Λίγες λέξεις για τη χρονιά που έφυγε…

«Ονειρεύομαι πράγματα που δεν έχουν ποτέ υπάρξει – και μετά λέω στον εαυτό μου: Γιατί όχι;»
George Bernard Shaw

Δεν ήταν εύκολο τα ταξίδι… Μάλλον από τα πιο δύσκολα. Είχε βράχια πολλά και ξέρες και υφάλους ύπουλους και κάτι μπουνάτσες που δεν κουνιόταν φύλλο. Κι ύστερα τρικυμίες και Κύκλωπες και Κίρκες και γουρούνια πολλά. Είχε σκληρές αποφάσεις, είχε εγωισμούς πολλούς, είχε πισωγυρίσματα. Λυγμούς που πνιγόντουσαν στο μαξιλάρι. Μάτια που στέγνωναν. Δόντια σφιγμένα. Είχε βίαιες αλλαγές πορείας και αποχωρισμούς. Αμείλικτους αποχωρισμούς με τρένα και αεροπλάνα που με τραβούσαν μακριά απ’ ό,τι έχω αγαπήσει περισσότερο. Είχε μέρες που τις άφηνα να φύγουν από δίπλα μου, να μην με αγγίζουν. Νύχτες που με τύλιγαν σαν οχιές. Είδα φίλους να κρεμιούνται από το μεσιανό κατάρτι και άλλους να πετιούνται στη θάλασσα. Είδα γνωστούς να χάνουν τη δουλειά τους. Εζησα την αγωνία του να πορεύεσαι με χαλασμένη πυξίδα. Κι ύστερα έλεγα πως αν δεν σωθώ δεν θα μπορέσω να σώσω κανέναν.
Τέλειωσε καλά! Τέλειωσε σχεδόν ένδοξα!
Και κυρίως χωρίς θύματα! Χωρίς πραγματικές απώλειες…
Πληγές και γρατζουνιές και αιμορραγίες, ναι. Πέρασαν όλα όμως. Εμειναν ουλές-παράσημα.
Γονατίσαμε και ξανασηκωθήκαμε…

Ηταν μάθημα η χρονιά που πέρασε. Μεγάλο.
Δοκιμασία στην δοκιμασία. Πόνος στον πόνο. Φωτιά στη φωτιά. Παγωμάρα…
Ομως έτσι είναι τα μαθήματα…

Το πλοίο συνεχίζει το ταξίδι του.
Μπορεί να γίνει ακόμη πιο δύσκολο.
Ομως τώρα ξέρουμε!
Οτι μπορούμε!
Μπορούμε να πάμε πιο μακριά κι από τη μοίρα μας!

Θα κρατηθούμε!

Οπως τότε…
Πριν από 6 ακριβώς χρόνια. Οταν ο Anemos άνοιγε τα πανιά του!

Λίγες λέξεις για τη χρονιά που έφυγε…

«Ονειρεύομαι πράγματα που δεν έχουν ποτέ υπάρξει – και μετά λέω στον εαυτό μου: Γιατί όχι;»
George Bernard Shaw

Δεν ήταν εύκολο τα ταξίδι… Μάλλον από τα πιο δύσκολα. Είχε βράχια πολλά και ξέρες και υφάλους ύπουλους και κάτι μπουνάτσες που δεν κουνιόταν φύλλο. Κι ύστερα τρικυμίες και Κύκλωπες και Κίρκες και γουρούνια πολλά. Είχε σκληρές αποφάσεις, είχε εγωισμούς πολλούς, είχε πισωγυρίσματα. Λυγμούς που πνιγόντουσαν στο μαξιλάρι. Μάτια που στέγνωναν. Δόντια σφιγμένα. Είχε βίαιες αλλαγές πορείας και αποχωρισμούς. Αμείλικτους αποχωρισμούς με τρένα και αεροπλάνα που με τραβούσαν μακριά απ’ ό,τι έχω αγαπήσει περισσότερο. Είχε μέρες που τις άφηνα να φύγουν από δίπλα μου, να μην με αγγίζουν. Νύχτες που με τύλιγαν σαν οχιές. Είδα φίλους να κρεμιούνται από το μεσιανό κατάρτι και άλλους να πετιούνται στη θάλασσα. Είδα γνωστούς να χάνουν τη δουλειά τους. Εζησα την αγωνία του να πορεύεσαι με χαλασμένη πυξίδα. Κι ύστερα έλεγα πως αν δεν σωθώ δεν θα μπορέσω να σώσω κανέναν.
Τέλειωσε καλά! Τέλειωσε σχεδόν ένδοξα!
Και κυρίως χωρίς θύματα! Χωρίς πραγματικές απώλειες…
Πληγές και γρατζουνιές και αιμορραγίες, ναι. Πέρασαν όλα όμως. Εμειναν ουλές-παράσημα.
Γονατίσαμε και ξανασηκωθήκαμε…

