
Τότε τους έσπρωξε ο μικρός με μια στριγκλιά, «Δικό μου το κομμάτι!»
Τον ρίξαν κάτω σε γυαλιά κομματιασμένα, ξεφώνιζε όπως τον εσέρναν.
Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωή τους, του Νίκου έκαψε τα φρένα.
Έξω απ’ την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το χαν διαλύσει.
Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν του
με τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου.
Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου.
Στον εαυτό του είπε «Νίκο, συγκρατήσου» τραβώντας κιόλας το λεπίδι.
Τον πρώτο που την έφαγε τον είδαν με μια ταυτότητα να σκύβει.
Σφαχτήκαν τρεις, μαχαίρωσε άλλους έξι, φωνές: «Ανοίχτε, θα μας σφάξουν!»
Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε: «Εσένα δεν θα σε πειράξουν …»
Νίκο, σόι αλλοπαρμένο
Νίκο, τι έχεις καμωμένο
Μετά κατέφυγε στο σπίτι ενός γνωστού, μα ένιωσε ότι θα τον δώσουν
«Θα φύγω,» είπε, «με μια βάρκα ν’ ανοιχτώ, φουρτούνες να με πνίξουν.
Να τρελαθούνε, που Νίκο να γυρεύουν, και Νίκο να μην βρίσκουν!»
Μα όπως βγήκε τους είδε σαν βαλέδες, ο ένας με τις χειροπέδες.
Τον εκυκλώσαν, βγαίναν απ’ τα γύρω μέρη, κρεμόταν η ζωή του
από ένα νήμα που δεν θα δινε σ’ αυτούς, και πέταξε μαχαίρι.
Να αναγκαστούν να τον σκοτώσουν οι αστυνόμοι, μα εκείνοι τού ριχναν στα πόδια.
Σερνόταν κι έβριζε ώσπου ένας ταβερνιάρης, του δωσε μια με ένα καδρόνι …
Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη, το ένιωθε άραγε κι εκείνος;
Ο Τύπος πάντως τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος.
Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί, παράξενο δεν ήταν:
η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ’ αυτόν, μιαν άλλη απειλή.
Το παν επίσης λαϊκοί ένα σωρό, στον συνεργάτη ενός εντύπου,
μα ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει: «Πού να σου εξηγώ …»
Δεν είχε μάρτυρες εκτός τ’ αφεντικό και τη νοικοκυρά του.
Οι δικηγόροι λέγαν ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του.
Νίκο, χωριό συσκοτισμένο
Νίκο, ποιοι σ’ έχουν κυκλωμένο;
Ο ίδιος ξέγραψε απ’ αρχής τον εαυτό του, το είπε: «Πρέπει να πεθάνω!»
Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του.
Καθώς διηγόταν την ζωή του σε κουφούς, θαρρούσα δεν θ’ αντέξω.
Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ’ έξω.
Στα γράμματά του από την φυλακή, ο βίος δεν διαφέρει,
ασφυκτιούσε σαν ζώο μυθικό, εδώ όσο κι εκεί.
Μην είναι τάχα ένα ρίγος παραπέρα, που δείχνει απόσταση απ’ το δράμα
και μεταφέρει σαν ιπτάμενο ένα θαύμα, της δικαιοσύνης την γαλέρα;
Η τέχνη μου έζησε παράξενες στιγμές, και από δίκιο ξέρει.
Τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά, τον βλέπω σε αργές στροφές
σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας
στ’ ανυποψίαστα μπουλούκια του γλεντιού, που βιάζουν το άσυλό της.
Η ουρά που αυξαίνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει, με τον ζουρλομανδύα
και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ότι της αξίζει
στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία,
στην τακτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει.
Νίκο, ποτέ δεν θα ναι έτσι.
Νίκο, είν’ η αρρώστια που μας σώζει
καθώς σε φέρνει πιο μακριά κι απ’ το κελί σου,
Νίκο, στον ουρανό της μουσικής σου.

Μακρύ ζεϊμπέκικο…

Λοιπόν μολύβι και χαρτί, η απόγνωση άνοιξε λαγούμι.
Στοές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε ποιο στενό κελί;
Ψηλά με πέπλα αίματος, χλιμίντριζε η Σελήνη
– Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη –
Γεννήθηκε σ’ ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη.
Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί.
Ο Νίκος ήταν ο πρωτότοκος, τον άλλον λέγαν Δημοσθένη …
Βουβός δεσμός, εικόνα παιδική, σε άλλο χρόνο αναφλεγμένη.
Ο γέρος του είχε κρυψώνα το βουνό απ’ το σαράντα πέντε
κι οι χωρικοί απ’ τον φόβο των αρχών μακραίναν κι απ’ τον γιο.
Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στην δουλειά και μέσα του άναβε η μανία
του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την αστυνομία.
Ώσπου μια μέρα χωρίς αποσκευή, τσουλώντας της τρύπας του την ρόδα
κυλάει απ’ την Μακεδονία ως εδώ, κι ακόμα που θα βγει;
Θα φεύγει πάντα για το άστρο που δεν φτάνει καμιά αστυνομία,
για τους φυγάδες αυτός ο ουρανός είν’ η παρανομία.
Νίκο, αγγίζω το στοιχειό σας
Νίκο, μες τον υπόκοσμο της γλώσσας
Δυο καταδίκες, έξι χρόνια για κλοπή, τον είδα όταν βγήκε.
Κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ’ την τρέλα, όχι για να σωθεί,
αλλά για να την σώσει, αν μ’ εννοείς, να, λόγου χάρη, ήθελε γάμο
και τότε τού παν «έλα σε μας για να προδώνεις». Δεν δέχθηκε στιγμή!
Κι απ’ την βαθειά των υπογείων τους την λύσσα, κατέφυγε στην επαρχία,
μα όπου κι αν πήγε, το σήμα είχε σταλεί, στην Σαλονίκη τον τσακίσαν.
Σχεδόν τρεκλίζοντας ξανάρθε στην Αθήνα, και τότε πιάσαν την μνηστή του,
της είπαν λόγια, βοηθήσαν κι οι γονείς, ώσπου διέκοψε μαζί του.
Κι ωστόσο ζούσε τελείως σοβαρός, υπνοβατώντας σ’ ένα κράτος
που θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά – διαφυγή καμιά –
κρατώντας μόνο μια κρυφήν αναπνοή, των μπουζουξίδικων το γκέτο,
βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί ακόμα λειτουργεί.
«Ν’ ακούω,» έλεγε, «τα λόγια, την φωνή, και τ’ αδελφάκι μου υψωμένο
να το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω»

Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο
Νίκο, σπασίματα γεμάτο
«Παραγγελιά», και περιμέναν καθισμένοι, και τα ηχεία το αναγγείλαν
κι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη.
Καθώς ανέβαινε, η πίστα ήταν γεμάτη, ακούστηκε να ουρλιάζει:
«Παραγγελιά!» γιατί το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει.
Η πίστα άδειασε, μονάχα δυο αστυνόμοι, χορεύαν, γυρνώντας του την πλάτη.
Τότε τους έσπρωξε ο μικρός με μια στριγκλιά, «Δικό μου το κομμάτι!»
Τον ρίξαν κάτω σε γυαλιά κομματιασμένα, ξεφώνιζε όπως τον εσέρναν.
Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωή τους, του Νίκου έκαψε τα φρένα.
Έξω απ’ την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το χαν διαλύσει.
Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν του
με τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου.
Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου.
Στον εαυτό του είπε «Νίκο, συγκρατήσου» τραβώντας κιόλας το λεπίδι.
Τον πρώτο που την έφαγε τον είδαν με μια ταυτότητα να σκύβει.
Σφαχτήκαν τρεις, μαχαίρωσε άλλους έξι, φωνές: «Ανοίχτε, θα μας σφάξουν!»
Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε: «Εσένα δεν θα σε πειράξουν …»
Νίκο, σόι αλλοπαρμένο
Νίκο, τι έχεις καμωμένο
Μετά κατέφυγε στο σπίτι ενός γνωστού, μα ένιωσε ότι θα τον δώσουν
«Θα φύγω,» είπε, «με μια βάρκα ν’ ανοιχτώ, φουρτούνες να με πνίξουν.
Να τρελαθούνε, που Νίκο να γυρεύουν, και Νίκο να μην βρίσκουν!»
Μα όπως βγήκε τους είδε σαν βαλέδες, ο ένας με τις χειροπέδες.
Τον εκυκλώσαν, βγαίναν απ’ τα γύρω μέρη, κρεμόταν η ζωή του
από ένα νήμα που δεν θα δινε σ’ αυτούς, και πέταξε μαχαίρι.
Να αναγκαστούν να τον σκοτώσουν οι αστυνόμοι, μα εκείνοι τού ριχναν στα πόδια.
Σερνόταν κι έβριζε ώσπου ένας ταβερνιάρης, του δωσε μια με ένα καδρόνι …
Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη, το ένιωθε άραγε κι εκείνος;
Ο Τύπος πάντως τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος.
Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί, παράξενο δεν ήταν:
η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ’ αυτόν, μιαν άλλη απειλή.
Το παν επίσης λαϊκοί ένα σωρό, στον συνεργάτη ενός εντύπου,
μα ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει: «Πού να σου εξηγώ …»
Δεν είχε μάρτυρες εκτός τ’ αφεντικό και τη νοικοκυρά του.
Οι δικηγόροι λέγαν ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του.
Νίκο, χωριό συσκοτισμένο
Νίκο, ποιοι σ’ έχουν κυκλωμένο;
Ο ίδιος ξέγραψε απ’ αρχής τον εαυτό του, το είπε: «Πρέπει να πεθάνω!»
Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του.
Καθώς διηγόταν την ζωή του σε κουφούς, θαρρούσα δεν θ’ αντέξω.
Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ’ έξω.
Στα γράμματά του από την φυλακή, ο βίος δεν διαφέρει,
ασφυκτιούσε σαν ζώο μυθικό, εδώ όσο κι εκεί.
Μην είναι τάχα ένα ρίγος παραπέρα, που δείχνει απόσταση απ’ το δράμα
και μεταφέρει σαν ιπτάμενο ένα θαύμα, της δικαιοσύνης την γαλέρα;
Η τέχνη μου έζησε παράξενες στιγμές, και από δίκιο ξέρει.
Τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά, τον βλέπω σε αργές στροφές
σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας
στ’ ανυποψίαστα μπουλούκια του γλεντιού, που βιάζουν το άσυλό της.
Η ουρά που αυξαίνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει, με τον ζουρλομανδύα
και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ότι της αξίζει
στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία,
στην τακτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει.
Νίκο, ποτέ δεν θα ναι έτσι.
Νίκο, είν’ η αρρώστια που μας σώζει
καθώς σε φέρνει πιο μακριά κι απ’ το κελί σου,
Νίκο, στον ουρανό της μουσικής σου.

…no regrets

«All human beings have failings, all human beings have needs and temptations and stresses. Men and women who live together through long years get to know one another’s failings; but they also come to know what is worthy of respect and admiration in those they live with and in themselves. If at the end one can say, This man used to the limit the powers that God granted him; he was worthy of love and respect and of the sacrifices of many people, made in order that he might achieve what he deemed to be his task, then that life has been lived well and there are no regrets.»