Το πικρό μέτρο του κόσμου

του Νίκου Ξυδάκη


Για τον Σπύρο Παντ. Μπουκάλα, ετών 20

Αβάσταχτη. Ανείπωτη. Αδιανόητη. Απαρηγόρητη. Κι εντούτοις πικρό μέτρο του κόσμου. Η απώλεια, μάλιστα η απώλεια του παιδιού, η απώλεια του παλικαριού, είναι η μόνη που δίνει το μέτρο να ζυγίσεις τις άλλες θλίψεις, τις άλλες έγνοιες, τις ήττες και τις καταστροφές, συλλογικές, κοινωνικές, ιστορικές· να τις μετρήσεις με τα σταθμά του πόνου, που ξεπερνά τον άνθρωπο και τον ορίζει. Που του θυμίζει τι είναι. Οναρ σκιάς.

Πώς θα ζήσουν οι γονείς; Το γοερό ερώτημα μ’ έσκισε στο τηλέφωνο. Πώς θα ζήσουν η Σάσα και ο Παντελής χωρίς τον Σπύρο; Πώς επιζεί ο γονιός που χάνει το εικοσάχρονο παιδί του; Ακαριαία μπήκα στη θέση των συντέκνων, έχω παιδί στην ίδια ακριβώς ηλικία, κι έπεσα στα γόνατα ξέπνοος άλαλος μουσκεμένος, σε μια σκοτεινή εσοχή, να μη με βλέπει μάτι. Ακουγα στο κινητό τον άνεμο της Ελευσίνας, και τον γόο. Είδα μπροστά μου πρόσωπα βρεφών και νηπίων, την πρωτότοκη στο Αιγαίο, γκριμάτσες, τσουλούφια, φακίδες, επικά βαφτίσια με κλαρίνα του βάλτου, ποδοσφαιρικές φανέλες, είδα τους εαυτούς γονείς ν’ ασπρίζουν και τα νήπια να αντρεύουν και να σαλπάρουν, άκουσα μπουζουκομπαγλαμάδες σε συμπόσια, άκουσα υποβλητικούς τον Μάντη και τον Πάνθηρα, την Ευδοκία και τον Αλγόρυθμο, άκουγα, έβλεπα, μύριζα, η ζωή περνούσε με αστραπές και μαστιγώματα της μνήμης. Η ζωή. Μπροστά στον θάνατο ψελλίζουμε στερεοτυπικά, μπροστά στον θάνατο του παλικαριού σώνεται ακόμη και το ψέλλισμα, σβήνει κάθε στερεότυπο. Δεν ψελλίζω τίποτε.

Σκέφτομαι μόνο ότι ο ποιητής πατέρας έχει γράψει τόσο βαθιά, τόσο συμπονετικά, για την απώλεια, το πένθος και τον θάνατο, ζυμωμένος μαζί τους από παιδί, μα πάντα δοσμένος της ζωής. Τούτο, του 2009 («Σύνοψη». Παντελής Μπουκάλας, Ρήματα):

Μια μεταφορά ο βίος
Κυριολεκτικά

Ακάθεκτα περνούν τα χρόνια μας τα στάσιμα
ένας αέρας πες ένας αέρας. Ούτε.
Εκείνος, μια θ’ αναστήσει τη φωτιά
μόλις που σβήνει
μια τα καράβια θα τα κινδυνέψει
μια πιο αψύ θα κάνει το κρασί.
Αέρας το λοιπόν.
Αφού το λες.
Φυσάει και φεύγει.
Απ’ την πληγή δεν απομένει παρά η μνήμη της,
λειψή κι εκείνη,
μακρινή. Τότε. Θυμάσαι. Δεν θυμάσαι;
Τότε που έφυγε ο…
Ο;
Ολα τα συνοψίζει ο θάνατος

Ολα;

Αύριο, Πέμπτη, 18/8/2011, στις 16:00 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών αποχαιρετάμε τον Σπύρο

