Tag / τραγούδια
Αντίο Σύντροφε!
Καλό ταξίδι Μαρία
Μαρία, αν δεις τον Ναζίμ, τον ποιητή που αγάπησες και τραγούδησες, να του πεις οτι η πατρίδα του τον αποκατάστησε… Νομίζω πως θα χαρεί…
Καλό ταξίδι Μαρία
Μαρία, αν δεις τον Ναζίμ, τον ποιητή που αγάπησες και τραγούδησες, να του πεις οτι η πατρίδα του τον αποκατάστησε… Νομίζω πως θα χαρεί…
Καλό ταξίδι Μαρία
Μαρία, αν δεις τον Ναζίμ, τον ποιητή που αγάπησες και τραγούδησες, να του πεις οτι η πατρίδα του τον αποκατάστησε… Νομίζω πως θα χαρεί…
Ne me quitte pas
Il faut oublier
Tout peut s’oublier
Qui s’enfuit déjà
Oublier le temps
Des malentendus
Et le temps perdu
A savoir comment
Oublier ces heures
Qui tuaient parfois
A coups de pourquoi
Le coeur du bonheur
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Moi je t’offrirai
Des perles de pluie
Venues de pays
Oþ il ne pleut pas
Je creuserai la terre
Jusqu’après ma mort
Pour couvrir ton corps
D’or et de lumière
Je ferai un domaine
Oþ l’amour sera roi
Oþ l’amour sera loi
Oþ tu seras reine
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Je t’inventerai
Des mots insensés
Que tu comprendras
Je te parlerai
De ces amants-là
Qui ont vu deux fois
Leurs coeurs s’embraser
Je te raconterai
L’histoire de ce roi
Mort de n’avoir pas
Pu te rencontrer
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
On a vu souvent
Rejaillir le feu
De l’ancien volcan
Qu’on croyait trop vieux
Il est para¡±t-il
Des terres brulées
Donnant plus de blé
Qu’un meilleur avril
Et quand vient le soir
Pour qu’un ciel flamboie
Le rouge et le noir
Ne s’épousent-ils pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Je ne vais plus pleurer
Je ne vais plus parler
Je me cacherai là
A te regarder
Danser et sourire
Et à t’écouter
Chanter et puis rire
Laisse-moi devenir
L’ombre de ton ombre
L’ombre de ta main
L’ombre de ton chien
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Il faut oublier
Tout peut s’oublier
Qui s’enfuit déjà
Oublier le temps
Des malentendus
Et le temps perdu
A savoir comment
Oublier ces heures
Qui tuaient parfois
A coups de pourquoi
Le coeur du bonheur
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Moi je t’offrirai
Des perles de pluie
Venues de pays
Oþ il ne pleut pas
Je creuserai la terre
Jusqu’après ma mort
Pour couvrir ton corps
D’or et de lumière
Je ferai un domaine
Oþ l’amour sera roi
Oþ l’amour sera loi
Oþ tu seras reine
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Je t’inventerai
Des mots insensés
Que tu comprendras
Je te parlerai
De ces amants-là
Qui ont vu deux fois
Leurs coeurs s’embraser
Je te raconterai
L’histoire de ce roi
Mort de n’avoir pas
Pu te rencontrer
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
On a vu souvent
Rejaillir le feu
De l’ancien volcan
Qu’on croyait trop vieux
Il est para¡±t-il
Des terres brulées
Donnant plus de blé
Qu’un meilleur avril
Et quand vient le soir
Pour qu’un ciel flamboie
Le rouge et le noir
Ne s’épousent-ils pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Je ne vais plus pleurer
Je ne vais plus parler
Je me cacherai là
A te regarder
Danser et sourire
Et à t’écouter
Chanter et puis rire
Laisse-moi devenir
L’ombre de ton ombre
L’ombre de ta main
L’ombre de ton chien
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ
Χάρηκα πολύ που το είδα χθες στο ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ!
Υπέροχη έκδοση. Υπέροχη δουλειά!
