Υπόθεση #SystemGraph

Μια απίστευτη ιστορία!
Δεν υπάρχουν λόγια.
Το μόνο που μπορώ να πω με όση ψυχραιμία μου απομένει είναι: Η τιμωρία της εν λόγω εταιρείας θα πρέπει να είναι ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ και ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΗ!

Και μην ξανακούσω λέξη για τον «καλό ιδιωτικό τομέα» που «δεν τον αφήνουν να δουλέψει»!
Τα ίδια και χειρότερα σκατά με τον δημόσιο τομέα είναι!

Αθλιότητες!

Μια παρόμοια ιστορία, εξίσου εξοργιστική έχω κι εγώ με εισαγωγέα αυτοκινήτων που με έχει αφήσει εδώ και πέντε μήνες χωρίς κεντρικό καντράν σε αυτοκίνητο που δεν έχει κλείσει ακόμη χρόνο από τότε που το αγόρασα!

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ: Έχει ο πελάτης πάντα δίκιο; System Graph και άλλες Technologiανοησίες

"Κλειστό επάγγελμα" και η δημοσιογραφία

Ποιος είπε ότι εν μέσω κρίσης και καταρρεύσεων στα ΜΜΕ δεν παρατηρούνται τα παλιά καλά φαινόμενα του νεποτισμού και της οικογενειοκρατίας σε αυτά;

Η ντροπή συνεχίζεται με γιους, κόρες, ανίψια και ξαδέλφια να βολεύονται όπως-όπως στα «μαγαζιά».

Χαμπάρι δεν έχουμε πάρει!
Χαμπάρι όμως!

Και είμαστε άξιοι της μαύρης μοίρας μας!

"Κλειστό επάγγελμα" και η δημοσιογραφία

Ποιος είπε ότι εν μέσω κρίσης και καταρρεύσεων στα ΜΜΕ δεν παρατηρούνται τα παλιά καλά φαινόμενα του νεποτισμού και της οικογενειοκρατίας σε αυτά;

Η ντροπή συνεχίζεται με γιους, κόρες, ανίψια και ξαδέλφια να βολεύονται όπως-όπως στα «μαγαζιά».

Χαμπάρι δεν έχουμε πάρει!
Χαμπάρι όμως!

Και είμαστε άξιοι της μαύρης μοίρας μας!

Η δημοσιογραφία είναι πολύ σοβαρή υπόθεση

ΜΕΡΙΚΑ πράγματα μοιάζουν αδιάφορα για τους πολίτες, στην πραγματικότητα όμως όχι απλώς τους αφορούν, αλλά καθορίζουν την καθημερινή τους ζωή.
ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ, για παράδειγμα, ενώ φαίνονται απαξιωμένες μπροστά στην παρουσία της τηλεόρασης και στη διάδοση του Internet, εξακολουθούν και είναι ο υπ’ αριθμόν ένα παραγωγός και αναλυτής ειδήσεων, ο υπ’ αριθμόν ένα παράγοντας που επηρεάζει την πολιτική και οικονομική σκηνή και ο σχεδόν αποκλειστικός τροφοδότης της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου και του Internet σε ειδησεογραφικό υλικό.
ΑΔΙΑΨΕΥΣΤΟΣ μάρτυρας οι αργίες και οι απεργίες, οπότε τα ηλεκτρονικά μέσα στερούνται νέων. Οχι επειδή αργούν οι δημοσιογράφοι. Αλλά, επειδή οι δημοσιογράφοι, που παράγουν ειδήσεις, που παράγουν πρωτογενές ρεπορτάζ, που βασανίζουν την περιέργεια και την ανάλυση, βρίσκονται εκεί που υπάρχει χρόνος και κάματος γι’ αυτό: Στις εφημερίδες. Οχι εδώ στην Ελλάδα. Παντού στον κόσμο.
ΑΥΤΟΣ είναι και ο λόγος που εκεί όπου η δημοσιογραφία καθοδηγείται και ασκείται από σπουδαγμένους επί τούτου επαγγελματίες και όχι από εμπαιζόμενους φοιτητές ή από «πρακτικούς» -όπως γίνεται στη χώρα μας- οι εφημερίδες ευημερούσαν δίπλα δίπλα με την τηλεόραση, χωρίς να κατρακυλήσει η κυκλοφορία τους, όπως έγινε εδώ με την εμφάνιση της ιδιωτικής Τ.V.
ΑΥΤΟΣ είναι και ο λόγος, που στη Δύση οι κυκλοφορίες στο χαρτί κατρακυλάνε, αλλά ανεβαίνουν θεαματικά οι αναγνώστες των ίδιων εφημερίδων, μέσα στα sites τους.
ΤΕΛΙΚΑ, και αυτό είναι το μυστικό για όσους ασχολούνται πραγματικά με τη δημοσιογραφία, το πιο σημαντικό είναι η σοβαρότητα και η φερεγγυότητα. Η έλλειψή τους καταδικάζεται από τους αναγνώστες στο βάθος του χρόνου και η ύπαρξή τους επιβραβεύεται.
ΤΟ κακό είναι ότι την εμπιστοσύνη τη χάνεις σε ελάχιστο χρόνο και την κερδίζεις σε πολύ.
Ο,ΤΙ συμβαίνει με τις εφημερίδες, αλλά και τα άλλα μέσα, συμβαίνει και με τους δημοσιογράφους σαν άτομα και σαν σύνολα. Ενα μέρος της απαξίωσης των αναγνωστών και τηλεακροατών προς τα Μέσα οφείλεται ακριβώς στη στάση ορισμένων δημοσιογράφων σε συγκεκριμένα θέματα, συγκεκριμένες περιόδους ή και διαρκώς.
ΕΠΕΙΔΗ ακριβώς η καθημερινή ζωή των πολιτών εν πολλοίς εξαρτάται και περνάει μέσα από την πληροφόρηση που σπέρνεται από τον Τύπο.
Ο ΤΥΠΟΣ, με την οπτική του γωνία, δεν ακολουθεί απλώς την εποχή του: Αναπαράγει ήθος και δημιουργεί ήθος. Δημιουργεί πρότυπα πολιτικά και κοινωνικά στην κοινωνία. Δεν αντιπροσωπεύει μόνο κοινωνικές ομάδες, νοοτροπίες και ιδεολογίες. Τις αναπαράγει και προωθεί άλλες.
ΕΑΝ μεν είναι εξαρτημένος από τα πολιτικά, θρησκευτικά, αστυνομικά, δικαστικά, συνδικαλιστικά, οικονομικά κέντρα εξουσίας, αναπαράγει εκείνων τα πρότυπα και τις εντολές.
