Προώθηση στα μεταλλαγμένα

Παρασιτισμός στην περιβαλλοντική εκπαίδευση – Προώθηση ΓΤΟ από έκθεση του Ιδρύματος Ευγενίδου

– 03/12/2010
Σαφές προμοτάρισμα των μεταλλαγμένων στην Ελλάδα συνιστά η μόνιμη έκθεση βιοτεχνολογίας που λειτουργεί στο Ίδρυμα Ευγενίδου και έχει ως αποδέκτες, νέους και σχολεία που επισκέπτονται το Ίδρυμα. Συγκεκριμένα, στην υποενότητα της έκθεσης1 με τίτλο «Η τροποποιημένη φύση», η οποία περιλαμβάνει 21 εκθέματα και δραστηριότητες, προσκαλείται καθημερινά το πιο εύπλαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, η μαθητική νεολαία, σε μια «ευχάριστη» (όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος) γνωριμία με «ασυνήθιστους κήπους» γενετικά τροποποιημένων οργανισμών.

Οι μαθητές επιδίδονται επίσης στη διεξαγωγή πειραμάτων γενετικής τροποποίησης προϊόντων, καθώς και στην παρακολούθηση εκπαιδευτικών βιντεο-προβολών (όπου η υβριδοποίηση, η γενετική μηχανική και η καλλιέργεια in vitro παρουσιάζονται ως τρόποι βελτίωσης των φυτικών καλλιεργειών) και στο τέλος καλούνται να δώσουν τις «σωστές» απαντήσεις.

Το Αρχιπέλαγος, Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας αποδοκίμασε ευθύς εξαρχής τη συγκεκριμένη έκθεση με επιστολή που απέστειλε στο Ίδρυμα Ευγενίδου, η οποία εντάσσεται σαφώς στο πλαίσιο μίας οργανωμένης στρατηγικής προώθησης των γενετικά μεταλλαγμένων προϊόντων στην Ελλάδα από πολυεθνικές που στόχο έχουν να γίνουν οι κυρίαρχοι του παγκόσμιου διατροφικού μονοπωλίου.

Στην ίδια λογική εντάσσονται τα σεμινάρια που λαμβάνουν χώρα σχεδόν κάθε μήνα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον και να κάμψουν τις αντιστάσεις των αγροτών (προλειαίνοντας το έδαφος για την εισαγωγή μεταλλαγμένων στη χώρα μας), αλλά και οι πιέσεις που ασκούν στην Ελλάδα οι ΗΠΑ σε διπλωματικό επίπεδο για την νομιμοποίηση της εισαγωγής και καλλιέργειας γενετικά μεταλλαγμένων σπόρων.Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις2 του πρώην αναπληρωτή υπουργού περιβάλλοντος, κ. Θεόδωρου Κολιοπάνου «Οι πιέσεις που δεχόμαστε είναι απίστευτες…. Η πρώτη επίσκεψη που δέχεται κάθε νέος υπουργός είναι από τον πρεσβευτή των ΗΠΑ, ο οποίος ζητάει την είσοδο των ΓΤΟ στην Ελλάδα».

Απέναντι σε αυτή την κατακριτέα πρακτική, τόσο το Αρχιπέλαγος (μέλος της ομάδας εργασίας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης για την προστασία των τοπικών ποικιλιών που κινδυνεύουν από άμεση εξαφάνιση) όσο και αρκετοί φορείς στη χώρα μας καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια να ενημερώσουν τον κόσμο και να οξύνουν την κριτική σκέψη των αγροτών.

Ωστόσο, γεγονότα όπως η συγκεκριμένη έκθεση που φιλοξενεί το Ίδρυμα Ευγενίδου, δημιουργούν συναισθήματα έκπληξης και αγανάκτησης, καθώς είναι τουλάχιστον σοκαριστικό να διαποτίζεται η μαθητική νεολαία, που δεν διαθέτει ακόμα την απαραίτητη κριτική σκέψη, με την παραφύση φιλοσοφία εταιρικών αντιλήψεων οι οποίες πατεντάρουν και κερδοσκοπούν εις βάρος της φύσης με ανήθικες μεθόδους.