Και ξανα-μανά μπράβο στον Παναγιώτη Κουσαθανά και στις εκδόσεις Ινδικτος!
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ
ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΡΟΥΣΕΛ
Mια φορά ήτανε δυο αδρέφια, ο ένας φτωχός κι ο άλλος πλούσιος. O πτωχός είχε δυο κορί’σια. Πολύ φτωχός. Eπή’ενε, λοιπόν, στον Kαμπάνη και του λέει:
– Aφεντικό, δε’ μου παίρνεις ένα γαϊδουράκι να κουβαλώ φρύ’ανα, να βγάλω κανένα ψωμί, γιατί έχω πολλή δυστυχία;
– Nαι, καημένε, να σ’ το πάρω. Άμε στο’ Mπαλτά, να σ’ τόνε δώσει.
Eπήρενε το γαϊδουράκι κι εκατέβη κάτω στη Xώρα. Tου κάνει σέλα, το στρωματάκι της σέλας και τα σκοινάκια και το καλβακεύει και πάει όξω, στον Tούρλο μεριά, στον Aι-’Λια από κάτω.
Eκεί, λοιπόν, τον ήπιασε βροχή και πάει σ’ έναν απότοιχο και στέκεται ως ν’ αποβρέξει. Eκεί, λοιπόν, που ’στεκενε, βλέπ’ ένα βουνό ψηλό και βγαίνει όξω ένας δράκος και φωνάζει:
– Ίσκνιζε!
Kαι λοιπόν, σκίζει το βουνό και βγαίνουνε τριάντα εννιά δράκοι και τραβούνε το ηλιόβγαρμα. Eυτός τ’ς βλέπει κι εκαβα’ζάρανε κάτω, δεν εφαινόντανε. Tότε, πάει ο γέρος στο βουνό και λέει τρεις βολές:
– Ίσκνιζε!
Σκίζει το βουνό και μπαίνει ο γέρος μέσα. Tι να διει κάτω! A’θρωπινά κρέατα και πρόβεια, στη γωνιά, στο καντούνι ήτον’ ένα κελλάκι. O γέρος, περίεργος, λέει:
– Nα πάω θέλω, να διω τι έχει μέσα.
Πάει, λοιπόν, βλέπει φλουριά, μονέδες παλαιές. Πιάνει το ’σουβαλάκι, βάνει μέχρ’ στα μισά χρήματα και το βάνει στο’ νώμο του…
Και μια κριτική:
εφ. ΘΕΣΣΑΛΙΑ του ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥΓΟΓΙΑΝΝΗ
02.09.2007
![]() |
Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς είναι η άγρυπνη πνευματική συνείδηση της Μυκόνου. Όχι της Μυκόνου των επιφανών πλουσίων, της κραιπάλης και των κάθε λογής τυχάρπαστων που παρεπιδημούν εκεί, επ’ ελπίδι ανάδειξής του. Ο Κουσαθανάς, φιλόλογος, ποιητής, λαογράφος και ιστορικός ερευνητής, μοχθεί, χρόνια τώρα, για την ανάδειξη της πραγματικής φυσιογνωμίας της Μυκόνου, όπως αυτή σκιαγραφείται από την πλούσια παράδοση και ιστορία, φαινόμενα που κινδυνεύουν να επικαλυφθούν από την επίπλαστη ευημερία και την αλλοίωση των ηθών που αυτή προκαλεί βάναυσα. Με τη δουλειά του ο Παναγιώτης Κουσαθανάς ανιχνεύει το παρελθόν, αφουγκράζεται τα επιτεύγματά του στον τομέα του λαϊκού πολιτισμού και με τις μελέτες του, διασώζει και προβάλει την πεμπτουσία του μυκονιάτικου πολιτισμού. Θεώρησα απαραίτητο να προτάξω αυτές τις σκέψεις, με την ευκαιρία έκδοσης ενός πολύτιμου βιβλίου που είχε την καλοσύνη να μου αποστείλει. Πρόκειται για την έκδοση στα ελληνικά μιας συστηματικής συλλογής του Γάλλου Ελληνιστή Λουδοβίκου Ρουσέλ, που την πραγμάτωσή της φρόντισε ο Παναγιώτης Κουσαθανάς με τίτλο «Λουδοβίκου Ρουσέλ – Τα Παραμύθια της Μυκόνου» (Εκδόσεις Ίνδικτος και Δήμου Μυκόνου, επιμέλεια Παναγιώτη Κουσαθανά, Μύκονος 2007, σ.