ΕΑΝ είναι ανεξάρτητος, αναπαράγει τις δικές του αξίες και τις αξίες των πολιτών που τον εμπιστεύονται.
ΕΙΤΕ έτσι είτε αλλιώς, ο Τύπος είναι ο καθοριστικός παράγοντας διάδοσης των πληροφοριών με τις οποίες ζουν σήμερα οι κοινωνίες.
ΑΥΤΟΣ ο ρόλος βρίσκεται σχεδόν πάντα στα χέρια επιχειρηματιών που προσδοκούν άλλα οφέλη από την άσκηση της εξουσίας της δημοσίευσης (ή της απόκρυψης), αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που βρίσκεται και στα χέρια ιδεολόγων, αγωνιστών, πεισματάρηδων ή αμετανόητων επαγγελματιών.
ΤΟ σημαντικό είναι ότι η λειτουργία του αφορά τον καθένα· και καθένας που συμμετέχει στον Τύπο έχει ένα μερίδιο ευθύνης για ό,τι συμβαίνει γύρω του.
ΑΥΤΟΙ και μόνο οι λόγοι που κατέγραψα θα αρκούσαν για να πει κανείς ότι η λειτουργία των ΜΜΕ, και ιδίως της ναυαρχίδας των ΜΜΕ που είναι η εφημερίδες, έχει ανάγκη από μια πολύ υπεύθυνη και πολύ φερέγγυα μεταχείριση. Κυρίως από τους δύο παράγοντες που τις αποτελούν: Τους εκδότες και τους εργαζομένους.
ΣΤΗΝ επαγγελματική μου ζωή εργάστηκα με εκδότες, όπως ο Αχ. Παράσχος, ο Ανδρ. Μοθωνιός, ο Ν. Μεταξάς, ο Αντ. Κρεούζης, ο Νάσος Μπότσης, ο Γ. Μπόμπολας, ο Κίτσος Τεγόπουλος, η Μάνια και η Λένα Τεγοπούλου, για να τα βάλω τα ονόματα με τη σειρά που τους γνώρισα.
ΣΤΙΣ εφημερίδες τους συνέζησα με εκατοντάδες δημοσιογράφους. Επειδή η δουλειά μας για πολλά χρόνια ήταν συμβίωση. Κυρίως, και άσχετα με τις ιδεολογικές ή προσωπικές διαφορές, η δουλειά μας ήταν, όπως θα όφειλε να είναι: Ενα πράγμα: Συλλογική δουλειά δημοσιογράφων. Και άσχετα με τις διαφορές ανάμεσα σε εφημερίδες, οι δημοσιογράφοι ήταν και θα όφειλαν να είναι συγκεντρωμένοι, προσηλωμένοι, δυνατοί, στο σπίτι τους. Σπίτι τους, εκτός από τις εφημερίδες τους, είναι το κοινό τους συμφέρον: Η Ενωση Συντακτών.
ΕΝΩ, λοιπόν, η κοινωνία απαιτεί όλο και πιο σοβαρή και όλο και πιο φερέγγυα παρουσία των δημοσιογράφων στα καθημερινά, τα λίγα τελευταία χρόνια όλο και πιο πολύ, τα προσωπικά και παραταξιακά κίνητρα δυναμιτίζουν την ισχύ της Ενωσης Συντακτών. Αλλοτε από τη μειοψηφία και άλλοτε από την πλειοψηφία των διοικητικών της συμβουλίων.
ΣΕ μια εποχή μάλιστα, που κάθε εργασιακή συνθήκη απειλείται με κατάρρευση και κάθε κατακτημένο δικαίωμα ποδοπατιέται, οι δημοσιογράφοι αντί να συσπειρώνονται για να μπορέσουν να είναι όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητοι, ώστε να σταθούν σοβαροί και φερέγγυοι για τον λαό, οδηγούνται σε διάλυση. Με ευθύνη των ίδιων των εκπροσώπων τους!
ΤΟ πρώτο κρούσμα ήρθε με την απεργία που εξαγγέλθηκε το φθινόπωρο και η οποία ματαιώθηκε, αφού πρώτα σε δύο μεγάλες εφημερίδες, «Νέα» και «Εθνος», η πλειοψηφία με κάλπη ψήφισε κατά της κινητοποίησης στα «μαγαζιά τους», θεωρώντας ότι έτσι υπερασπίζεται καλύτερα τα εργασιακά της συμφέροντα.