Το πικρό μέτρο του κόσμου

του Νίκου Ξυδάκη


Για τον Σπύρο Παντ. Μπουκάλα, ετών 20

Αβάσταχτη. Ανείπωτη. Αδιανόητη. Απαρηγόρητη. Κι εντούτοις πικρό μέτρο του κόσμου. Η απώλεια, μάλιστα η απώλεια του παιδιού, η απώλεια του παλικαριού, είναι η μόνη που δίνει το μέτρο να ζυγίσεις τις άλλες θλίψεις, τις άλλες έγνοιες, τις ήττες και τις καταστροφές, συλλογικές, κοινωνικές, ιστορικές· να τις μετρήσεις με τα σταθμά του πόνου, που ξεπερνά τον άνθρωπο και τον ορίζει. Που του θυμίζει τι είναι. Οναρ σκιάς.

Πώς θα ζήσουν οι γονείς; Το γοερό ερώτημα μ’ έσκισε στο τηλέφωνο. Πώς θα ζήσουν η Σάσα και ο Παντελής χωρίς τον Σπύρο; Πώς επιζεί ο γονιός που χάνει το εικοσάχρονο παιδί του; Ακαριαία μπήκα στη θέση των συντέκνων, έχω παιδί στην ίδια ακριβώς ηλικία, κι έπεσα στα γόνατα ξέπνοος άλαλος μουσκεμένος, σε μια σκοτεινή εσοχή, να μη με βλέπει μάτι. Ακουγα στο κινητό τον άνεμο της Ελευσίνας, και τον γόο. Είδα μπροστά μου πρόσωπα βρεφών και νηπίων, την πρωτότοκη στο Αιγαίο, γκριμάτσες, τσουλούφια, φακίδες, επικά βαφτίσια με κλαρίνα του βάλτου, ποδοσφαιρικές φανέλες, είδα τους εαυτούς γονείς ν’ ασπρίζουν και τα νήπια να αντρεύουν και να σαλπάρουν, άκουσα μπουζουκομπαγλαμάδες σε συμπόσια, άκουσα υποβλητικούς τον Μάντη και τον Πάνθηρα, την Ευδοκία και τον Αλγόρυθμο, άκουγα, έβλεπα, μύριζα, η ζωή περνούσε με αστραπές και μαστιγώματα της μνήμης. Η ζωή. Μπροστά στον θάνατο ψελλίζουμε στερεοτυπικά, μπροστά στον θάνατο του παλικαριού σώνεται ακόμη και το ψέλλισμα, σβήνει κάθε στερεότυπο. Δεν ψελλίζω τίποτε.

Σκέφτομαι μόνο ότι ο ποιητής πατέρας έχει γράψει τόσο βαθιά, τόσο συμπονετικά, για την απώλεια, το πένθος και τον θάνατο, ζυμωμένος μαζί τους από παιδί, μα πάντα δοσμένος της ζωής. Τούτο, του 2009 («Σύνοψη». Παντελής Μπουκάλας, Ρήματα):

Μια μεταφορά ο βίος
Κυριολεκτικά

Ακάθεκτα περνούν τα χρόνια μας τα στάσιμα
ένας αέρας πες ένας αέρας. Ούτε.
Εκείνος, μια θ’ αναστήσει τη φωτιά
μόλις που σβήνει
μια τα καράβια θα τα κινδυνέψει
μια πιο αψύ θα κάνει το κρασί.
Αέρας το λοιπόν.
Αφού το λες.
Φυσάει και φεύγει.
Απ’ την πληγή δεν απομένει παρά η μνήμη της,
λειψή κι εκείνη,
μακρινή. Τότε. Θυμάσαι. Δεν θυμάσαι;
Τότε που έφυγε ο…
Ο;
Ολα τα συνοψίζει ο θάνατος

Ολα;

Αύριο, Πέμπτη, 18/8/2011, στις 16:00 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών αποχαιρετάμε τον Σπύρο

Ποιος ουρανός; Και ποιο ποτάμι;

…να αγκαλιάσει αυτές τις ψυχές;

Ποιος θα το περιγράψει… ποιος θα τολμήσει να το γράψει με περισσότερες λέξεις… ποιος θα αντέξει;

Η ροή του χρόνου σταματάει…

Τα κεφάλια κάτω. Τα μάτια στη γη.
Ενός αιώνα σιγή!

