«Έφυγε» ο ιστορικός των μεγάλων επαναστάσεων

Γεννήθηκε λίγους μήνες πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και πέθανε εν μέσω της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης της σύγχρονης ιστορίας. Μέσα σε αυτά τα 95 χρόνια, ο Έρικ Χομπσμπάουμ, ο οποίος «έφυγε» το πρωί της Δευτέρας, είδε τη λάμψη πολλών επαναστάσεων αλλά και τη σκιά που τις σκέπασε, είδε επαναστάτες, δικτάτορες, μεγάλους ηγέτες να ανέρχονται και στη συνέχεια να κατρακυλούν τα σκαλιά της ιστορίας. Έζησε και έγραψε την ιστορία με τέτοιο τρόπο που πολύ πριν από τον θάνατό του είχε ήδη γίνει θρύλος.

Το έργο του Έρικ Χομπσμπάουμ αποτελεί μια μνημειώδη σύνθεση πολύμορφων κοινωνικοοικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών φαινομένων, μια συγκλονιστική αφήγηση που προσπαθεί να ερμηνεύσει την ιστορία του σύγχρονου κόσμου έχοντας ως πρίσμα τη διαδικασία του μετασχηματισμού.

Βάση του έργου του, αλλά ταυτόχρονα και μία από τις βάσεις της σύγχρονης ιστοριογραφίας, αποτελεί η τετραλογία του («Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848», «Η εποχή του κεφαλαίου, 1848-1875», «Η εποχή των αυτοκρατοριών, 1875-1914» και «Η εποχή των άκρων: Ο σύντομος 20ός αιώνας 1914-1991»), η οποία έχει χαρακτηριστεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στη συγγραφή της ιστορίας.

 

Εθνικισμός

 

Για τον Χομπσμπάουμ η μελέτη του εθνικισμού σε συγκριτικό επίπεδο και σε βάθος χρόνου υπήρξε ένα δεύτερο μεγάλο πεδίο έρευνας, το οποίο κατέληξε στην έκδοση έργων που θεωρούνται πλέον κλασικά στο είδος τους, όπως «Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα» και «Η Εφεύρεση της Παράδοσης».

Ο Έρικ Χομπσμπάουμ γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1917, από Βρετανό πολωνικής καταγωγής πατέρα και Αυστριακή εβραϊκής καταγωγής μητέρα. Μεγάλωσε και σπούδασε στη Βιέννη και στο Βερολίνο το οποίο και κατά την άνοδο του Χίτλερ. Συνέχισε τις σπουδές του και εγκαταστάθηκε στη Βρετανία, όπου και ξεκίνησε να διδάσκει στο Κολέγιο Birkbeck του Λονδίνου, λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρξε μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας και της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών, επίτιμο μέλος του Kings College στο Κέιμπριτζ και επίτιμος διδάκτωρ πολλών πανεπιστημίων σε αρκετές χώρες.

Υπήρξε, ουσιαστικά, ο ιδρυτής του περίφημου κύκλου των Βρετανών μαρξιστών ιστορικών που μπόλιασαν την ιστορική έρευνα με μια σειρά καινοτόμων για την εποχή μεθόδων και εργαλείων έρευνας, αμφισβητώντας τόσο την ανελικτική αντίληψη της ιστορίας όσο και τον οικονομικό ντετερμινισμό. Ο κύκλος του Χομπσμπάουμ επικεντρώθηκε στις διαδικασίες αλλαγής και μετασχηματισμών στην ιστορία, στην αναζήτηση των κοινωνικών δυνάμεων που υποκινούν τη μεταβολή σε κάθε ιστορική στιγμή, συνδυάζοντας την κοινωνική, την οικονομική και την πολιτισμική ανάλυση. Τα περισσότερα μέλη του κύκλου αυτού δραστηριοποιήθηκαν αρχικά στο Βρετανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, στη συνέχεια προχώρησαν στην έκδοση του περιοδικού «Past and Present» το 1952, το οποίο καθιερώθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα περιοδικά στον χώρο των κοινωνικών επιστημών. Αν και οι περισσότεροι συνοδοιπόροι του Χομπσμπάουμ αποστασιοποιήθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα μετά τη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία, ο ίδιος παρέμεινε σταθερός στον πολιτικό του χώρο.