ΤΟ δεύτερο κρούσμα ήρθε πριν από τρεις εβδομάδες, όταν η πλειοψηφία του Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ, υπαναχωρώντας από τις έγγραφες δεσμεύσεις του, αρνήθηκε να υπογράψει συλλογική σύμβαση με την εκδότρια της «Ε» Μάνια Τεγοπούλου, που την είχε δεχτεί. Ταυτόχρονα αρνήθηκε να κηρύξει απεργία αποκλειστικά και μόνο στα συγκροτήματα, των οποίων οι εκδότες αρνούνταν να υπογράψουν τη σύμβαση (Καθημερινή, Πήγασος και ΔΟΛ), βάζοντας έτσι σε κίνδυνο τη φήμη και το ταμείο όλων των άλλων εφημερίδων αδιακρίτως!
ΤΟ χειρότερο, για να ικανοποιήσει τα μεγάλα συγκροτήματα, ανέχτηκε να κυκλοφορήσουν όλα τα φύλλα τις μέρες της απεργίας ως προκατασκευασμένα!
ΟΙ συντάκτες και οι άλλοι εργαζόμενοι για την «Ε» και την «Κ.Ε.» αρνήθηκαν να πάρουν μέρος σ’ αυτή την κοροϊδία, αποφασίζοντας σχεδόν ομόφωνα να παραμείνουν δημοσιογράφοι μιας Ενωσης Συντακτών και μιας εφημερίδας που σέβεται και τιμά την ιστορία της και το ρόλο της.
ΤΟ αποκορύφωμα, όμως, ήρθε την περασμένη εβδομάδα με μια ανακοίνωση της Ενωσης Ιδιοκτητών (στην οποία δεν ανήκει η «Χ.Κ. Τεγόπουλος»), η οποία καθόριζε τις μέρες έκδοσης των εφημερίδων την περίοδο των γιορτών, όπως συνηθίζεται όσα χρόνια, τουλάχιστον, ο υποφαινόμενος εργάζεται. Ακολούθησε ταυτόσημη ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ, όπως πάντα.
ΟΙ ημερομηνίες αυτές δεν είχαν καμιά σχέση με εκείνες που τελικά εκδόθηκαν οι εφημερίδες των Χριστουγέννων, με ευθύνη της ίδιας της Ενωσης Ιδιοκτητών. Χωρίς η Ενωση Συντακτών να παρέμβει, πληροφορήσει, διευκολύνει τους συντάκτες σε όλες τις εφημερίδες, που τελικά πελαγοδρόμησαν απίστευτα και έμειναν ακάλυπτοι από την Ενωσή τους. Η οποία για μια ακόμη φορά, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα απαξιώθηκε στη συνείδησή τους. Με ευθύνη της.
ΟΠΩΣ έγραψα και στην αρχή, η δημοσιογραφία, και μάλιστα η έντυπη, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για την καθημερινή ζωή των πολιτών.
Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ σήμερα έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ να είναι ισχυρή και φερέγγυα. Επειδή και η ποιότητα ζωής του λαού απειλείται και πρέπει να υπάρχουν βήματα να τον υπερασπιστούν, αλλά επειδή και τα επιχειρηματικά συγκροτήματα απειλούν τη δημοσιογραφία, απαξιώνοντάς την, στην προσπάθειά τους να κάνουν «αιματηρές οικονομίες».
Σ’ ΑΥΤΕΣ τις συνθήκες, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται ο Τύπος είναι μια Ενωση Συντακτών απαξιωμένη στα μάτια των δημοσιογράφων, άτολμη με τους ισχυρούς και απούσα από τα καθημερινά προβλήματα του κλάδου.
Η ΕΥΘΥΝΗ όλων των δημοσιογράφων είναι μεγάλη. Γιατί αυτοί είναι η Ενωση, και αυτούς καθρεφτίζει. Καιρός να τη δουν σοβαρά. Γιατί αλλιώς θα δουν τα ακόμα πιο σοβαρά δεινά ενός κλάδου αποδυναμωμένου και απολύτως υποχείριου. Αυτό θέλουν;