Ηταν μάθημα η χρονιά που πέρασε. Μεγάλο.
Δοκιμασία στην δοκιμασία. Πόνος στον πόνο. Φωτιά στη φωτιά. Παγωμάρα…
Ομως έτσι είναι τα μαθήματα…

Το πλοίο συνεχίζει το ταξίδι του.
Μπορεί να γίνει ακόμη πιο δύσκολο.
Ομως τώρα ξέρουμε!
Οτι μπορούμε!
Μπορούμε να πάμε πιο μακριά κι από τη μοίρα μας!

Θα κρατηθούμε!

Οπως τότε…
Πριν από 6 ακριβώς χρόνια. Οταν ο Anemos άνοιγε τα πανιά του!

Θεσσαλονίκη – Χριστούγεννα 1912 μ.Χ.

Θεσσαλονίκη. Χριστούγεννα 1912. Ιδού τα υλικά μου. Μου είναι αρκετά. Κι ας μου λείπει η μνήμη. Κι ας μου λείπουν οι άνθρωποι  που έζησαν εκείνη την εποχή να συμπληρώσουν την εικόνα. Ο παππούς μου, ο Μίμης, ζούσε ακόμη στην Πόλη, 26 χρονών παλικάρι. Η γιαγιά μου ήταν τεσσάρων χρονών παιδάκι, κι εκείνη απ΄ την Κωνσταντινούπολη. Ηλθαν  χώρια στη Θεσσαλονίκη το ’23, στον πρώτο «δγιωγμό».  Η πόλη «γιόρταζε» τα 11 χρόνια από την απελευθέρωσή της προσπαθώντας να βολέψει όπως όπως την προσφυγιά από τον Πόντο και τη Μικρασία. Οι δικές τους οικογένειες εγκαταστάθηκαν στις «Εξοχές». Εκεί αντάμωσαν, αγαπήθηκαν, κλέφτηκαν και ύστερα πήγαν και έστησαν το σπιτικό τους δίπλα στη «Βίλα Μπιάνκα». Εκείνος δούλεψε καθηγητής μαθηματικών στο Γυμνάσιο και μετά σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες της πόλης. Εκείνη έγινε ηθοποιός, δούλεψε σε περιοδεύοντες θιάσους και αργότερα ως υποβολέας στο «Βασιλικό».  Μιλούσαν ελληνικά με τους «έξω», γαλλικά μεταξύ τους και τούρκικα όταν μαλώνανε. Κι ήξεραν ακόμη γερμανικά, εγγλέζικα, βουλγάρικα. Φαρσί όλα. Κι όπως η ομιλία τους έτσι και τα βιβλία τους, έτσι τα φαγητά τους, έτσι κι οι μυρωδιές τους σπιτιού τους: πολυεθνικές. Όπως η Πόλη που γεννήθηκαν αλλά και η πόλη που έζησαν. Η δική μας πόλη. Γιατί έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη πολύ πριν το 1912 και για λίγο –δυστυχώς πολύ λίγο- μετά. Μια πόλη με δέκα γλώσσες, πέντε φυλές, τρεις θεούς: Χριστό, Αλλάχ, Γιαχβέ. Η τρίτη πιο σπουδαία «Κοσμόπολη», μετά τη Βασιλεύουσα και τη Σμύρνη, της  Οθωμανικής αυτοκρατορίας  που όπως όλες οι αυτοκρατορίες στήριζαν τον κοσμοπολιτισμό και τον πολυεθνικό χαρακτήρα των μεγάλων τους κέντρων. Πράγμα που το ξεχνάμε επίτηδες, μην πούμε καμιά καλή κουβέντα για τον Τούρκο και πέσει κεραυνός να μας κάψει.