Ο ίδιος προσδιόριζε πάντα την κομμουνιστική ιδεολογία του ως κεντροευρωπαϊκή, παρά βρετανική, δίνοντας έμφαση στον αγώνα κατά του ναζισμού και του φασισμού ως καθοριστικού συστατικού στοιχείου της, έχοντας όμως πάντοτε ως άξονα ένα οικουμενικό απελευθερωτικό όραμα.

 

«Δεν είναι πλέον δυνατόν να θεωρούμε

δεδομένη την παθητικότητα των πολιτών»

 

Έως τα βαθιά του γεράματα παρατηρούσε και ανέλυε με εντυπωσιακή οξυδέρκεια τα όσα συμβαίνουν στον πλανήτη, πάντοτε με επιστημονική ματιά αλλά χωρίς ποτέ να χάνει τον ενθουσιασμό του για τις μεγάλες αλλαγές που έβλεπε να συντελούνται.
«Με τεράστια χαρά ανακάλυψα για ακόμη μία φορά ότι είναι δυνατόν να κατέβουν οι άνθρωποι στους δρόμους, να διαδηλώσουν, να γκρεμίσουν κυβερνήσεις», είχε πει ο Χομπσμπάουμ σε έναν δημοσιογράφο του BBC που του πήρε συνέντευξη, λίγες εβδομάδες μετά το ξέσπασμα της «Αραβικής Άνοιξης» στην Τυνησία και της Αίγυπτο. «Αν πρόκειται να γίνει επανάσταση, θα είναι κάπως έτσι. Τουλάχιστον τις πρώτες μέρες. Οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους διαδηλώνοντας για τα σωστά πράγματα». Και προσθέτει: «Αλλά ξέρουμε ότι δεν θα διαρκέσει».

Ως Ιστορικός, είχε παραλληλίσει την «Αραβική Άνοιξη» του 2011 με το 1848, την ευρωπαϊκή «χρονιά των επαναστάσεων», όταν μία εξέγερση στη Γαλλία διαδόθηκε στα ιταλικά και γερμανικά κράτη στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων κι ακόμη παραπέρα. «Μου θυμίζει το 1848, μια άλλη αυτοπροωθούμενη επανάσταση που ξεκίνησε σε μία χώρα και στη συνέχεια εξαπλώθηκε σε όλη την ήπειρο σε σύντομο χρονικό διάστημα».

«Είμαστε εν μέσω επανάστασης, αλλά δεν είναι η ίδια επανάσταση. Αυτό που τους ενώνει είναι η κοινή δυσαρέσκεια, και το κοινό αίσθημα κινητοποιεί δυνάμεις – μια εκσυγχρονιζόμενη μεσαία τάξη, ειδικά μια νεαρή, φοιτητική μεσαία τάξη, και φυσικά η τεχνολογία που καθιστά σήμερα πολύ ευκολότερη την κινητοποίηση για διαμαρτυρία».

 

Αγανακτισμένοι

 

Όμως και οιδιαμαρτυρίες των Αγανακτισμένων σε Ευρώπη και Αμερική ήταν ένα ακόμη παγκόσμιο κίνημα που τράβηξε την προσοχή του Έρικ Χομπσμπάουμ και, σε μεγάλο βαθμό, τον θαυμασμό του. Ένα κίνημα που δεν θα μπορέσει, δυστυχώς, να καταγράψει και να αφηγηθεί… Σε μία από τις πιο πρόσφατες συνεντεύξεις του, την οποία είχε δώσει στις αρχές του 2012 με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου του βιβλίου «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο: Μαρξ και Μαρξισμός, 1840-2011» στο περιοδικό «In these times», είχε πει:

«Δεν είναι πλέον δυνατόν να θεωρούμε δεδομένη την παθητικότητα των πολιτών. Υπάρχουν, όμως, και μειονεκτήματα. Οι άνθρωποι που παίρνουν την πρωτοβουλία δεν είναι αντιπροσωπευτική μειονότητα, αλλά η κινητοποιήσιμη μειονότητα, αυτό που συνήθιζα να ονομάζω «στρατό του καλού». Σε αυτήν την περίπτωση είναι ο στρατός των φοιτητών και των αντισυμβατικών. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι αν τα πράγματα προχωρήσουν κι άλλο μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Ένας από τους λόγους που ήθελα να γράψω το τελευταίο βιβλίο μου είναι ότι ήθελα να συνεχίσω να υπενθυμίζω στους νέους ότι είναι δυνατόν να αλλάξουμε τον κόσμο».

Το πικρό μέτρο του κόσμου

του Νίκου Ξυδάκη


Για τον Σπύρο Παντ. Μπουκάλα, ετών 20

Αβάσταχτη. Ανείπωτη. Αδιανόητη. Απαρηγόρητη. Κι εντούτοις πικρό μέτρο του κόσμου. Η απώλεια, μάλιστα η απώλεια του παιδιού, η απώλεια του παλικαριού, είναι η μόνη που δίνει το μέτρο να ζυγίσεις τις άλλες θλίψεις, τις άλλες έγνοιες, τις ήττες και τις καταστροφές, συλλογικές, κοινωνικές, ιστορικές· να τις μετρήσεις με τα σταθμά του πόνου, που ξεπερνά τον άνθρωπο και τον ορίζει. Που του θυμίζει τι είναι. Οναρ σκιάς.

Πώς θα ζήσουν οι γονείς; Το γοερό ερώτημα μ’ έσκισε στο τηλέφωνο. Πώς θα ζήσουν η Σάσα και ο Παντελής χωρίς τον Σπύρο; Πώς επιζεί ο γονιός που χάνει το εικοσάχρονο παιδί του; Ακαριαία μπήκα στη θέση των συντέκνων, έχω παιδί στην ίδια ακριβώς ηλικία, κι έπεσα στα γόνατα ξέπνοος άλαλος μουσκεμένος, σε μια σκοτεινή εσοχή, να μη με βλέπει μάτι. Ακουγα στο κινητό τον άνεμο της Ελευσίνας, και τον γόο. Είδα μπροστά μου πρόσωπα βρεφών και νηπίων, την πρωτότοκη στο Αιγαίο, γκριμάτσες, τσουλούφια, φακίδες, επικά βαφτίσια με κλαρίνα του βάλτου, ποδοσφαιρικές φανέλες, είδα τους εαυτούς γονείς ν’ ασπρίζουν και τα νήπια να αντρεύουν και να σαλπάρουν, άκουσα μπουζουκομπαγλαμάδες σε συμπόσια, άκουσα υποβλητικούς τον Μάντη και τον Πάνθηρα, την Ευδοκία και τον Αλγόρυθμο, άκουγα, έβλεπα, μύριζα, η ζωή περνούσε με αστραπές και μαστιγώματα της μνήμης. Η ζωή. Μπροστά στον θάνατο ψελλίζουμε στερεοτυπικά, μπροστά στον θάνατο του παλικαριού σώνεται ακόμη και το ψέλλισμα, σβήνει κάθε στερεότυπο. Δεν ψελλίζω τίποτε.

Σκέφτομαι μόνο ότι ο ποιητής πατέρας έχει γράψει τόσο βαθιά, τόσο συμπονετικά, για την απώλεια, το πένθος και τον θάνατο, ζυμωμένος μαζί τους από παιδί, μα πάντα δοσμένος της ζωής. Τούτο, του 2009 («Σύνοψη». Παντελής Μπουκάλας, Ρήματα):

Μια μεταφορά ο βίος
Κυριολεκτικά

Ακάθεκτα περνούν τα χρόνια μας τα στάσιμα
ένας αέρας πες ένας αέρας. Ούτε.
Εκείνος, μια θ’ αναστήσει τη φωτιά
μόλις που σβήνει
μια τα καράβια θα τα κινδυνέψει
μια πιο αψύ θα κάνει το κρασί.
Αέρας το λοιπόν.
Αφού το λες.
Φυσάει και φεύγει.
Απ’ την πληγή δεν απομένει παρά η μνήμη της,
λειψή κι εκείνη,
μακρινή. Τότε. Θυμάσαι. Δεν θυμάσαι;
Τότε που έφυγε ο…
Ο;
Ολα τα συνοψίζει ο θάνατος

Ολα;

Αύριο, Πέμπτη, 18/8/2011, στις 16:00 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών αποχαιρετάμε τον Σπύρο

Το πικρό μέτρο του κόσμου

του Νίκου Ξυδάκη


Για τον Σπύρο Παντ. Μπουκάλα, ετών 20

Αβάσταχτη. Ανείπωτη. Αδιανόητη. Απαρηγόρητη. Κι εντούτοις πικρό μέτρο του κόσμου. Η απώλεια, μάλιστα η απώλεια του παιδιού, η απώλεια του παλικαριού, είναι η μόνη που δίνει το μέτρο να ζυγίσεις τις άλλες θλίψεις, τις άλλες έγνοιες, τις ήττες και τις καταστροφές, συλλογικές, κοινωνικές, ιστορικές· να τις μετρήσεις με τα σταθμά του πόνου, που ξεπερνά τον άνθρωπο και τον ορίζει. Που του θυμίζει τι είναι. Οναρ σκιάς.