H κατάσταση στην Ελλάδα όπως έχει διαμορφωθεί δεν αφήνει κανένα περιθώριο εφησυχασμού. Σε λίγες μόνο δεκαετίες οι ποικιλίες σιταριού έχουν εξαφανισθεί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ενώ πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι μόνο το 2-3% των ποικιλιών λαχανικών που υπήρχαν πριν 50 χρόνια στην Ελλάδα έχει διασωθείυπό καλλιέργεια μέχρι τις μέρες μας. Ταυτόχρονα, δεκάδες μελέτες καταδεικνύουν τις βλαβερές επιπτώσεις που προκαλούν οι ΓΤΟ στη γεωργική παραγωγή καθώς και τους σοβαρούς κινδύνους που ελλοχεύουν για τη δημόσια υγεία.

Το Αρχιπέλαγος, μέσω της Κιβωτού – Τράπεζας Σπόρων Αιγαίου (Διαβάστε περισσότερα εδώ και παρακολουθείστε επίσης σχετικό Video) που έχει δημιουργήσει, δίνει καθημερινή μάχη για τη συγκέντρωση και μακροχρόνια φύλαξη των ελάχιστων ελληνικών ποικιλιών σπόρων που έχουν απομείνει μέχρι σήμερα, καθώς και τον πολλαπλασιασμό και τη διάδοση της ασφαλούς καλλιέργειας των τοπικών ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτών, περιορίζοντας τον κίνδυνο επιμόλυνσης από τα γενετικά τροποποιημένα φυτά.

Στο ίδιο μήκος κύματος πολλά δίκτυα πολιτών, οργανισμοί, μη κυβερνητικοί φορείς (Αιγίλοπας, Πελίτι, BiotechWatch, Σπόρος, ΒΙΟΖΩ κα) στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έχουν δημιουργήσει ένα δυναμικό δίκτυο ενημέρωσης του κοινού για την ανάγκη προστασίας του, επί αιώνες προσαρμοσμένου στις κατά τόπους εδαφοκλιματικές συνθήκες, φυτογενετικού υλικού.

Απέναντι σε αυτήν την ύπουλη και δόλια προπαγάνδα που έχει ως στόχο να μολύνει αντιλήψεις, να ξεπουλήσει το ελληνικό φυτογενετικό υλικό και να μας καταστήσει διατροφικά εξαρτημένους, το Αρχιπέλαγος στέκεται απέναντι.
Καλούμε φορείς, περιβαλλοντικές οργανώσεις, δίκτυα πολιτών και πολίτες που αντιλαμβάνονται το πρόβλημα να πάρουν ανοικτά θέση. Να ασκήσουν τις δικές τους πιέσεις προς τη διοίκηση του ιδρύματος Ευγενίδου για να αποσυρθεί η συγκεκριμένη έκθεση, η οποία αποτελεί άλλον έναν Δούρειο Ίππο στη διαδικασία απενοχοποίησης και εισαγωγής των μεταλλαγμένων στην Ελλάδα.

Η άγνοια είναι επικίνδυνη και η σιωπή συνενοχή.

Η ερευνητική & επιστημονική ομάδα του Αρχιπελάγους

Το κείμενο συνυπογράφουν:
Αιγίλοπας
ΒΙΟΖΩ
BiotechWatch
Δίκτυο Οικολογικών Οργανώσεων Αιγαίου
Πελίτι
Σπόρος

από το Αρχιπέλαγος

Θεσσαλονίκη – Χριστούγεννα 1912 μ.Χ.