Τι τα λες όλα αυτά τώρα; Και πουν’ τα Χριστούγεννα του 1912; Εδώ είναι. Στις μυρωδιές, στις γεύσεις, στους ήχους, στα χρώματα μιας πόλης που ξεκίνησε εκείνη την ιστορική χρονιά σαν ένα ψηφιδωτό λαών κι έκανε Χριστούγεννα, στο τέλος της, τυλιγμένη σε ελληνικές σημαίες, δυο μήνες μετά την απελευθέρωσή της στις 27 Οκτωβρίου. Ευτυχώς χωρίς αίμα – ή τουλάχιστον χωρίς τα ποτάμια αίματος που θα μπορούσαν να είχανε χυθεί αν ο Κωνσταντίνος αργούσε μια μέρα ακόμη να μπουκάρει στα Γιαννιτσά, αν ο βουλγάρικος στρατός δεν είχε αποκοιμηθεί στα βορειοανατολικά περίχωρα, εκεί που σήμερα είναι το «Τιτάν».
 Όπως και να ‘χει πόλεμος ήταν. Στρατοί μπαίναν και βγαίνανε όλη τη χρονιά. Μια ο ένας μια ο άλλος. Αυτά δεν είναι όμορφα πράγματα για τα νοικοκυριά. Κι ακόμη χειρότερος είναι ο ξεριζωμός, όχι μονάχα ο δικός σου αλλά και του γείτονα, του φίλου, του γνωστού.  Γιατί οι απλοί άνθρωποι αλλιώς βιώνουν τα πράγματα της καθημερινότητας είτε είναι με τους νικητές είτε με τους ηττημένους. Γιατί εκείνη τη χρονιά οι ευχές δεν ακούστηκαν πια σε δύο γλώσσες – «Μουτλού γιλάρ, καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένο το νέο έτος» – αλλά σε μία.  Ελάχιστοι είχαν μείνει από τους παλιούς «καταχτητές» κι αυτοί ήσαν συμμαζεμένοι «μην γίνει ξαφνικά κανά κακό».  Πάντως, όπως και νάχει, εμείς οι Ρωμιοί τη χαρά μας και το κέφι μας σίγουρα θα το είχαμε ανεβασμένο και γιορταστικό. Κι αν η κατάσταση μύριζε μπαρούτι από τον Βαλκανικό Πόλεμο που θα ξεκινούσε σε λίγο, σίγουρα το κάλυπταν οι μυρουδιές από το αρνάκι ατζέμ και τα κυδώνια, τον «κούρκο» στο φούρνο, τους ντολμάδες, τις λακέρδες, τον παστουρμά, το ούζο,  το σορόπιασμα του μπακλαβά και την καμένη ζάχαρη.
Εκείνη την Τρίτη, παραμονή Χριστουγέννων του 1912, τους βλέπω τους Σαλονικιούς με τα καλά τους, με τα λουστρίνια τους, με τα ψώνια σε τσάντες να βολτάρουν στην παραλία της Νίκης χωρίς να υποπτεύονται τα φαντάσματα του μέλλοντός τους, την φωτιά του ’17, τα κύματα των προσφύγων του ’22 και του ’23, τα κινήματα, τους πολέμους, τους νεκρούς του ’32, την Κατοχή, τον εξανδραποδισμό χιλιάδων Εβραίων συμπολιτών τους, τον Εμφύλιο, τη δολοφονία του Λαμπράκη, την Χούντα, τον μεγάλο σεισμό, την παρακμή στις αρχές του 21ου αιώνα, την κρίση λίγο πριν συμπληρωθούν τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης. Σε λίγο θα είναι όλοι μαζί στα σπίτια τους, στο γιορτινό τραπέζι…
Αυτό είναι το δικό μου παραμύθι για τη χριστουγεννιάτικη Θεσσαλονίκη του ’12.  Με συγκίνηση ψηλαφώ τα υλικά της ζωής μου και χτίζω μνήμες.
Μισό αιώνα μετά, Χριστούγεννα του 1963, με «βλέπω» να ονειρεύομαι το παρελθόν και το μέλλον της πατρίδας μου, ανάμεσα στις μαξιλάρες με κεντημένη την Αγιά Σοφιά, με τα καδράκια μπροστά μου στον τοίχο που μέσα τους ζυγίζω τη ματιά μου και μαθαίνω να ταξιδεύω στο χρόνο. Οδός Ευζώνων. Και το δεντράκι δίπλα στην μπαλκονόπορτα να αναβοσβήνει. Όπως η πόλη. Όπως ο Χρόνος.
Χριστούγεννα του 2010

