Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (Κατερίνα Γ.)

Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα.
Να  το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ’ η ελπίδα.
’κου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γυρμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες.
Να φυλάξεις μονάχα
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί.
Και θαρθούνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά-
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ’ όλα αυτά Μαρία.

Γιατί κατάπεσε ο άνεμος

ΑΥΛΙΔΑ – ΣΧΟΛΙΟ

Εστί ουν τραγωδία μίμησις πράξεως
σπουδαίας και τελείας…
Αριστοτέλης

Σου ‘λαχε να δεις τέτοια απανεμιά πριν το χαμό
όπως η γόμωση οβίδας;
Κάποιος ρωτούσε για πού θα κινούσανε τα πλοία
Γιατί κατάπεσε ο άνεμος
Γιατί σα χύμηξε ο χαλκός ίσα στο λαιμό της
τον είπαν πετεινό
πού τη σφάξανε;

…κι οι θάμνοι γύρω σαστισμένοι
βουβαμένο κόλυβο ύπνωνε τη χούφτα
το σκυλί απόμακρο αυτοπυρπολήθηκε

στο γιαλό ακούστηκαν πατούσες·
είπαν, η ψυχή της που έφευγε
Και τότες — χίλιοι ταύροι —
από τον ανοιγμένο της λαιμό σηκώθηκε
ούριος άνεμος
—Αχαιοί, στα πλοία…

Αν όχι τίποτ’ άλλο
κι αν σακατεύτηκαν κι αν δεν έμεινε σανίδα
απ’ τα καράβια
κι αν η Τροία
«και Πρίαμος και λαός ευμελίοιο Πριάμοιο»
αν όλα πήγαν κατ’ ανέμου
τουλάχιστον αυτό: η σφαγή χρησίμεψε
να είναι αλάθητος ο λόγος σου
να ‘σαι κι ελόγου σου για Νόμπελ Σταγειρίτη.

Κάποιος ρωτούσε αν προβλέπεται
ποινική παρακαμπτήριος
για αθλιότητες δεδοξασμένων.

Πέθανε ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος

λένε κάποιοι…


Photo: © E.KE.BI, 2001. Σταφυλίδου

Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκε στον Πειραιά το Σεπτέμβριο του 1920 όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στην Κατοχή πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την Απελευθέρωση, το 1947, εξορίζεται στην Ικαρία και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου μετάγεται στην Μακρόνησο. Απολύεται το 1949, με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Από το 1958 έως το 1962 εργάζεται στη Σύρο όπου φτιάχνει δικό του φροντιστήριο. Σε φροντιστήρια υποψηφίων για τα ΑΕΙ δίδαξε επίσης στην Αθήνα τη δεκαετία από το 1963 έως το 1973. Το 1973 διδάσκει στη Σχολή Μωραΐτη. Το 1979 διορίζεται για πρώτη φορά στο Δημόσιο, από το οποίο ήταν αποκλεισμένος λόγω πολιτικών φρονημάτων. Συνταξιοδοτείται το 1986.

Γιατί κατάπεσε ο άνεμος

ΑΥΛΙΔΑ – ΣΧΟΛΙΟ

Εστί ουν τραγωδία μίμησις πράξεως
σπουδαίας και τελείας…
Αριστοτέλης

Σου ‘λαχε να δεις τέτοια απανεμιά πριν το χαμό
όπως η γόμωση οβίδας;
Κάποιος ρωτούσε για πού θα κινούσανε τα πλοία
Γιατί κατάπεσε ο άνεμος
Γιατί σα χύμηξε ο χαλκός ίσα στο λαιμό της
τον είπαν πετεινό
πού τη σφάξανε;

…κι οι θάμνοι γύρω σαστισμένοι
βουβαμένο κόλυβο ύπνωνε τη χούφτα
το σκυλί απόμακρο αυτοπυρπολήθηκε

στο γιαλό ακούστηκαν πατούσες·
είπαν, η ψυχή της που έφευγε
Και τότες — χίλιοι ταύροι —
από τον ανοιγμένο της λαιμό σηκώθηκε
ούριος άνεμος
—Αχαιοί, στα πλοία…

Αν όχι τίποτ’ άλλο
κι αν σακατεύτηκαν κι αν δεν έμεινε σανίδα
απ’ τα καράβια
κι αν η Τροία
«και Πρίαμος και λαός ευμελίοιο Πριάμοιο»
αν όλα πήγαν κατ’ ανέμου
τουλάχιστον αυτό: η σφαγή χρησίμεψε
να είναι αλάθητος ο λόγος σου
να ‘σαι κι ελόγου σου για Νόμπελ Σταγειρίτη.

Κάποιος ρωτούσε αν προβλέπεται
ποινική παρακαμπτήριος
για αθλιότητες δεδοξασμένων.

