Ποιος άκουσε καταμεσήμερα

το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε
με το προσάναμμα και το δαυλό;
Καθένας νίβει τα χέρια του
και τα δροσίζει.
Και ποιος ξεκοίλιασε
τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Ποιος έφυγε
χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;
Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.

Γ. Σεφέρης

Ποιος άκουσε καταμεσήμερα

το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε
με το προσάναμμα και το δαυλό;
Καθένας νίβει τα χέρια του
και τα δροσίζει.
Και ποιος ξεκοίλιασε
τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Ποιος έφυγε
χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;
Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.

Γ. Σεφέρης

Τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα

Aν δε χωράς μέσα σε μια άθλια πατρίδα

Aν δε σου φτάνει μια ελπίδα τυφλή
Aν δε χώρας μέσα σε μια ονειροπαγίδα
Aν δε χώρας σε μια αγκαλιά φυλακή
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δεν χώρας πουθενά δεν χώρας πουθενά
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δεν χώρας πουθενά πουθενά πουθενά
Aν δε χώρας μέσα σ’ εν’ άνοστο αστείο
Aν δε σου φτάνει μια σκληρή προσευχή
Aν δε χώρας μέσα σ’ ένα ψυχοπορνείο
Aν δε χώρας σ’ ένα σπασμένο κορμί

Summer times

«Χτες βράδυ, αργά, περίμενα το τελευταίο λεωφορείο τραβώντας αργές ρουφιξιές από ένα ποίημα. Λίγο πριν επιβιβαστώ το πέταξα κάτω και το πάτησα προσεχτικά μην τύχει κι η καύτρα του βάλλει φωτιά και σ’ άλλα μυαλά…»


«Πάντα αναρωτιόμουν. Εχει ποτέ κανείς διανοηθεί να πεθάνει ένα καλοκαιρινό μεσημέρι;»

ΦΥΓΗ

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο,χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’όλη τη δύναμη μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (Τετράδιο Γυμνασμάτων 1928-1937)

ΦΥΓΗ

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο,χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’όλη τη δύναμη μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (Τετράδιο Γυμνασμάτων 1928-1937)

Η μεγάλη νοσταλγία





Τ’ άλλα ειπώθηκαν σιγανά σαν προσευχή: «Φίλιππε, θεία Ρόζα,
Άννα…» αλλά τι σημασία έχουν τα ονόματα αφού είμαστε όλοι ξένοι και το
σκοτάδι γιατί έρχεται καθώς νυχτώνει αν όχι για να κρύψει κάποιο μεγάλο μυστικό.
Ώ απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε
κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

(1922-1988)

Η μεγάλη νοσταλγία





Τ’ άλλα ειπώθηκαν σιγανά σαν προσευχή: «Φίλιππε, θεία Ρόζα,
Άννα…» αλλά τι σημασία έχουν τα ονόματα αφού είμαστε όλοι ξένοι και το
σκοτάδι γιατί έρχεται καθώς νυχτώνει αν όχι για να κρύψει κάποιο μεγάλο μυστικό.
Ώ απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε
κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

(1922-1988)

Κάποτε με "το μητσοτάκ"…

…σήμερα με τους «Κωλοέλληνες»

Ετσι! Για να μην ξεχνάμε!

Διάβασε:

>Γιατί δεν γουστάρω Σαββόπουλο

«τον ψηλό που μοιάζει με ροφό/ τα χώματα και τα νερά να μαζέψει/ κι ώς τότε κάτι θα σκεφτώ/ κάποιο ζικ ζακ/ το μητσοτάκ»

Και προχωρούσα…

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του τόπου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα

χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας

με γνώριζε

με γνώριζε