Τις ευχές μου!

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην Parallaxi που κυκλοφορεί…

Θεσσαλονίκη – Χριστούγεννα 1912 μ.Χ.

Θεσσαλονίκη. Χριστούγεννα 1912. Ιδού τα υλικά μου. Μου είναι αρκετά. Κι ας μου λείπει η μνήμη. Κι ας μου λείπουν οι άνθρωποι  που έζησαν εκείνη την εποχή να συμπληρώσουν την εικόνα. Ο παππούς μου, ο Μίμης, ζούσε ακόμη στην Πόλη, 26 χρονών παλικάρι. Η γιαγιά μου ήταν τεσσάρων χρονών παιδάκι, κι εκείνη απ΄ την Κωνσταντινούπολη. Ηλθαν  χώρια στη Θεσσαλονίκη το ’23, στον πρώτο «δγιωγμό».  Η πόλη «γιόρταζε» τα 11 χρόνια από την απελευθέρωσή της προσπαθώντας να βολέψει όπως όπως την προσφυγιά από τον Πόντο και τη Μικρασία. Οι δικές τους οικογένειες εγκαταστάθηκαν στις «Εξοχές». Εκεί αντάμωσαν, αγαπήθηκαν, κλέφτηκαν και ύστερα πήγαν και έστησαν το σπιτικό τους δίπλα στη «Βίλα Μπιάνκα». Εκείνος δούλεψε καθηγητής μαθηματικών στο Γυμνάσιο και μετά σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες της πόλης. Εκείνη έγινε ηθοποιός, δούλεψε σε περιοδεύοντες θιάσους και αργότερα ως υποβολέας στο «Βασιλικό».  Μιλούσαν ελληνικά με τους «έξω», γαλλικά μεταξύ τους και τούρκικα όταν μαλώνανε. Κι ήξεραν ακόμη γερμανικά, εγγλέζικα, βουλγάρικα. Φαρσί όλα. Κι όπως η ομιλία τους έτσι και τα βιβλία τους, έτσι τα φαγητά τους, έτσι κι οι μυρωδιές τους σπιτιού τους: πολυεθνικές. Όπως η Πόλη που γεννήθηκαν αλλά και η πόλη που έζησαν. Η δική μας πόλη. Γιατί έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη πολύ πριν το 1912 και για λίγο –δυστυχώς πολύ λίγο- μετά. Μια πόλη με δέκα γλώσσες, πέντε φυλές, τρεις θεούς: Χριστό, Αλλάχ, Γιαχβέ. Η τρίτη πιο σπουδαία «Κοσμόπολη», μετά τη Βασιλεύουσα και τη Σμύρνη, της  Οθωμανικής αυτοκρατορίας  που όπως όλες οι αυτοκρατορίες στήριζαν τον κοσμοπολιτισμό και τον πολυεθνικό χαρακτήρα των μεγάλων τους κέντρων. Πράγμα που το ξεχνάμε επίτηδες, μην πούμε καμιά καλή κουβέντα για τον Τούρκο και πέσει κεραυνός να μας κάψει.