Η ταξική «καρδιά» του Μακεδονικού

Η ελληνική βιβλιογραφία για το Μακεδονικό Ζήτημα στην «κλασική» του φάση, μέχρι δηλαδή τους Βαλκανικούς πολέμους και την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας, χαρακτηρίζεται από μια έντονη ανισομέρεια.
Αυτό που έχει μελετηθεί είναι κυρίως οι διπλωματικές και (με ισχυρή δόση εθνικά ορθής αυτολογοκρισίας) στρατιωτικές παράμετροι του ζητήματος.
Οι κοινωνικές αντιθέσεις της μακεδονικής κοινωνίας πριν από το 1912 και η διαπλοκή τους με την ανάπτυξη των αντιμαχόμενων εθνικών κινημάτων και τις στρατηγικές επιλογές των εθνικών κέντρων, μόνο περιθωριακά έχουν θιγεί -συνήθως με παρεμπίπτουσες, δευτερεύουσες και λακωνικές αναφορές.
Κι όμως, το Μακεδονικό είναι πρακτικά αδύνατο να κατανοηθεί χωρίς τη γνώση του κοινωνικού πεδίου και των αντιθέσεων, πολιτική αντανάκλαση των οποίων υπήρξε η διαμάχη μεταξύ «ελληνοφρόνων» και «σλαβοφρόνων» Μακεδόνων στη διάρκεια μισού και πλέον αιώνα.
Το σοβαρό αυτό κενό έρχεται να καλύψει το βιβλίο του Σπύρου Καράβα, επίκουρου καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, «Μακάριοι οι κατέχοντες την γην. Γεωκτητικοί σχεδιασμοί προς απαλλοτρίωση συνειδήσεων στη Μακεδονία 1880-1909» (Αθήνα 2010, εκδ. Βιβλιόραμα).
Αντικείμενό του είναι μια ξεχασμένη αν και σημαντικότατη πτυχή αυτής της διαπλοκής του κοινωνικού με το εθνικό: τα σχέδια εξελληνισμού της (οθωμανικής ακόμη) Μακεδονίας διά του «εξελληνισμού» τής εκεί γεωκτησίας. Ως πηγές, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί υλικό από τα αρχεία του ΥΠΕΞ και προσωπικοτήτων της εποχής (Στ. Δραγούμης, Π. Δέλτα κ.ά.), τον Τύπο των ημερών, κυρίως όμως ένα ντοκουμέντο προκλητικά αγνοημένο από την εγχώρια μακεδονολογία: το φυλλάδιο «Το έργον του ελληνισμού εν Μακεδονία», που τύπωσε το 1880 «ως χειρόγραφον» (σε περιορισμένο δηλαδή αριθμό αντιτύπων, για διανομή σε στενό κύκλο οικονομικών παραγόντων και στελεχών του ελληνικού κράτους) ο Αθανάσιος Ευταξίας.
Τρικουπικός και τσιφλικάς
Απεσταλμένος της κυβέρνησης Τρικούπη στη Μακεδονία τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, ο τελευταίος αναλύει χωρίς εξωραϊσμούς την «εθνολογική» και κοινωνική κατάσταση στην περιοχή, εισηγούμενος μια στρατηγική συστηματικής αγοράς οθωμανικών τσιφλικιών και μετατροπής τους σε «εστίες ελληνικής εθνικής ζωής», με στρατηγικό στόχο τον γλωσσικό εξελληνισμό και -προοπτικά- την εγχάραξη ελληνικής εθνικής συνείδησης στους σλαβόφωνους καλλιεργητές τους. Συνδυάζοντας την εθνική δράση με τα ιδιωτικά του συμφέροντα, ο Ευταξίας φρόντισε, άλλωστε, στο ίδιο διάστημα να μετατραπεί ο ίδιος σε τσιφλικά, αγοράζοντας ένα αγρόκτημα με σλαβόφωνους κολίγους στο Τίκφες.
