Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρεις Μαύροι Πρίγκηπες…



Πούθε ήλθαν, πούθε βγήκαν, κανείς δεν ήξερε να πει και κανείς δεν ήθελε να ακούσει. Κι όσοι ήξεραν δεν έλεγαν. Ούτε πως και γιατί ήσανε Πρίγκηπες αυτοί όταν στην χώρα ούτε βασιλικές γενιές υπήρχαν ούτε γαλαζοαίματοι ντόπιοι. Τόσο που έκαναν εισαγωγή γαλαζοαίματων απ’ έξω, κάτι Βαβαρίες, κάτι Δανίες, για να μας βασιλέψουν και να μας διαγουμέψουν. Από εμάς, τους ντόπιους, μονάχα δύο είχαν τα φόντα να γίνουν Βασιλιάδες, ανοίγοντας νέο σόι από το τίποτα, εκ του μηδενός δηλαδή, σαν τον Αρθούρο, ένα πράγμα αλλά ο ένας δεν δέχτηκε (ο Θοδωρής), ο άλλος δεν το σκέφτηκε (ο Λευτεράκης). «Κρίμα!» μονολογούσε ο πατέρας μου. Όχι ότι γούσταρε τη φάρα των βασιλιάδων αλλά να «καλύτερα δικός μας παρά ξένος».
Βασιλιάδες δεν έγιναν, μήτε ο Θοδωρής, μήτε ο Λευτέρης. Φτιάξαν δρακογενιές όμως και οι δύο. Εσπερναν δόντια και φύτρωναν. Του πρώτου φύτρωναν Πολεμιστές κι Αντάρτες. Του δεύτερου…
Του δεύτερου, χμ… φύτρωσαν οι Τρεις Μαύροι Πρίγκηπες: ο ένας στην Πολιτική, ο δεύτερος στη Μουσική και ο τρίτος στον Τύπο. Αυτά ήσαν τα βασίλειά τους. Στο αίμα τους κυλούσε το αίμα του Μεγάλου Δράκου. Και των τριών τα ονόματα –τυχαίο άραγε;- τελείωνε σε «-άκης». Κατάληξη καταγωγική. «Σε ριζιμιό χαράκι». Πολλά τα κοινά τους. Και οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν πολλές φορές. Και πως αλλιώς μπορούσε να ήταν;
Βασίλεψαν χρόνια που φάνηκαν σαν αιώνες. Σαν τους Φαραώ της Αιγύπτου. Εχτισαν Μέγαρα και Μαυσωλεία και «Αξιον Εστί». Σαν να ζωντάνευαν τις σελίδες ενός ακόμη, τέταρτου Μαύρου Πρίγκηπα (επίσης εις «-άκης») άλλοτε ζώντας εξόριστοι, άλλοτε ζώντας ασκητικά και άλλοτε ως ένθεοι θνητοί, αλεξικέραυνοι. Σαν τον Αγά και τον Καπετάνιο στο «Χριστός Ξανασταυρώνεται».
Και των τριών τα παράθυρα των παλατιών βλέπουν στην Ακρόπολη… Από εκεί μετρούσαν τον κόσμο και άλλες φορές τον έβλεπαν μικρό και άλλες Μέγα… Όπως και τους εαυτούς τους… Οτν έβλεπαν τα είδωλά τους σε καθρέφτες από αλάτι.
Απόλαυσαν δόξα και τιμές και χρήμα και δύναμη και εξουσία και ηδονή, όσο κανείς… Μέχρι τα άκρα και πέρα από αυτά.
Πολλά αγάπησαν και πολλά αγαπήθηκαν. Πολλά μίσησαν και πολλά μισήθηκαν. Πολέμησαν και πολεμήθηκαν. Αδίκησαν και αδικήθηκαν. Πέρασαν πολλές φορές από τη μια όχθη στην άλλη, την ώρα που φούσκωναν τα ποτάμια της ιστορίας. Άλλες τόσες φορές «πρόδωσαν» αυτούς που τους είχαν στηρίξει και «προδόθηκαν» από εκείνους που στήριζαν. Τον Ιούλιο. Κάποτε…
Επαιξαν στα ζάρια τις τύχες αυτού του τόπου σαν να ήταν η ιστορία καζίνο ή μπαρμπουτιέρα. Σαν να έπαιζαν το δικό τους το κεφάλι. Κι ύστερα, αν η ζαριά δεν ήταν καλή, αποσύρονταν στα παρασκήνια και έπιαναν τα νήματα. Βιρτουόζοι στο θέατρο μαριονέτας. Μαέστροι στο θέατρο σκιών. Οι δύο. Ο πρώτος, ο Αρχάγγελος, δεν είχε ανάγκη από τέτοιες μαεστρίες. Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαι… αι…αι…αις.
Θυμάμαι τώρα τον δεύτερο, τον Αποστάτη, στο μπαλκόνι του ’89 να τραγουδά το τραγούδι του πρώτου: «λίγο ακόμη να σηκωθούμε, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα». Και το τρίτο Πρίγκηπα να πανηγυρίζει από κάτω… Σαν χθες ήταν! Να μη σου πω σαν αύριο…

Ηταν η πρώτη και ίσως η μοναδική φορά που συναντήθηκαν έτσι, δημόσια. Για να πάρουν και τυπικά την εξουσία. Σχεδόν τα κατάφεραν. Για λίγα χρόνια.
Το περισσότερο καιρό όμως κυβερνούσαν από τα παρασκήνια.


Μαζί πορεύτηκαν… Παράλληλα… Σε ένα άλλο Σύμπαν. Δικό τους. Λίγο και δικό μας. Φιλελεύθερο, με Μικρές Αγγελίες και «νερό Καματερού», με μεγάλες συναυλίες στον Παναθηναϊκό, με εφημερίδες για τον λαό αλλά και με μια «φυσική» απέχθεια για τον «λαουτζίκο» που «δεν ξέρει που πάνε τα τέσσερα». Οι τρεις τους να υπερίπτανται της Ιστορίας την ίδια στιγμή που ύφαιναν τους ιστούς της.
Παράξενη Τριάδα. Ομοούσια. Και το πιο παράξενο: η μεταπολεμική εποχή να συμπίπτει με το βιολογικό τους τέλος… Σαν όπερα… Σαν την Αΐντα, ας πούμε…
Το Ρέκβιεμ της Δρακογενιάς έχει αρχίσει!
Κι ούτε ένας Ορσον να την κάνει ταινία… Ούτε ένας Ουίλιαμ… να την κάνει ταινία ή θεατρικό!
Ούτε ένας αντάξιος διάδοχος, βέβαια.
Η εποχή των Μεγάλων Δράκων και των Πριγκήπων τελειώνει.
Και μαζί τελειώνουν και τα βασίλειά τους.



Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα… Σίγουρα πράματα!

Σχολιάστε