Τι τα λες όλα αυτά τώρα; Και πουν’ τα Χριστούγεννα του 1912; Εδώ είναι. Στις μυρωδιές, στις γεύσεις, στους ήχους, στα χρώματα μιας πόλης που ξεκίνησε εκείνη την ιστορική χρονιά σαν ένα ψηφιδωτό λαών κι έκανε Χριστούγεννα, στο τέλος της, τυλιγμένη σε ελληνικές σημαίες, δυο μήνες μετά την απελευθέρωσή της στις 27 Οκτωβρίου. Ευτυχώς χωρίς αίμα – ή τουλάχιστον χωρίς τα ποτάμια αίματος που θα μπορούσαν να είχανε χυθεί αν ο Κωνσταντίνος αργούσε μια μέρα ακόμη να μπουκάρει στα Γιαννιτσά, αν ο βουλγάρικος στρατός δεν είχε αποκοιμηθεί στα βορειοανατολικά περίχωρα, εκεί που σήμερα είναι το «Τιτάν».
 Όπως και να ‘χει πόλεμος ήταν. Στρατοί μπαίναν και βγαίνανε όλη τη χρονιά. Μια ο ένας μια ο άλλος. Αυτά δεν είναι όμορφα πράγματα για τα νοικοκυριά. Κι ακόμη χειρότερος είναι ο ξεριζωμός, όχι μονάχα ο δικός σου αλλά και του γείτονα, του φίλου, του γνωστού.  Γιατί οι απλοί άνθρωποι αλλιώς βιώνουν τα πράγματα της καθημερινότητας είτε είναι με τους νικητές είτε με τους ηττημένους. Γιατί εκείνη τη χρονιά οι ευχές δεν ακούστηκαν πια σε δύο γλώσσες – «Μουτλού γιλάρ, καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένο το νέο έτος» – αλλά σε μία.  Ελάχιστοι είχαν μείνει από τους παλιούς «καταχτητές» κι αυτοί ήσαν συμμαζεμένοι «μην γίνει ξαφνικά κανά κακό».  Πάντως, όπως και νάχει, εμείς οι Ρωμιοί τη χαρά μας και το κέφι μας σίγουρα θα το είχαμε ανεβασμένο και γιορταστικό. Κι αν η κατάσταση μύριζε μπαρούτι από τον Βαλκανικό Πόλεμο που θα ξεκινούσε σε λίγο, σίγουρα το κάλυπταν οι μυρουδιές από το αρνάκι ατζέμ και τα κυδώνια, τον «κούρκο» στο φούρνο, τους ντολμάδες, τις λακέρδες, τον παστουρμά, το ούζο,  το σορόπιασμα του μπακλαβά και την καμένη ζάχαρη.
Εκείνη την Τρίτη, παραμονή Χριστουγέννων του 1912, τους βλέπω τους Σαλονικιούς με τα καλά τους, με τα λουστρίνια τους, με τα ψώνια σε τσάντες να βολτάρουν στην παραλία της Νίκης χωρίς να υποπτεύονται τα φαντάσματα του μέλλοντός τους, την φωτιά του ’17, τα κύματα των προσφύγων του ’22 και του ’23, τα κινήματα, τους πολέμους, τους νεκρούς του ’32, την Κατοχή, τον εξανδραποδισμό χιλιάδων Εβραίων συμπολιτών τους, τον Εμφύλιο, τη δολοφονία του Λαμπράκη, την Χούντα, τον μεγάλο σεισμό, την παρακμή στις αρχές του 21ου αιώνα, την κρίση λίγο πριν συμπληρωθούν τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης. Σε λίγο θα είναι όλοι μαζί στα σπίτια τους, στο γιορτινό τραπέζι…
Αυτό είναι το δικό μου παραμύθι για τη χριστουγεννιάτικη Θεσσαλονίκη του ’12.  Με συγκίνηση ψηλαφώ τα υλικά της ζωής μου και χτίζω μνήμες.
Μισό αιώνα μετά, Χριστούγεννα του 1963, με «βλέπω» να ονειρεύομαι το παρελθόν και το μέλλον της πατρίδας μου, ανάμεσα στις μαξιλάρες με κεντημένη την Αγιά Σοφιά, με τα καδράκια μπροστά μου στον τοίχο που μέσα τους ζυγίζω τη ματιά μου και μαθαίνω να ταξιδεύω στο χρόνο. Οδός Ευζώνων. Και το δεντράκι δίπλα στην μπαλκονόπορτα να αναβοσβήνει. Όπως η πόλη. Όπως ο Χρόνος.
Χριστούγεννα του 2010

Τις ευχές μου!