Πέθανε ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος

λένε κάποιοι…


Photo: © E.KE.BI, 2001. Σταφυλίδου

Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκε στον Πειραιά το Σεπτέμβριο του 1920 όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στην Κατοχή πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την Απελευθέρωση, το 1947, εξορίζεται στην Ικαρία και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου μετάγεται στην Μακρόνησο. Απολύεται το 1949, με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Από το 1958 έως το 1962 εργάζεται στη Σύρο όπου φτιάχνει δικό του φροντιστήριο. Σε φροντιστήρια υποψηφίων για τα ΑΕΙ δίδαξε επίσης στην Αθήνα τη δεκαετία από το 1963 έως το 1973. Το 1973 διδάσκει στη Σχολή Μωραΐτη. Το 1979 διορίζεται για πρώτη φορά στο Δημόσιο, από το οποίο ήταν αποκλεισμένος λόγω πολιτικών φρονημάτων. Συνταξιοδοτείται το 1986.

Ἡ ἀπόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.


Μ. Αναγνωστάκης

Ἡ ἀπόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.


Μ. Αναγνωστάκης

Κρυφός Κυνηγός του Γιώργου Μαρκόπουλου

Σύλβια Πλαθ
Με χέρι στιβαρό και γενναία καρδιά
αποκαλύπτει τη φθορά απ’ τις φόδρες της.
Ο λόγος της πουλί μαύρο που χέρι απρόβλεπτο
ψάχνοντας για κάτι άλλο το ξεβόλεψε απ’ τη φωλιά του•
αψύς και θερμός λόγος, νήπιο κλάμα μωρού
και πρώτο δόντι βγαλμένο παιδιού
σε πετσέτα λευκή βαπτίσεως, κόκκινο, ματωμένο.
Φωνή λέαινας αλλά και παράπονο γυναίκας
που ξεντύνεται στο άλλο δωμάτιο
ύστερα από ματαίωση πολυπόθητης εξόδου.
Ήχοι βημάτων ακαθόριστων, επισκέψεων θανάτου.
Μουσική κλαγγή ξύλου, ομιλίες σιωπών, χάσματα κενών
και μπαρούτη λαχανιασμένη σε κοιλώματα βροχής.
Προαίσθημα φόβου ακόμη και φθινόπωρο, θάλασσα,
εξοχή, δάκρυα, παρελθόν, ενάργεια, μοναξιά
και στο βάθος της λίμνης
το δαχτυλίδι της μνήμης να λάμπει.

O Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951 και από το 1965 ζει στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά.
Έχει κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές, μία με πεζά, δύο τόμους με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δυο μονογραφίες (για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη), ενώ έχει επιμεληθεί βιβλία γύρω από την ποίηση.
Το 1966 του απονεμήθηκε το «Βραβείο Καβάφη» στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το 1999 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μη σκεπάζεις το ποτάμι (Κέδρος, 1998), ενώ σε μετάφραση Michael Volkovitch εκδόθηκε στα γαλλικά μια επιλογή από όλες τις ποιητικές συλλογές του με τον γενικό τίτλο Ne recouvre pas la rivière (Desmos / «Cahiers grecs» – Paris 2000).

Ποιος άκουσε καταμεσήμερα

το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε
με το προσάναμμα και το δαυλό;
Καθένας νίβει τα χέρια του
και τα δροσίζει.
Και ποιος ξεκοίλιασε
τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Ποιος έφυγε
χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;
Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.

Γ. Σεφέρης

Ποιος άκουσε καταμεσήμερα

το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε
με το προσάναμμα και το δαυλό;
Καθένας νίβει τα χέρια του
και τα δροσίζει.
Και ποιος ξεκοίλιασε
τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Ποιος έφυγε
χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;
Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.

Γ. Σεφέρης

Η Στάχτη

Μιαρές ασήμαντες λεπτομέρειες που καθορίζουν σιγά σιγά τη ζωή σου.

Ποια ζωή σου;

Φιλοδοξίες, έρωτες, ενοχές,
πανάρχαια χρέη σπατάλησαν τη ζωή σου.

Τι έμεινε;

Η στάχτη των περασμένων κάθεται στα έπιπλα,
θολώνει τα τσάμια, τους καθρέπτες
και πάνω τους γράφω καμιά φορά τα ονόματα εκείνων που έφυγαν.
Και άλλοτε στέκομαι στο παράθυρο και κοιτάζω τους περαστικούς, να πηγαίνουν στην λήθη.

Οι γυναίκες κλαίνε θυμούμενες τα ψιθυρισμένα λόγια από παλιά ειδύλλια
Όλο ψάχνουμε απεγνωσμένα να βρούμε έναν δρόμο.

Για να πάμε που;

Λοιπόν, πού ζήσαμε;

Ούτε εδώ, ούτε εκεί.

Φτηνά ξενοδοχεία σε μακρινές συνοικίες
Με τα τραχωματικά λαμπιόνια, τους βρώμικους νιπτήρες
Όπου πάνω τους ακούμπησαν και έκλαψαν ανύποπτοι ακόμα
μελλοντικοί δολοφόνοι, οι αυτόχειρες.

Μια νύχτα του καλοκαιριού, παιδί ακόμα, βγήκα από το σπίτι και ξάπλωσα στον κήπο.
Και όπως κοίταξα τον ουρανό, Θεέ μου! Τι απεραντοσύνη; Πόσα άστρα! Με έπιασε πανικός.

Από τότε ξέρω πως δεν θα προφτάσω


Ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη