το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε
με το προσάναμμα και το δαυλό;
Καθένας νίβει τα χέρια του
και τα δροσίζει.
Και ποιος ξεκοίλιασε
τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Ποιος έφυγε
χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;
Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.
Tag / Στίχοι
Ποιος άκουσε καταμεσήμερα
το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε
με το προσάναμμα και το δαυλό;
Καθένας νίβει τα χέρια του
και τα δροσίζει.
Και ποιος ξεκοίλιασε
τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Ποιος έφυγε
χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;
Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.
Τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
Summer times
«Χτες βράδυ, αργά, περίμενα το τελευταίο λεωφορείο τραβώντας αργές ρουφιξιές από ένα ποίημα. Λίγο πριν επιβιβαστώ το πέταξα κάτω και το πάτησα προσεχτικά μην τύχει κι η καύτρα του βάλλει φωτιά και σ’ άλλα μυαλά…»
«Πάντα αναρωτιόμουν. Εχει ποτέ κανείς διανοηθεί να πεθάνει ένα καλοκαιρινό μεσημέρι;»
«Χτες βράδυ, αργά, περίμενα το τελευταίο λεωφορείο τραβώντας αργές ρουφιξιές από ένα ποίημα. Λίγο πριν επιβιβαστώ το πέταξα κάτω και το πάτησα προσεχτικά μην τύχει κι η καύτρα του βάλλει φωτιά και σ’ άλλα μυαλά…»
«Πάντα αναρωτιόμουν. Εχει ποτέ κανείς διανοηθεί να πεθάνει ένα καλοκαιρινό μεσημέρι;»
ΦΥΓΗ
ΦΥΓΗ
Η μεγάλη νοσταλγία
Τ’ άλλα ειπώθηκαν σιγανά σαν προσευχή: «Φίλιππε, θεία Ρόζα,
Άννα…» αλλά τι σημασία έχουν τα ονόματα αφού είμαστε όλοι ξένοι και το
σκοτάδι γιατί έρχεται καθώς νυχτώνει αν όχι για να κρύψει κάποιο μεγάλο μυστικό.
Ώ απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε
κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
(1922-1988)
Η μεγάλη νοσταλγία
Τ’ άλλα ειπώθηκαν σιγανά σαν προσευχή: «Φίλιππε, θεία Ρόζα,
Άννα…» αλλά τι σημασία έχουν τα ονόματα αφού είμαστε όλοι ξένοι και το
σκοτάδι γιατί έρχεται καθώς νυχτώνει αν όχι για να κρύψει κάποιο μεγάλο μυστικό.
Ώ απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε
κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
(1922-1988)
Κάποτε με "το μητσοτάκ"…
…σήμερα με τους «Κωλοέλληνες»
Ετσι! Για να μην ξεχνάμε!
Διάβασε:
>Γιατί δεν γουστάρω Σαββόπουλο
«τον ψηλό που μοιάζει με ροφό/ τα χώματα και τα νερά να μαζέψει/ κι ώς τότε κάτι θα σκεφτώ/ κάποιο ζικ ζακ/ το μητσοτάκ»
Και προχωρούσα…
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του τόπου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα
χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας
με γνώριζε
με γνώριζε