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην Parallaxi που κυκλοφορεί…

Νίκες, ήττες, συμμέτοχοι κι αμέτοχοι

Μεγάλη Νίκη που θα αργήσει;

…και οδηγούν σε δεκάδες, καθημερινές ήττες;

ή

Μικρές νίκες εδώ και τώρα;

…που κρύβουν τη μεγάλη Ήττα;

Σαν να λέμε:

«Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας;»

(Μα σοβαρά μιλάμε; Είναι το ίδιο ο Κακλαμάνης και ο Γκιουλέκας με τον Καμίνη και τον Μπουτάρη;)

ή

«Το μη χείρον βέλτιστο;»

(Μα σοβαρά μιλάμε; Ήταν, για παράδειγμα, ο Μητρόπουλος το «μη χείρον»; Ο χειρότερος των χειρότερων για όποιον κι αν τον επέλεγε; Μήπως ήταν ο Αλαβάνος το «βέλτιστον»;)

Πόσες εγκληματικές ανευθυνότητες κρύβει το πρώτο;
Πόσες μετρημένες προδοσίες το δεύτερο;

Νομίζουμε ότι το δίλημμα είναι νέο, χθεσινό…

Δεν είναι!
«Πανάρχαιο» είναι. Ή τουλάχιστον από τον εμφύλιο του 1824… Το «Γουδή»… Τον Μεγάλο Διχασμό… Τους Λαϊκούς και τους Βενιζελικούς… Την Κατοχή… Τον Εμφύλιο…

Δίλημμα ψευδές και ταυτόχρονα τόσο πραγματικό. Με συνέπειες τραγικές.
Πάνω σε αυτό θεσμίσαμε την κοινωνία μας. Με αυτό βηματίσαμε δύο αιώνες… Με αυτό χύσαμε ποτάμια αίματος…
…………………………….Μ’ αυτό οδηγούμαστε στη βέβαιη οικονομική χρεοκοπία!

Αυτήν που θα επισφραγίσει την κοινωνική, πολιτική, ηθική μας χρεοκοπία που τόσα χρόνια κρύβαμε επιμελώς κάτω από το ντιβάνι…

Δεν μάθαμε ποτέ ούτε να κυβερνάμε ούτε και να κυβερνιόμαστε, όπως μας ήθελε, ως Πολίτες, ο Αριστοτέλης.
Και φοβάμαι ότι είναι πια πολύ αργά για να το μάθουμε.
Το μάθημα αυτό δεν διδάσκεται πλέον πουθενά.
Ούτε καν στην (αμερίμνως) Περιπατητική Σχολή της Αριστεράς.
Κάψαμε πολλές βιβλιοθήκες για να χαθεί το σχετικό απόσπασμα.
Κι όσοι το ήξεραν χάθηκαν στα αποσπάσματα.

Αυτός ο λαός επανιδρύθηκε (ή έστω προσπάθησε) ως λαός, χειραφετήθηκε (ή έστω ονειρεύτηκε) με ένα μεγαλειώδες δίλημμα: Ελευθερία ή Θάνατος.
Τόσο μεγαλειώδες που έπρεπε να αντικατασταθεί πάραυτα. Οπερ και εγένετο. Από μικρότερα διλήμματα, ευκόλως ελεγχόμενα…

Κάπως έτσι οδηγηθήκαμε χθες στις Νίκες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Νίκες που μοιάζουν τόσο πολύ με ήττες.

…όσων προτιμήσαμε την απελπισμένη προδοσία της συνείδησής μας!

Η δημοκρατία μας έγινε βάρος αφόρητο. Κάτι παραπάνω: τι θεωρούμε πλέον άχρηστη! (Κάποιοι περνούν παχιές στρώσεις βερνίκι στις μαύρες μπότες του. Η παρέλαση αρχίζει!)

Στην υγειά μας!
Στις χαρές μας!