σ. 728). Ο ογκώδης αυτός τόμος με εκατοντάδες μυκονιάτικα παραμύθια που διανθίζονται και με ντοπιολαλιά, συνοδεύεται και από δύο c.d. με ζεστό αφηγηματικό λόγο. Ο Γάλλος Ελληνιστής Λουδοβίκος Ρουσέλ, βρέθηκε στη Μύκονο πριν ακριβώς από έναν αιώνα. Στη διάρκεια των ετών 1910-1911, συνέλεξε με πολύ κόπο και δικά του έξοδα τα μυκονιάτικα παραμύθια, που το 1929 τα εξέδωσε το πολωνικό Πανεπιστήμιο Ιαγκελόνσκι, σε μια σπανιότατη σήμερα έκδοση. Η κυκλοφορία στα ελληνικά της συλλογής του Ρουσέλ αποτέλεσε εκδοτικό επίτευγμα υψηλής αισθητικής, που φιλοδοξεί να μας δώσει τη δυνατότητα να ρίχνουμε ματιές στην αθέατη πλευρά του νησιού, την «άλλη Μύκονο», την ανθρώπινη, που την ύπαρξή της όχι μόνο δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι ντόπιοι και οι επισκέπτες, αλλά ούτε καν υποπτεύονται ή ενδιαφέρονται να μάθουν σήμερα, στην πιο κρίσιμη μεταλλαγή του νησιού, που ήταν κάποτε. Τα δύο c.d. που συνοδεύουν την έκδοση περιλαμβάνουν, το πρώτο το συναρπαστικό παραμυθιακό λόγο του μπάρμπα-Κωνσταντή Μονογυιού και το δεύτερο την αφήγηση της θείας Ουρανίας Φαρούπου, που συμπληρώνουν τη μουσική του βιβλίου με την ιδιάζουσα εκφορά και τον αρμονικό τονισμό του τοπικού ιδιώματος. Στο βιβλίο προτάσσεται ένας ολιγόλογος στοχασμός της μυκονιάτικης λογοτέχνιδας και παιδαγωγού Μέλπως Αξιώτη, ενώ προλογίζεται από το Δήμαρχο Χρήστο Βερώνη και τη φιλόλογο Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη. Το εκτεταμένο και μεστό εισαγωγικό κείμενο του Παναγιώτη Κουσαθανά αποτελεί ξεχωριστό, αυτόνομο δοκίμιο λαογραφικής και ιστορικής προσέγγισης των μυκονιάτικων παραμυθιών. «Με πίκρα αλλά χωρίς αρρωστημένη παρελθοντολαγνεία – γράφει ο ίδιος- για τον πρωτογονισμό και την ανέχεια άλλω δύσκολων εποχών, διαπιστώνεται τώρα πια από κάθε άνθρωπο που έχει τα μυαλά στη θέση του, ότι εκείνο που θα μείνει, αν τελικά μείνει, για ένα νησί που «έχει πέσει θύμα της ίδιας της επιτυχίας του» και που τώρα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ την έγνοια και την αγάπη μας, δεν θα είναι παρά μια φούχτα παραλαλήματα κι άλλη μια φούχτα παραμύθια από τις περασμένες δόξες και ομορφιές»… Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς εκτός από την επιμέλεια της έκδοσης, είχε μαζί με τη Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη τη φροντίδα της μεταγραφής των παραμυθιών, ενώ η εικονογράφηση έγινε από τους Genevieve Couteau και Ζαφείρη Ιωσηφίδη. |
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ
Χάρηκα πολύ που το είδα χθες στο ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ!
Υπέροχη έκδοση. Υπέροχη δουλειά!