Ολόκληρο το φυλλάδιό του αναπαράγεται στο βιβλίο ως παράρτημά του, μαζί με δυο παρεμφερείς εισηγήσεις του 1859 (από τον εγκαταστημένο στις Σέρρες γιατρό Ιωάννη Θεοδωρίδη) και του 1909 (από τον πρόξενο Σερρών Αντώνιο Σαχτούρη). Η εμπιστευτική φύση της όλης «πραγματείας» είναι σαφής: ο Ευταξίας ξεκαθαρίζει στους επίλεκτους αναγνώστες του ότι «διά λόγους ευνοήτους εκρίθη επιβλαβής η δημοσίευσις αυτής» και ζητεί να μην «ανακοινώσωσιν αυτήν και εις άλλους, μη δυναμένους να τηρήσωσι το πράγμα εν απορρήτω».
Αποκαλυπτική είναι επίσης η περιγραφή από τον Καράβα της αντιμετώπισης του ντοκουμέντου από την «εθνικά ορθή» ελληνική ιστοριογραφία: είτε πλήρης αποσιώπηση είτε παραπλανητικές αναφορές, υψηλά δείγματα «της τέχνης τού να μιλάς αποσιωπώντας και να αποκαλύπτεις συγκαλύπτοντας» (σ. 42).
Τα… «κτήνη» του Δραγούμη
Χρησιμοποιώντας ως σκελετό το κείμενο του Ευταξία, και διασταυρώνοντάς το με παρόμοιες υπηρεσιακές εκτιμήσεις και εισηγήσεις μισού αιώνα, ο Καράβας φωτίζει εξαιρετικά το κοινωνικό υπόβαθρο της ελληνικής πολιτικής στην οθωμανική Μακεδονία. Από τις πρώτες κινδυνολογικές διαπιστώσεις του 1859 μέχρι τα εποικιστικά σχέδια του Ιωνα Δραγούμη, που το 1903 διαπιστώνει πως «απαιτείται όχι διατήρησις αλλά κατάκτησις της Μακεδονίας» με εγκατάσταση ελληνόγλωσσων γεωργών για ν’ αποτραπεί ο κίνδυνος να μετατραπούν κάποια μέρα σε ιδιοκτήτες τα «κτήνη [τα] λαλούντα την βουλγαρικήν» που καλλιεργούν τη γη της, η εικόνα που προβάλλει απέχει έτη φωτός από το εξωραϊστικό σχήμα της κυρίαρχης ιστοριογραφίας.
Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται ωστόσο στην τεκμηριωμένη αποδόμηση ενός ακόμη εθνικού μύθου. Καταδεικνύει, παράλληλα, την ευρωπαϊκή γενεαλογία αυτής της στρατηγικής: πρότυπο του γερμανοσπουδασμένου Ευταξία δεν ήταν άλλο από την πολιτική, που εφάρμοσε ο Βίσμαρκ για τον εκγερμανισμό των πολωνικών εδαφών της Πρωσίας. Αποκαλύπτει, επίσης, μια ξεχασμένη πρόταση της αγγλικής διπλωματίας προς τον σουλτάνο το 1869, δυο χρόνια μετά την εξέγερση των Φίνιανς, για εποικισμό της Μακεδονίας με «οικονομικά κατεστραμμένους και πολιτικά επικίνδυνους Ιρλανδούς αγρότες». Τελικά, το τελευταίο αυτό σχέδιο έμεινε στα χαρτιά -κι έτσι, το Δουβλίνο δεν αποτέλεσε έναν ακόμη παράγοντα του (ιστορικού αλλά και του σημερινού) Μακεδονικού…

Η ταξική «καρδιά» του Μακεδονικού

Η ελληνική βιβλιογραφία για το Μακεδονικό Ζήτημα στην «κλασική» του φάση, μέχρι δηλαδή τους Βαλκανικούς πολέμους και την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας, χαρακτηρίζεται από μια έντονη ανισομέρεια.
Αυτό που έχει μελετηθεί είναι κυρίως οι διπλωματικές και (με ισχυρή δόση εθνικά ορθής αυτολογοκρισίας) στρατιωτικές παράμετροι του ζητήματος.
Οι κοινωνικές αντιθέσεις της μακεδονικής κοινωνίας πριν από το 1912 και η διαπλοκή τους με την ανάπτυξη των αντιμαχόμενων εθνικών κινημάτων και τις στρατηγικές επιλογές των εθνικών κέντρων, μόνο περιθωριακά έχουν θιγεί -συνήθως με παρεμπίπτουσες, δευτερεύουσες και λακωνικές αναφορές.
Κι όμως, το Μακεδονικό είναι πρακτικά αδύνατο να κατανοηθεί χωρίς τη γνώση του κοινωνικού πεδίου και των αντιθέσεων, πολιτική αντανάκλαση των οποίων υπήρξε η διαμάχη μεταξύ «ελληνοφρόνων» και «σλαβοφρόνων» Μακεδόνων στη διάρκεια μισού και πλέον αιώνα.
Το σοβαρό αυτό κενό έρχεται να καλύψει το βιβλίο του Σπύρου Καράβα, επίκουρου καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, «Μακάριοι οι κατέχοντες την γην. Γεωκτητικοί σχεδιασμοί προς απαλλοτρίωση συνειδήσεων στη Μακεδονία 1880-1909» (Αθήνα 2010, εκδ. Βιβλιόραμα).
Αντικείμενό του είναι μια ξεχασμένη αν και σημαντικότατη πτυχή αυτής της διαπλοκής του κοινωνικού με το εθνικό: τα σχέδια εξελληνισμού της (οθωμανικής ακόμη) Μακεδονίας διά του «εξελληνισμού» τής εκεί γεωκτησίας. Ως πηγές, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί υλικό από τα αρχεία του ΥΠΕΞ και προσωπικοτήτων της εποχής (Στ. Δραγούμης, Π. Δέλτα κ.ά.), τον Τύπο των ημερών, κυρίως όμως ένα ντοκουμέντο προκλητικά αγνοημένο από την εγχώρια μακεδονολογία: το φυλλάδιο «Το έργον του ελληνισμού εν Μακεδονία», που τύπωσε το 1880 «ως χειρόγραφον» (σε περιορισμένο δηλαδή αριθμό αντιτύπων, για διανομή σε στενό κύκλο οικονομικών παραγόντων και στελεχών του ελληνικού κράτους) ο Αθανάσιος Ευταξίας.
Τρικουπικός και τσιφλικάς
Απεσταλμένος της κυβέρνησης Τρικούπη στη Μακεδονία τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, ο τελευταίος αναλύει χωρίς εξωραϊσμούς την «εθνολογική» και κοινωνική κατάσταση στην περιοχή, εισηγούμενος μια στρατηγική συστηματικής αγοράς οθωμανικών τσιφλικιών και μετατροπής τους σε «εστίες ελληνικής εθνικής ζωής», με στρατηγικό στόχο τον γλωσσικό εξελληνισμό και -προοπτικά- την εγχάραξη ελληνικής εθνικής συνείδησης στους σλαβόφωνους καλλιεργητές τους. Συνδυάζοντας την εθνική δράση με τα ιδιωτικά του συμφέροντα, ο Ευταξίας φρόντισε, άλλωστε, στο ίδιο διάστημα να μετατραπεί ο ίδιος σε τσιφλικά, αγοράζοντας ένα αγρόκτημα με σλαβόφωνους κολίγους στο Τίκφες.
Ολόκληρο το φυλλάδιό του αναπαράγεται στο βιβλίο ως παράρτημά του, μαζί με δυο παρεμφερείς εισηγήσεις του 1859 (από τον εγκαταστημένο στις Σέρρες γιατρό Ιωάννη Θεοδωρίδη) και του 1909 (από τον πρόξενο Σερρών Αντώνιο Σαχτούρη). Η εμπιστευτική φύση της όλης «πραγματείας» είναι σαφής: ο Ευταξίας ξεκαθαρίζει στους επίλεκτους αναγνώστες του ότι «διά λόγους ευνοήτους εκρίθη επιβλαβής η δημοσίευσις αυτής» και ζητεί να μην «ανακοινώσωσιν αυτήν και εις άλλους, μη δυναμένους να τηρήσωσι το πράγμα εν απορρήτω».
Αποκαλυπτική είναι επίσης η περιγραφή από τον Καράβα της αντιμετώπισης του ντοκουμέντου από την «εθνικά ορθή» ελληνική ιστοριογραφία: είτε πλήρης αποσιώπηση είτε παραπλανητικές αναφορές, υψηλά δείγματα «της τέχνης τού να μιλάς αποσιωπώντας και να αποκαλύπτεις συγκαλύπτοντας» (σ. 42).
Τα… «κτήνη» του Δραγούμη
Χρησιμοποιώντας ως σκελετό το κείμενο του Ευταξία, και διασταυρώνοντάς το με παρόμοιες υπηρεσιακές εκτιμήσεις και εισηγήσεις μισού αιώνα, ο Καράβας φωτίζει εξαιρετικά το κοινωνικό υπόβαθρο της ελληνικής πολιτικής στην οθωμανική Μακεδονία. Από τις πρώτες κινδυνολογικές διαπιστώσεις του 1859 μέχρι τα εποικιστικά σχέδια του Ιωνα Δραγούμη, που το 1903 διαπιστώνει πως «απαιτείται όχι διατήρησις αλλά κατάκτησις της Μακεδονίας» με εγκατάσταση ελληνόγλωσσων γεωργών για ν’ αποτραπεί ο κίνδυνος να μετατραπούν κάποια μέρα σε ιδιοκτήτες τα «κτήνη [τα] λαλούντα την βουλγαρικήν» που καλλιεργούν τη γη της, η εικόνα που προβάλλει απέχει έτη φωτός από το εξωραϊστικό σχήμα της κυρίαρχης ιστοριογραφίας.
Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται ωστόσο στην τεκμηριωμένη αποδόμηση ενός ακόμη εθνικού μύθου. Καταδεικνύει, παράλληλα, την ευρωπαϊκή γενεαλογία αυτής της στρατηγικής: πρότυπο του γερμανοσπουδασμένου Ευταξία δεν ήταν άλλο από την πολιτική, που εφάρμοσε ο Βίσμαρκ για τον εκγερμανισμό των πολωνικών εδαφών της Πρωσίας. Αποκαλύπτει, επίσης, μια ξεχασμένη πρόταση της αγγλικής διπλωματίας προς τον σουλτάνο το 1869, δυο χρόνια μετά την εξέγερση των Φίνιανς, για εποικισμό της Μακεδονίας με «οικονομικά κατεστραμμένους και πολιτικά επικίνδυνους Ιρλανδούς αγρότες». Τελικά, το τελευταίο αυτό σχέδιο έμεινε στα χαρτιά -κι έτσι, το Δουβλίνο δεν αποτέλεσε έναν ακόμη παράγοντα του (ιστορικού αλλά και του σημερινού) Μακεδονικού…