Αυτή τη φορά δεν ξέφυγε κανείς. Είτε συμμετείχε είτε όχι στη μάχη…

ΥΓ1: Το παραπάνω κείμενο έχει γραφτεί αποκλειστικά για εκείνους που νομίζουν ότι δεν τους αφορά καθόλου…

Βλάπτουν κι οι δυό τους την Αθήνα το ίδιο; Από το Στάθη Τσαγκαρουσιάνο

Image
Τις τελευταίες μέρες αναπαράγεται στο διαδίκτυο μιά φράση του Χριστιανόπουλου, από πρόσφατη  συνέντευξή του (στην οποία, μεταξύ άλλων, εκδήλωσε την συμπάθειά του για τον σχεδόν σαλεμένο Άνθιμο).
Είχε πεί: «Εγώ ψηφίζω ανελλιπώς. Δεν έχω χάσει ψηφοφορία… Ψηφίζω διαρκώς λευκό. Δηλαδή, όχι ακριβώς λευκό, αλλά πάνω στο λευκό γράφω ένα ποίημα. Μια λέξη ή έναν στίχο. Δύο στίχους κυρίως χρησιμοποιώ. Εναν από ψαλμό του Δαυίδ «Μή πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οίς ούκ έστι σωτηρία» κι έναν ελαφρά παραλλαγμένο στίχο του Καβάφη που λέει «Βλάπτουν όλοι την Ελλάδα»»
H τελευταία φράση είναι βεβάιως η κυνική κατάληξη  του σαρκαστικότερου ίσως ποιήματος του Καβάφη »Ας φρόντιζαν». Στο ποίημα, την  ξεστομίζει κάποιος που είναι το ακριβώς αντίθετο του Χριστιανόπουλου: τυχοδιώκτης, νέος με υγείαν αρίστην, πρόθυμος να κάνει καριέρα σε όποιο κόμμα τού δώσει χώρο, και σύμφωνα με δικά του λόγια «ένας ταλαίπωρος που ζητάει να μπαλωθεί».
Ας θυμηθούμε ολόκληρο το συγκλονιστικό ποίημα:

Ας φρόντιζαν

Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.

Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.

Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους –
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.

Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.

Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

*************************************
Τώρα που το ξαναδιαβάζουμε, το συμπέρασμα είναι ακριβώς αντίθετο από αυτό που εννοεί ο Χριστιανόπουλος.
Ο Καβάφης θεωρεί το «αψήφιστο της εκλογής» νοσηρό σύμπτωμα ενός ανθρώπου χαλασμένου, και την γενικευτική απόρριψη όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών, σημάδι του καιροσκοπισμού του.
Εννοεί: ότι δεν παίρνουν θέση, εκείνοι που θέλουν να παίζουν σε όλα ανεξαρτήτως τα ταμπλώ.
Κι αυτό είναι πολύ διαφορετικό, από το αίσθημα αηδίας που πνίγει μερικούς και τους τυφλώνει, ώστε να μη νοιάζονται πιά να δουν τις βασικές διαφορές ανάμεσα στους δύο αναθρώπους  που από μεθαύριο θα ορίζουν την ατμόσφαιρα της πόλης μας.
Διότι ΔΕΝ είναι όλοι ίδιοι.
Δεν είναι το ίδιο να αποφασίζει για τα πολιτιστικά του Δήμου η Ευφροσύνη Δοξιάδη
αντί για τον  Ψινακη.
Δεν είναι το ίδιο να αποφασίζει για την πολεοδομία της πόλης ο Τομπάζης
αντί για τον  Καφέζα.
Δεν είναι το ίδιο να υπερασπίζεται τα δικαώματα των κατοίκων ο Καμίνης αντί για τον Κακλαμάνη
Το ποίημα του Καβάφη εννοεί ακριβώς αυτό: ότι τη σύγχυση και το μηδενσμό τον καλλιεργούν οι τυχοδιώκτες, οι εξωφυλαρούχες των κομμάτων, οι κυνικοί.
Δείγμα αξιοπρέπειας και ελευθερίας είναι το να επιλέγεις εκείνον που θα διαμορφώνει καθημερινά το περιβάλλον όπου ζείς.
(Διαβάστε και το σχετικό κομμάτι της Ευφρσύνης Δοξιάδη: Θα παραδώσετε την Αθήνα του Περικλή στον Ψινάκη; )
13.11.2010

Βλάπτουν κι οι δυό τους την Αθήνα το ίδιο; Από το Στάθη Τσαγκαρουσιάνο

Image
Τις τελευταίες μέρες αναπαράγεται στο διαδίκτυο μιά φράση του Χριστιανόπουλου, από πρόσφατη  συνέντευξή του (στην οποία, μεταξύ άλλων, εκδήλωσε την συμπάθειά του για τον σχεδόν σαλεμένο Άνθιμο).
Είχε πεί: «Εγώ ψηφίζω ανελλιπώς. Δεν έχω χάσει ψηφοφορία… Ψηφίζω διαρκώς λευκό. Δηλαδή, όχι ακριβώς λευκό, αλλά πάνω στο λευκό γράφω ένα ποίημα. Μια λέξη ή έναν στίχο. Δύο στίχους κυρίως χρησιμοποιώ. Εναν από ψαλμό του Δαυίδ «Μή πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οίς ούκ έστι σωτηρία» κι έναν ελαφρά παραλλαγμένο στίχο του Καβάφη που λέει «Βλάπτουν όλοι την Ελλάδα»»
H τελευταία φράση είναι βεβάιως η κυνική κατάληξη  του σαρκαστικότερου ίσως ποιήματος του Καβάφη »Ας φρόντιζαν». Στο ποίημα, την  ξεστομίζει κάποιος που είναι το ακριβώς αντίθετο του Χριστιανόπουλου: τυχοδιώκτης, νέος με υγείαν αρίστην, πρόθυμος να κάνει καριέρα σε όποιο κόμμα τού δώσει χώρο, και σύμφωνα με δικά του λόγια «ένας ταλαίπωρος που ζητάει να μπαλωθεί».
Ας θυμηθούμε ολόκληρο το συγκλονιστικό ποίημα:

Ας φρόντιζαν

Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.

Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.

Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους –
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.

Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.

Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

*************************************
Τώρα που το ξαναδιαβάζουμε, το συμπέρασμα είναι ακριβώς αντίθετο από αυτό που εννοεί ο Χριστιανόπουλος.
Ο Καβάφης θεωρεί το «αψήφιστο της εκλογής» νοσηρό σύμπτωμα ενός ανθρώπου χαλασμένου, και την γενικευτική απόρριψη όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών, σημάδι του καιροσκοπισμού του.
Εννοεί: ότι δεν παίρνουν θέση, εκείνοι που θέλουν να παίζουν σε όλα ανεξαρτήτως τα ταμπλώ.
Κι αυτό είναι πολύ διαφορετικό, από το αίσθημα αηδίας που πνίγει μερικούς και τους τυφλώνει, ώστε να μη νοιάζονται πιά να δουν τις βασικές διαφορές ανάμεσα στους δύο αναθρώπους  που από μεθαύριο θα ορίζουν την ατμόσφαιρα της πόλης μας.
Διότι ΔΕΝ είναι όλοι ίδιοι.
Δεν είναι το ίδιο να αποφασίζει για τα πολιτιστικά του Δήμου η Ευφροσύνη Δοξιάδη
αντί για τον  Ψινακη.
Δεν είναι το ίδιο να αποφασίζει για την πολεοδομία της πόλης ο Τομπάζης
αντί για τον  Καφέζα.
Δεν είναι το ίδιο να υπερασπίζεται τα δικαώματα των κατοίκων ο Καμίνης αντί για τον Κακλαμάνη
Το ποίημα του Καβάφη εννοεί ακριβώς αυτό: ότι τη σύγχυση και το μηδενσμό τον καλλιεργούν οι τυχοδιώκτες, οι εξωφυλαρούχες των κομμάτων, οι κυνικοί.
Δείγμα αξιοπρέπειας και ελευθερίας είναι το να επιλέγεις εκείνον που θα διαμορφώνει καθημερινά το περιβάλλον όπου ζείς.
(Διαβάστε και το σχετικό κομμάτι της Ευφρσύνης Δοξιάδη: Θα παραδώσετε την Αθήνα του Περικλή στον Ψινάκη; )
13.11.2010