Και ξανα-μανά μπράβο στον Παναγιώτη Κουσαθανά και στις εκδόσεις Ινδικτος!
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ
ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΡΟΥΣΕΛ
Mια φορά ήτανε δυο αδρέφια, ο ένας φτωχός κι ο άλλος πλούσιος. O πτωχός είχε δυο κορί’σια. Πολύ φτωχός. Eπή’ενε, λοιπόν, στον Kαμπάνη και του λέει:
– Aφεντικό, δε’ μου παίρνεις ένα γαϊδουράκι να κουβαλώ φρύ’ανα, να βγάλω κανένα ψωμί, γιατί έχω πολλή δυστυχία;
– Nαι, καημένε, να σ’ το πάρω. Άμε στο’ Mπαλτά, να σ’ τόνε δώσει.
Eπήρενε το γαϊδουράκι κι εκατέβη κάτω στη Xώρα. Tου κάνει σέλα, το στρωματάκι της σέλας και τα σκοινάκια και το καλβακεύει και πάει όξω, στον Tούρλο μεριά, στον Aι-’Λια από κάτω.
Eκεί, λοιπόν, τον ήπιασε βροχή και πάει σ’ έναν απότοιχο και στέκεται ως ν’ αποβρέξει. Eκεί, λοιπόν, που ’στεκενε, βλέπ’ ένα βουνό ψηλό και βγαίνει όξω ένας δράκος και φωνάζει:
– Ίσκνιζε!
Kαι λοιπόν, σκίζει το βουνό και βγαίνουνε τριάντα εννιά δράκοι και τραβούνε το ηλιόβγαρμα. Eυτός τ’ς βλέπει κι εκαβα’ζάρανε κάτω, δεν εφαινόντανε. Tότε, πάει ο γέρος στο βουνό και λέει τρεις βολές:
– Ίσκνιζε!
Σκίζει το βουνό και μπαίνει ο γέρος μέσα. Tι να διει κάτω! A’θρωπινά κρέατα και πρόβεια, στη γωνιά, στο καντούνι ήτον’ ένα κελλάκι. O γέρος, περίεργος, λέει:
– Nα πάω θέλω, να διω τι έχει μέσα.
Πάει, λοιπόν, βλέπει φλουριά, μονέδες παλαιές. Πιάνει το ’σουβαλάκι, βάνει μέχρ’ στα μισά χρήματα και το βάνει στο’ νώμο του…
Και μια κριτική:
εφ. ΘΕΣΣΑΛΙΑ του ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥΓΟΓΙΑΝΝΗ
02.09.2007
![]() |
Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς είναι η άγρυπνη πνευματική συνείδηση της Μυκόνου. Όχι της Μυκόνου των επιφανών πλουσίων, της κραιπάλης και των κάθε λογής τυχάρπαστων που παρεπιδημούν εκεί, επ’ ελπίδι ανάδειξής του. Ο Κουσαθανάς, φιλόλογος, ποιητής, λαογράφος και ιστορικός ερευνητής, μοχθεί, χρόνια τώρα, για την ανάδειξη της πραγματικής φυσιογνωμίας της Μυκόνου, όπως αυτή σκιαγραφείται από την πλούσια παράδοση και ιστορία, φαινόμενα που κινδυνεύουν να επικαλυφθούν από την επίπλαστη ευημερία και την αλλοίωση των ηθών που αυτή προκαλεί βάναυσα. Με τη δουλειά του ο Παναγιώτης Κουσαθανάς ανιχνεύει το παρελθόν, αφουγκράζεται τα επιτεύγματά του στον τομέα του λαϊκού πολιτισμού και με τις μελέτες του, διασώζει και προβάλει την πεμπτουσία του μυκονιάτικου πολιτισμού. Θεώρησα απαραίτητο να προτάξω αυτές τις σκέψεις, με την ευκαιρία έκδοσης ενός πολύτιμου βιβλίου που είχε την καλοσύνη να μου αποστείλει. Πρόκειται για την έκδοση στα ελληνικά μιας συστηματικής συλλογής του Γάλλου Ελληνιστή Λουδοβίκου Ρουσέλ, που την πραγμάτωσή της φρόντισε ο Παναγιώτης Κουσαθανάς με τίτλο «Λουδοβίκου Ρουσέλ – Τα Παραμύθια της Μυκόνου» (Εκδόσεις Ίνδικτος και Δήμου Μυκόνου, επιμέλεια Παναγιώτη Κουσαθανά, Μύκονος 2007, σ.σ. 728). Ο ογκώδης αυτός τόμος με εκατοντάδες μυκονιάτικα παραμύθια που διανθίζονται και με ντοπιολαλιά, συνοδεύεται και από δύο c.d. με ζεστό αφηγηματικό λόγο. Ο Γάλλος Ελληνιστής Λουδοβίκος Ρουσέλ, βρέθηκε στη Μύκονο πριν ακριβώς από έναν αιώνα. Στη διάρκεια των ετών 1910-1911, συνέλεξε με πολύ κόπο και δικά του έξοδα τα μυκονιάτικα παραμύθια, που το 1929 τα εξέδωσε το πολωνικό Πανεπιστήμιο Ιαγκελόνσκι, σε μια σπανιότατη σήμερα έκδοση. Η κυκλοφορία στα ελληνικά της συλλογής του Ρουσέλ αποτέλεσε εκδοτικό επίτευγμα υψηλής αισθητικής, που φιλοδοξεί να μας δώσει τη δυνατότητα να ρίχνουμε ματιές στην αθέατη πλευρά του νησιού, την «άλλη Μύκονο», την ανθρώπινη, που την ύπαρξή της όχι μόνο δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι ντόπιοι και οι επισκέπτες, αλλά ούτε καν υποπτεύονται ή ενδιαφέρονται να μάθουν σήμερα, στην πιο κρίσιμη μεταλλαγή του νησιού, που ήταν κάποτε. Τα δύο c.d. που συνοδεύουν την έκδοση περιλαμβάνουν, το πρώτο το συναρπαστικό παραμυθιακό λόγο του μπάρμπα-Κωνσταντή Μονογυιού και το δεύτερο την αφήγηση της θείας Ουρανίας Φαρούπου, που συμπληρώνουν τη μουσική του βιβλίου με την ιδιάζουσα εκφορά και τον αρμονικό τονισμό του τοπικού ιδιώματος. Στο βιβλίο προτάσσεται ένας ολιγόλογος στοχασμός της μυκονιάτικης λογοτέχνιδας και παιδαγωγού Μέλπως Αξιώτη, ενώ προλογίζεται από το Δήμαρχο Χρήστο Βερώνη και τη φιλόλογο Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη. Το εκτεταμένο και μεστό εισαγωγικό κείμενο του Παναγιώτη Κουσαθανά αποτελεί ξεχωριστό, αυτόνομο δοκίμιο λαογραφικής και ιστορικής προσέγγισης των μυκονιάτικων παραμυθιών. «Με πίκρα αλλά χωρίς αρρωστημένη παρελθοντολαγνεία – γράφει ο ίδιος- για τον πρωτογονισμό και την ανέχεια άλλω δύσκολων εποχών, διαπιστώνεται τώρα πια από κάθε άνθρωπο που έχει τα μυαλά στη θέση του, ότι εκείνο που θα μείνει, αν τελικά μείνει, για ένα νησί που «έχει πέσει θύμα της ίδιας της επιτυχίας του» και που τώρα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ την έγνοια και την αγάπη μας, δεν θα είναι παρά μια φούχτα παραλαλήματα κι άλλη μια φούχτα παραμύθια από τις περασμένες δόξες και ομορφιές»… Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς εκτός από την επιμέλεια της έκδοσης, είχε μαζί με τη Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη τη φροντίδα της μεταγραφής των παραμυθιών, ενώ η εικονογράφηση έγινε από τους Genevieve Couteau και Ζαφείρη Ιωσηφίδη. |
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ
Χάρηκα πολύ που το είδα χθες στο ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ!