Αχνα μη βγάλεις! Τσιμουδιά!

Χθες δεν έγραψα για το Αυριο

Το άνοιγα, το έκλεινα και το ξανάνοιγα τον ΑΝεμο χθες.
Να γράψω, να μην γράψω, να γράψω.
Δεν έγραψα…

Γιατί η γραφή μπορεί να κάνει τη μνήμη επέτειο.
Μπορεί να κάνει το Αυριο να γίνει Χθες… Προχθές… Κάποτε… Τότε…

Ομως εκείνη η σφαίρα είχε στόχο το Αυριο και όχι το ΤΟΤΕ. Είχε στόχο την καρδιά του μέλλοντός μας.

Ο Αλέξανδρος δεν ήταν ήρωας. Δεν έπεσε σε κάποια μάχη. Δεν πήγε για να πεθάνει.

Ηταν κάτι πολύ παραπάνω από ήρωας: ένα Παιδί!

Ηταν το μέλλον.

Είναι.

Το μόνο που θα επαναλάβω είναι η ίδια κατάρα που «χάρισα» τότε στους δολοφόνους του: Το αίμα του στα κεφάλια σας! Και στα κεφάλια μας! Κανείς δεν θα το ξεπλύνει…




Και κάτι ακόμη: Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΑΣ ΒΡΩΜΑΕΙ ΔΑΚΡΥΓΟΝΑ!

Χθες δεν έγραψα για το Αυριο

Το άνοιγα, το έκλεινα και το ξανάνοιγα τον ΑΝεμο χθες.
Να γράψω, να μην γράψω, να γράψω.
Δεν έγραψα…

Γιατί η γραφή μπορεί να κάνει τη μνήμη επέτειο.
Μπορεί να κάνει το Αυριο να γίνει Χθες… Προχθές… Κάποτε… Τότε…

Ομως εκείνη η σφαίρα είχε στόχο το Αυριο και όχι το ΤΟΤΕ. Είχε στόχο την καρδιά του μέλλοντός μας.

Ο Αλέξανδρος δεν ήταν ήρωας. Δεν έπεσε σε κάποια μάχη. Δεν πήγε για να πεθάνει.

Ηταν κάτι πολύ παραπάνω από ήρωας: ένα Παιδί!

Ηταν το μέλλον.

Είναι.

Το μόνο που θα επαναλάβω είναι η ίδια κατάρα που «χάρισα» τότε στους δολοφόνους του: Το αίμα του στα κεφάλια σας! Και στα κεφάλια μας! Κανείς δεν θα το ξεπλύνει…




Και κάτι ακόμη: Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΑΣ ΒΡΩΜΑΕΙ ΔΑΚΡΥΓΟΝΑ!

ΤΑ ΔΥΟ ΚΟΥΤΙΑ


Μια φορά ήταν ένα μεγάλο άδειο κουτί κι ένα μικρό, επίσης άδειο, που κατοικοέδρευαν στα ανεξερεύνητα βάθη μιας ντουλάπας. Το μεγάλο είχε πάνω του το διακριτικό ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ – που σήμαινε ότι ήταν διανοούμενο – το μικρό είχε τη φίρμα ενός μάλλον λαϊκού ζαχαροπλαστείου.
Ύστερα από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα σιωπής, κάποιο πιθανόν βροχερό, πιθανόν απόγευμα (δεν μπορούσε να ξέρει κανείς εκεί μέσα πώς ήταν ή τι ήταν, γιατί επικρατούσε πάντα σκοτάδι και δεν έβρεχε ποτέ), το μικρό κουτί απηύθυνε το λόγο στο μεγάλο.
«Τι ώρα είναι;»
«Τι είναι η ώρα;» αντιγύρισε το μεγάλο κουτί με φιλοσοφική διάθεση.
«Δεν ξέρω! Είναι…χμ… μια Επινόηση. Για να περνά η ώρα…» απάντησε αιφνιδιασμένο το μικρό κουτί.
«Όλοι είμαστε Επινοήσεις. Σκοτεινές Επινοήσεις. Άδεια σχήματα λόγου…» αναστέναξε το μεγάλο κουτί.
«Καταλαβαίνω. Νιώθεις άδειο…» είπε με συμπάθεια το μικρό κουτί.
«Νιώθω ένα κενό…» μουρμούρισε υπόκωφα το μεγάλο κουτί, με το σχετικό ηχητικό εφέ.
Το μικρό κουτί, που, χωρίς να το ξέρει, φιλοξενούσε μια αποικία μυκήτων ζεν, σκέφτηκε λίγο.
«Μα η χρηστικότητά μας βρίσκεται ακριβώς στο κενό μας» παρατήρησε.
Το μεγάλο κουτί αναστέναξε πάλι.
«Αυτό είναι που με βασανίζει» είπε. «Το κενό. Ζητά συνεχώς πράξεις και πράγματα για να πληρωθεί.»
«Αγνόησέ το» του υπέδειξε το μικρό κουτί. «Γιατί να το πληρώσεις; Τι έκανε αυτό για σένα;»
«Τι έκανε; Παίρνοντας, στην περίπτωσή μου, το σχήμα λόγου της τετράγωνης λογικής, μου πρόσφερε άπειρες δυνατότητες – που, δυστυχώς, τις εκμεταλλεύτηκα όλες. Γι αυτό κατέληξα εδώ…»
«Δηλαδή;» ρώτησε αθώα το μικρό κουτί (που ήταν εξαγωνικό και ρηχό και άσχετο προς βαθείς, τετράγωνους συλλογισμούς).
«Ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου με μια σοβαρή αποστολή: ως σωματοφύλακας ενός VIP, ενός σπουδαίου PC. Ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Τον προστάτεψα όσο μπορούσα, αλλά κάποια μέρα τον απομάκρυναν βάναυσα από τη θέση του. Ποτέ δεν τον ξέχασα, κι ας γνώρισα από τότε δεκάδες ετερόκλητα, ανεπιθύμητα άτομα που τους πρόσφερα περιστασιακά άσυλο και καταφύγιο. Στην ωριμότητά μου, άρχισα να συγκεντρώνω αποδείξεις…»
«Αποδείξεις για ποιο πράγματα;»
«Δεν έχει σημασία. Αποδείξεις. Που θα αποδείκνυαν κάτι, κάπου. Έγινα λοιπόν επικίνδυνο για το Σύστημα. Έτσι, μου αφαίρεσαν όλες τις αποδείξεις και με φυλάκισαν σ’ αυτό το μπουντρούμι για πάντα.»
«Η έννοια ‘πάντα’ δεν έχει νόημα, είναι σχετική», άρχισε το μικρό κουτί.
Εκείνη τη στιγμή, η παραδουλεύτρα άνοιξε επιτέλους αυτή τη ντουλάπα, είπε: «Αχά!», έβγαλε έξω τα δυο κουτιά και τα πέταξε.

Ηθικό δίδαγμα: Μιλά σωστά όποιος μιλά προτελευταίος και τον διακόπτουν.

ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ, Κέδρος, 2001

ΤΑ ΔΥΟ ΚΟΥΤΙΑ


Μια φορά ήταν ένα μεγάλο άδειο κουτί κι ένα μικρό, επίσης άδειο, που κατοικοέδρευαν στα ανεξερεύνητα βάθη μιας ντουλάπας. Το μεγάλο είχε πάνω του το διακριτικό ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ – που σήμαινε ότι ήταν διανοούμενο – το μικρό είχε τη φίρμα ενός μάλλον λαϊκού ζαχαροπλαστείου.
Ύστερα από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα σιωπής, κάποιο πιθανόν βροχερό, πιθανόν απόγευμα (δεν μπορούσε να ξέρει κανείς εκεί μέσα πώς ήταν ή τι ήταν, γιατί επικρατούσε πάντα σκοτάδι και δεν έβρεχε ποτέ), το μικρό κουτί απηύθυνε το λόγο στο μεγάλο.
«Τι ώρα είναι;»
«Τι είναι η ώρα;» αντιγύρισε το μεγάλο κουτί με φιλοσοφική διάθεση.
«Δεν ξέρω! Είναι…χμ… μια Επινόηση. Για να περνά η ώρα…» απάντησε αιφνιδιασμένο το μικρό κουτί.
«Όλοι είμαστε Επινοήσεις. Σκοτεινές Επινοήσεις. Άδεια σχήματα λόγου…» αναστέναξε το μεγάλο κουτί.
«Καταλαβαίνω. Νιώθεις άδειο…» είπε με συμπάθεια το μικρό κουτί.
«Νιώθω ένα κενό…» μουρμούρισε υπόκωφα το μεγάλο κουτί, με το σχετικό ηχητικό εφέ.
Το μικρό κουτί, που, χωρίς να το ξέρει, φιλοξενούσε μια αποικία μυκήτων ζεν, σκέφτηκε λίγο.
«Μα η χρηστικότητά μας βρίσκεται ακριβώς στο κενό μας» παρατήρησε.
Το μεγάλο κουτί αναστέναξε πάλι.
«Αυτό είναι που με βασανίζει» είπε. «Το κενό. Ζητά συνεχώς πράξεις και πράγματα για να πληρωθεί.»
«Αγνόησέ το» του υπέδειξε το μικρό κουτί. «Γιατί να το πληρώσεις; Τι έκανε αυτό για σένα;»
«Τι έκανε; Παίρνοντας, στην περίπτωσή μου, το σχήμα λόγου της τετράγωνης λογικής, μου πρόσφερε άπειρες δυνατότητες – που, δυστυχώς, τις εκμεταλλεύτηκα όλες. Γι αυτό κατέληξα εδώ…»
«Δηλαδή;» ρώτησε αθώα το μικρό κουτί (που ήταν εξαγωνικό και ρηχό και άσχετο προς βαθείς, τετράγωνους συλλογισμούς).
«Ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου με μια σοβαρή αποστολή: ως σωματοφύλακας ενός VIP, ενός σπουδαίου PC. Ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Τον προστάτεψα όσο μπορούσα, αλλά κάποια μέρα τον απομάκρυναν βάναυσα από τη θέση του. Ποτέ δεν τον ξέχασα, κι ας γνώρισα από τότε δεκάδες ετερόκλητα, ανεπιθύμητα άτομα που τους πρόσφερα περιστασιακά άσυλο και καταφύγιο. Στην ωριμότητά μου, άρχισα να συγκεντρώνω αποδείξεις…»
«Αποδείξεις για ποιο πράγματα;»
«Δεν έχει σημασία. Αποδείξεις. Που θα αποδείκνυαν κάτι, κάπου. Έγινα λοιπόν επικίνδυνο για το Σύστημα. Έτσι, μου αφαίρεσαν όλες τις αποδείξεις και με φυλάκισαν σ’ αυτό το μπουντρούμι για πάντα.»
«Η έννοια ‘πάντα’ δεν έχει νόημα, είναι σχετική», άρχισε το μικρό κουτί.
Εκείνη τη στιγμή, η παραδουλεύτρα άνοιξε επιτέλους αυτή τη ντουλάπα, είπε: «Αχά!», έβγαλε έξω τα δυο κουτιά και τα πέταξε.

Ηθικό δίδαγμα: Μιλά σωστά όποιος μιλά προτελευταίος και τον διακόπτουν.

ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ, Κέδρος, 2001