Πώς θα ζήσουν οι γονείς; Το γοερό ερώτημα μ’ έσκισε στο τηλέφωνο. Πώς θα ζήσουν η Σάσα και ο Παντελής χωρίς τον Σπύρο; Πώς επιζεί ο γονιός που χάνει το εικοσάχρονο παιδί του; Ακαριαία μπήκα στη θέση των συντέκνων, έχω παιδί στην ίδια ακριβώς ηλικία, κι έπεσα στα γόνατα ξέπνοος άλαλος μουσκεμένος, σε μια σκοτεινή εσοχή, να μη με βλέπει μάτι. Ακουγα στο κινητό τον άνεμο της Ελευσίνας, και τον γόο. Είδα μπροστά μου πρόσωπα βρεφών και νηπίων, την πρωτότοκη στο Αιγαίο, γκριμάτσες, τσουλούφια, φακίδες, επικά βαφτίσια με κλαρίνα του βάλτου, ποδοσφαιρικές φανέλες, είδα τους εαυτούς γονείς ν’ ασπρίζουν και τα νήπια να αντρεύουν και να σαλπάρουν, άκουσα μπουζουκομπαγλαμάδες σε συμπόσια, άκουσα υποβλητικούς τον Μάντη και τον Πάνθηρα, την Ευδοκία και τον Αλγόρυθμο, άκουγα, έβλεπα, μύριζα, η ζωή περνούσε με αστραπές και μαστιγώματα της μνήμης. Η ζωή. Μπροστά στον θάνατο ψελλίζουμε στερεοτυπικά, μπροστά στον θάνατο του παλικαριού σώνεται ακόμη και το ψέλλισμα, σβήνει κάθε στερεότυπο. Δεν ψελλίζω τίποτε.

Σκέφτομαι μόνο ότι ο ποιητής πατέρας έχει γράψει τόσο βαθιά, τόσο συμπονετικά, για την απώλεια, το πένθος και τον θάνατο, ζυμωμένος μαζί τους από παιδί, μα πάντα δοσμένος της ζωής. Τούτο, του 2009 («Σύνοψη». Παντελής Μπουκάλας, Ρήματα):

Μια μεταφορά ο βίος
Κυριολεκτικά

Ακάθεκτα περνούν τα χρόνια μας τα στάσιμα
ένας αέρας πες ένας αέρας. Ούτε.
Εκείνος, μια θ’ αναστήσει τη φωτιά
μόλις που σβήνει
μια τα καράβια θα τα κινδυνέψει
μια πιο αψύ θα κάνει το κρασί.
Αέρας το λοιπόν.
Αφού το λες.
Φυσάει και φεύγει.
Απ’ την πληγή δεν απομένει παρά η μνήμη της,
λειψή κι εκείνη,
μακρινή. Τότε. Θυμάσαι. Δεν θυμάσαι;
Τότε που έφυγε ο…
Ο;
Ολα τα συνοψίζει ο θάνατος

Ολα;

Αύριο, Πέμπτη, 18/8/2011, στις 16:00 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών αποχαιρετάμε τον Σπύρο

We are still rolling…

Μ’ αυτά και μ’ αυτά να ‘μαστε στην Αθήνα. Δηλαδή όχι ακριβώς στην Αθήνα, λίγο πιο έξω, σε απόσταση ασφαλείας από την ένταση της πόλης αλλά και αρκετά κοντά ωστε να μην (ξανα)αποκοπούμε…
Τα δύσκολα ήταν η μετακόμιση που κράτησε περίπου δύο εβδομάδες και τα παιδιά, που ίσως τους πάρει λίγο περισσότερο για να προσαρμοστούν αν και δεν δείχνουν σημάδια αποπροσανατολισμού!
Το καινούργιο σπίτι έχει φως, πολύ φως και αέρα, πολύ αέρα! Εχει ηρεμία, έχει ήσυχους ανθρώπους και ήσυχους δρόμους, έχει πανέμορφα σχολία και αλάνες. Ναι αλάνες! Δεν έχω ξαναμείνει σε περιοχή με αλάνες ξανά στη ζωή μου εκτός από μια διετία στη Βέροια, όταν ήμουν 7-8 χρόνων!
Κι έτσι, μέσα στον Δεκαπενταύγουστο του ’11, γυρίσαμε γρήγορα-γρήγορα σελίδα. Ή μάλλον κεφάλαιο. ‘Η πιο σωστά, ολόκληρο βιβλίο!

Επανεκίνηση λοιπόν!

Γράφω λιγότερο (στο blog), Ζω περισσότερο (στα Social Media)

Και η αλήθεια είναι ότι με βολεύει αυτό…
Εχω τόσα πολλά να πω και να γράψω τους τελευταίους μήνες που αν συνέχιζα να γράφω εδώ μέσα δεν θα έβαζα τελεία…
Με βολεύει πολύ ο περιορισμός των 140 χαρακτήρων του twitter.
Είναι εξάλλου και μια άσκηση. Να λες περισσότερα γράφοντας λιγότερα.
Και οι καιροί μας δεν είναι για πολλά-πολλά.
Ούτε για φιλοσοφικά δοκίμια ούτε για μακροσκελή ανάπτυξη.
Οταν βαριέσαι να διαβάζεις τις ατελείωτες αναλύσεις επί αναλύσεων των άλλων, κυρίως των επαγγελματιών του είδους, τότε πως να κάτσεις να γράψεις το δικό σου σεντόνι;
Αφήστε που έχω βαρεθεί και τους μονολόγους. Το προηγούμενο από αυτό διάστημα είχα την εντύπωση ότι μόνος μου τα γράφω, μόνος μου τα διαβάζω αν και ήξερα ότι αυτό δεν είναι και εντελώς αλήθεια…
Παρ’ όλα αυτά, τα blog ποτέ δεν έχτιζαν κοινότητες και ποτέ δεν αισθανόσουν τη συμμετοχή και την αλληλοεπίδραση που υπάρχει στα Social Media. Ηταν και είναι το soap-box που ανέβαινες κι έλεγες την παρόλα σου σε μια γωνίτσα του ψηφιακού Χάιντ Πάρκ. Με όλο τον ναρκισσισμό του «εγω μιλάω, εσείς ακούτε», «εγώ ξέρω, εσείς δεν ξέρετε»…
Τα πράγματα άλλαξαν.
Ολοι ξέρουμε πια ακόμη κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε.
Το «να πούμε πράγματα» έχει αντικατασταθεί από το «ας κάνει και κάποιος κάτι». Είτε σε προσωπικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο.
Ετσι, προσπαθώ να κάνω κάτι. Αλλάζοντας πρώτα από όλα εμένα τον ίδιο, την πορεία μου, τη δουλειά μου, τον τόπο που ζω, το σπίτι μου και μετά και όλα τα άλλα.
Φροντίζοντας να ζω περισσότερο παρά να περιγράφω αυτό που όλοι μαζί ζούμε.

Φορτώνω λοιπόν και πάλι το φορτηγό και μετακομίζω. Από τον Βορρά, στο Νότο.
Ξανά στο κέντρο των πραγμάτων. Με εντελώς όμως διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι πριν 8 χρόνια που έκανα, πάλι με φορτηγό, την αντίστροφη πορεία.

Το ταξίδι λοιπόν συνεχίζεται…
Κι έχει περισσότερο ενδιαφέρον από ποτέ!
Ο Anemos μου εξασφάλισε, αν μη τι άλλο, τους όρους αυτού του ταξιδιού.
Καιρός ήταν!

Γράφω λιγότερο (στο blog), Ζω περισσότερο (στα Social Media)

Και η αλήθεια είναι ότι με βολεύει αυτό…
Εχω τόσα πολλά να πω και να γράψω τους τελευταίους μήνες που αν συνέχιζα να γράφω εδώ μέσα δεν θα έβαζα τελεία…
Με βολεύει πολύ ο περιορισμός των 140 χαρακτήρων του twitter.
Είναι εξάλλου και μια άσκηση. Να λες περισσότερα γράφοντας λιγότερα.
Και οι καιροί μας δεν είναι για πολλά-πολλά.
Ούτε για φιλοσοφικά δοκίμια ούτε για μακροσκελή ανάπτυξη.
Οταν βαριέσαι να διαβάζεις τις ατελείωτες αναλύσεις επί αναλύσεων των άλλων, κυρίως των επαγγελματιών του είδους, τότε πως να κάτσεις να γράψεις το δικό σου σεντόνι;
Αφήστε που έχω βαρεθεί και τους μονολόγους. Το προηγούμενο από αυτό διάστημα είχα την εντύπωση ότι μόνος μου τα γράφω, μόνος μου τα διαβάζω αν και ήξερα ότι αυτό δεν είναι και εντελώς αλήθεια…
Παρ’ όλα αυτά, τα blog ποτέ δεν έχτιζαν κοινότητες και ποτέ δεν αισθανόσουν τη συμμετοχή και την αλληλοεπίδραση που υπάρχει στα Social Media. Ηταν και είναι το soap-box που ανέβαινες κι έλεγες την παρόλα σου σε μια γωνίτσα του ψηφιακού Χάιντ Πάρκ. Με όλο τον ναρκισσισμό του «εγω μιλάω, εσείς ακούτε», «εγώ ξέρω, εσείς δεν ξέρετε»…
Τα πράγματα άλλαξαν.
Ολοι ξέρουμε πια ακόμη κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε.
Το «να πούμε πράγματα» έχει αντικατασταθεί από το «ας κάνει και κάποιος κάτι». Είτε σε προσωπικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο.
Ετσι, προσπαθώ να κάνω κάτι. Αλλάζοντας πρώτα από όλα εμένα τον ίδιο, την πορεία μου, τη δουλειά μου, τον τόπο που ζω, το σπίτι μου και μετά και όλα τα άλλα.
Φροντίζοντας να ζω περισσότερο παρά να περιγράφω αυτό που όλοι μαζί ζούμε.

Φορτώνω λοιπόν και πάλι το φορτηγό και μετακομίζω. Από τον Βορρά, στο Νότο.
Ξανά στο κέντρο των πραγμάτων. Με εντελώς όμως διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι πριν 8 χρόνια που έκανα, πάλι με φορτηγό, την αντίστροφη πορεία.

Το ταξίδι λοιπόν συνεχίζεται…
Κι έχει περισσότερο ενδιαφέρον από ποτέ!
Ο Anemos μου εξασφάλισε, αν μη τι άλλο, τους όρους αυτού του ταξιδιού.
Καιρός ήταν!

Νίκο μου

Γιατί ρε Νίκο;
Γιατί;

Ωρες και ώρες ατέλειωτες περιμένω μια διάψευση ρε Νίκο. Πως είναι άλλη μια ανοησία σαν κι εκείνη για τον Καμπανέλλη…

Ωρες και ώρες ατελείωτες προσπαθώ να μην πιάσω εκείνο το μοιρολόι, το δικό μου, ξέρεις που μου τρώει τα σωθικά… Απλώς που και που πετάω ένα «ωχ, Χριστέ μου!» να φύγει το πολύ το βάρος.

Σήμερα το πρωί, να φανταστείς Νίκο, με το που βγήκα από το σπίτι, εδώ στη Χαλκιδική, κοίταξα προς τα δυτικά, γιατί νομίζεις; Μπας και δω το αεροπλανάκι σου να πετάει στον ουρανό… Πάσχα είναι… Μπας και το δοκιμάζεις να πας… Να πας… Ταξίδι να πας… Δεν το είδα… Νωρίς είναι, είπα…

Ωχ Χριστέ μου!

Στρίβω τσιγάρο λίγο… δεν μπορώ…

Να βάλω στιχάκι σου εδώ; Δεν βάζω! Ολος από στιχάκια σου είμαι φτιαγμένος. Οπου και να με ψάξεις.
Να βάλω τραγούδι σου; Δεν βάζω. Για ποιον να το βάλω; Για όλους; Αφού όλοι τα ξέρουν όλα τα τραγούδια σου.
Να βάλω φωτογραφία σου;
Εκκλησάκι δεν σου στήνω στην άκρη του δρόμου μου εσένα. Δεν είσαι δυστύχημα στη ζωή μας.
Ζωή στη ζωή μας είσαι και θα είσαι…

Και να σου πω και κάτι, ρε Νίκο;
Ούτε θα σε κλάψω!
Γιατί αν τώρα σε κλάψω, κάθε που σε ακούω θα κλαίω…
Και δεν το θέλω να κλαίω για σένα.
Θέλω να κλαίω από έρωτα. Τον έρωτα των τραγουδιών σου…

Γιατί ρε Νίκο;

Νίκο μου!