Υπέροχη έκδοση. Υπέροχη δουλειά!
Και ξανα-μανά μπράβο στον Παναγιώτη Κουσαθανά και στις εκδόσεις Ινδικτος!
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ
ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΡΟΥΣΕΛ
Mια φορά ήτανε δυο αδρέφια, ο ένας φτωχός κι ο άλλος πλούσιος. O πτωχός είχε δυο κορί’σια. Πολύ φτωχός. Eπή’ενε, λοιπόν, στον Kαμπάνη και του λέει:
– Aφεντικό, δε’ μου παίρνεις ένα γαϊδουράκι να κουβαλώ φρύ’ανα, να βγάλω κανένα ψωμί, γιατί έχω πολλή δυστυχία;
– Nαι, καημένε, να σ’ το πάρω. Άμε στο’ Mπαλτά, να σ’ τόνε δώσει.
Eπήρενε το γαϊδουράκι κι εκατέβη κάτω στη Xώρα. Tου κάνει σέλα, το στρωματάκι της σέλας και τα σκοινάκια και το καλβακεύει και πάει όξω, στον Tούρλο μεριά, στον Aι-’Λια από κάτω.
Eκεί, λοιπόν, τον ήπιασε βροχή και πάει σ’ έναν απότοιχο και στέκεται ως ν’ αποβρέξει. Eκεί, λοιπόν, που ’στεκενε, βλέπ’ ένα βουνό ψηλό και βγαίνει όξω ένας δράκος και φωνάζει:
– Ίσκνιζε!
Kαι λοιπόν, σκίζει το βουνό και βγαίνουνε τριάντα εννιά δράκοι και τραβούνε το ηλιόβγαρμα. Eυτός τ’ς βλέπει κι εκαβα’ζάρανε κάτω, δεν εφαινόντανε. Tότε, πάει ο γέρος στο βουνό και λέει τρεις βολές:
– Ίσκνιζε!
Σκίζει το βουνό και μπαίνει ο γέρος μέσα. Tι να διει κάτω! A’θρωπινά κρέατα και πρόβεια, στη γωνιά, στο καντούνι ήτον’ ένα κελλάκι. O γέρος, περίεργος, λέει:
– Nα πάω θέλω, να διω τι έχει μέσα.
Πάει, λοιπόν, βλέπει φλουριά, μονέδες παλαιές. Πιάνει το ’σουβαλάκι, βάνει μέχρ’ στα μισά χρήματα και το βάνει στο’ νώμο του…
Και μια κριτική:
εφ. ΘΕΣΣΑΛΙΑ του ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥΓΟΓΙΑΝΝΗ
02.09.2007
![]() |
Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς είναι η άγρυπνη πνευματική συνείδηση της Μυκόνου. Όχι της Μυκόνου των επιφανών πλουσίων, της κραιπάλης και των κάθε λογής τυχάρπαστων που παρεπιδημούν εκεί, επ’ ελπίδι ανάδειξής του. Ο Κουσαθανάς, φιλόλογος, ποιητής, λαογράφος και ιστορικός ερευνητής, μοχθεί, χρόνια τώρα, για την ανάδειξη της πραγματικής φυσιογνωμίας της Μυκόνου, όπως αυτή σκιαγραφείται από την πλούσια παράδοση και ιστορία, φαινόμενα που κινδυνεύουν να επικαλυφθούν από την επίπλαστη ευημερία και την αλλοίωση των ηθών που αυτή προκαλεί βάναυσα. Με τη δουλειά του ο Παναγιώτης Κουσαθανάς ανιχνεύει το παρελθόν, αφουγκράζεται τα επιτεύγματά του στον τομέα του λαϊκού πολιτισμού και με τις μελέτες του, διασώζει και προβάλει την πεμπτουσία του μυκονιάτικου πολιτισμού. Θεώρησα απαραίτητο να προτάξω αυτές τις σκέψεις, με την ευκαιρία έκδοσης ενός πολύτιμου βιβλίου που είχε την καλοσύνη να μου αποστείλει. Πρόκειται για την έκδοση στα ελληνικά μιας συστηματικής συλλογής του Γάλλου Ελληνιστή Λουδοβίκου Ρουσέλ, που την πραγμάτωσή της φρόντισε ο Παναγιώτης Κουσαθανάς με τίτλο «Λουδοβίκου Ρουσέλ – Τα Παραμύθια της Μυκόνου» (Εκδόσεις Ίνδικτος και Δήμου Μυκόνου, επιμέλεια Παναγιώτη Κουσαθανά, Μύκονος 2007, σ.σ. 728). Ο ογκώδης αυτός τόμος με εκατοντάδες μυκονιάτικα παραμύθια που διανθίζονται και με ντοπιολαλιά, συνοδεύεται και από δύο c.d. με ζεστό αφηγηματικό λόγο. Ο Γάλλος Ελληνιστής Λουδοβίκος Ρουσέλ, βρέθηκε στη Μύκονο πριν ακριβώς από έναν αιώνα. Στη διάρκεια των ετών 1910-1911, συνέλεξε με πολύ κόπο και δικά του έξοδα τα μυκονιάτικα παραμύθια, που το 1929 τα εξέδωσε το πολωνικό Πανεπιστήμιο Ιαγκελόνσκι, σε μια σπανιότατη σήμερα έκδοση. Η κυκλοφορία στα ελληνικά της συλλογής του Ρουσέλ αποτέλεσε εκδοτικό επίτευγμα υψηλής αισθητικής, που φιλοδοξεί να μας δώσει τη δυνατότητα να ρίχνουμε ματιές στην αθέατη πλευρά του νησιού, την «άλλη Μύκονο», την ανθρώπινη, που την ύπαρξή της όχι μόνο δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι ντόπιοι και οι επισκέπτες, αλλά ούτε καν υποπτεύονται ή ενδιαφέρονται να μάθουν σήμερα, στην πιο κρίσιμη μεταλλαγή του νησιού, που ήταν κάποτε. Τα δύο c.d. που συνοδεύουν την έκδοση περιλαμβάνουν, το πρώτο το συναρπαστικό παραμυθιακό λόγο του μπάρμπα-Κωνσταντή Μονογυιού και το δεύτερο την αφήγηση της θείας Ουρανίας Φαρούπου, που συμπληρώνουν τη μουσική του βιβλίου με την ιδιάζουσα εκφορά και τον αρμονικό τονισμό του τοπικού ιδιώματος. Στο βιβλίο προτάσσεται ένας ολιγόλογος στοχασμός της μυκονιάτικης λογοτέχνιδας και παιδαγωγού Μέλπως Αξιώτη, ενώ προλογίζεται από το Δήμαρχο Χρήστο Βερώνη και τη φιλόλογο Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη. Το εκτεταμένο και μεστό εισαγωγικό κείμενο του Παναγιώτη Κουσαθανά αποτελεί ξεχωριστό, αυτόνομο δοκίμιο λαογραφικής και ιστορικής προσέγγισης των μυκονιάτικων παραμυθιών. «Με πίκρα αλλά χωρίς αρρωστημένη παρελθοντολαγνεία – γράφει ο ίδιος- για τον πρωτογονισμό και την ανέχεια άλλω δύσκολων εποχών, διαπιστώνεται τώρα πια από κάθε άνθρωπο που έχει τα μυαλά στη θέση του, ότι εκείνο που θα μείνει, αν τελικά μείνει, για ένα νησί που «έχει πέσει θύμα της ίδιας της επιτυχίας του» και που τώρα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ την έγνοια και την αγάπη μας, δεν θα είναι παρά μια φούχτα παραλαλήματα κι άλλη μια φούχτα παραμύθια από τις περασμένες δόξες και ομορφιές»… Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς εκτός από την επιμέλεια της έκδοσης, είχε μαζί με τη Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη τη φροντίδα της μεταγραφής των παραμυθιών, ενώ η εικονογράφηση έγινε από τους Genevieve Couteau και Ζαφείρη Ιωσηφίδη. |