Θεσσαλονίκη. Χριστούγεννα 1912. Ιδού τα υλικά μου. Μου είναι αρκετά. Κι ας μου λείπει η μνήμη. Κι ας μου λείπουν οι άνθρωποι  που έζησαν εκείνη την εποχή να συμπληρώσουν την εικόνα. Ο παππούς μου, ο Μίμης, ζούσε ακόμη στην Πόλη, 26 χρονών παλικάρι. Η γιαγιά μου ήταν τεσσάρων χρονών παιδάκι, κι εκείνη απ΄ την Κωνσταντινούπολη. Ηλθαν  χώρια στη Θεσσαλονίκη το ’23, στον πρώτο «δγιωγμό».  Η πόλη «γιόρταζε» τα 11 χρόνια από την απελευθέρωσή της προσπαθώντας να βολέψει όπως όπως την προσφυγιά από τον Πόντο και τη Μικρασία. Οι δικές τους οικογένειες εγκαταστάθηκαν στις «Εξοχές». Εκεί αντάμωσαν, αγαπήθηκαν, κλέφτηκαν και ύστερα πήγαν και έστησαν το σπιτικό τους δίπλα στη «Βίλα Μπιάνκα». Εκείνος δούλεψε καθηγητής μαθηματικών στο Γυμνάσιο και μετά σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες της πόλης. Εκείνη έγινε ηθοποιός, δούλεψε σε περιοδεύοντες θιάσους και αργότερα ως υποβολέας στο «Βασιλικό».  Μιλούσαν ελληνικά με τους «έξω», γαλλικά μεταξύ τους και τούρκικα όταν μαλώνανε. Κι ήξεραν ακόμη γερμανικά, εγγλέζικα, βουλγάρικα. Φαρσί όλα. Κι όπως η ομιλία τους έτσι και τα βιβλία τους, έτσι τα φαγητά τους, έτσι κι οι μυρωδιές τους σπιτιού τους: πολυεθνικές. Όπως η Πόλη που γεννήθηκαν αλλά και η πόλη που έζησαν. Η δική μας πόλη. Γιατί έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη πολύ πριν το 1912 και για λίγο –δυστυχώς πολύ λίγο- μετά. Μια πόλη με δέκα γλώσσες, πέντε φυλές, τρεις θεούς: Χριστό, Αλλάχ, Γιαχβέ. Η τρίτη πιο σπουδαία «Κοσμόπολη», μετά τη Βασιλεύουσα και τη Σμύρνη, της  Οθωμανικής αυτοκρατορίας  που όπως όλες οι αυτοκρατορίες στήριζαν τον κοσμοπολιτισμό και τον πολυεθνικό χαρακτήρα των μεγάλων τους κέντρων. Πράγμα που το ξεχνάμε επίτηδες, μην πούμε καμιά καλή κουβέντα για τον Τούρκο και πέσει κεραυνός να μας κάψει.

Τι τα λες όλα αυτά τώρα; Και πουν’ τα Χριστούγεννα του 1912; Εδώ είναι. Στις μυρωδιές, στις γεύσεις, στους ήχους, στα χρώματα μιας πόλης που ξεκίνησε εκείνη την ιστορική χρονιά σαν ένα ψηφιδωτό λαών κι έκανε Χριστούγεννα, στο τέλος της, τυλιγμένη σε ελληνικές σημαίες, δυο μήνες μετά την απελευθέρωσή της στις 27 Οκτωβρίου. Ευτυχώς χωρίς αίμα – ή τουλάχιστον χωρίς τα ποτάμια αίματος που θα μπορούσαν να είχανε χυθεί αν ο Κωνσταντίνος αργούσε μια μέρα ακόμη να μπουκάρει στα Γιαννιτσά, αν ο βουλγάρικος στρατός δεν είχε αποκοιμηθεί στα βορειοανατολικά περίχωρα, εκεί που σήμερα είναι το «Τιτάν».
 Όπως και να ‘χει πόλεμος ήταν. Στρατοί μπαίναν και βγαίνανε όλη τη χρονιά. Μια ο ένας μια ο άλλος. Αυτά δεν είναι όμορφα πράγματα για τα νοικοκυριά. Κι ακόμη χειρότερος είναι ο ξεριζωμός, όχι μονάχα ο δικός σου αλλά και του γείτονα, του φίλου, του γνωστού.  Γιατί οι απλοί άνθρωποι αλλιώς βιώνουν τα πράγματα της καθημερινότητας είτε είναι με τους νικητές είτε με τους ηττημένους. Γιατί εκείνη τη χρονιά οι ευχές δεν ακούστηκαν πια σε δύο γλώσσες – «Μουτλού γιλάρ, καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένο το νέο έτος» – αλλά σε μία.  Ελάχιστοι είχαν μείνει από τους παλιούς «καταχτητές» κι αυτοί ήσαν συμμαζεμένοι «μην γίνει ξαφνικά κανά κακό».  Πάντως, όπως και νάχει, εμείς οι Ρωμιοί τη χαρά μας και το κέφι μας σίγουρα θα το είχαμε ανεβασμένο και γιορταστικό. Κι αν η κατάσταση μύριζε μπαρούτι από τον Βαλκανικό Πόλεμο που θα ξεκινούσε σε λίγο, σίγουρα το κάλυπταν οι μυρουδιές από το αρνάκι ατζέμ και τα κυδώνια, τον «κούρκο» στο φούρνο, τους ντολμάδες, τις λακέρδες, τον παστουρμά, το ούζο,  το σορόπιασμα του μπακλαβά και την καμένη ζάχαρη.
Εκείνη την Τρίτη, παραμονή Χριστουγέννων του 1912, τους βλέπω τους Σαλονικιούς με τα καλά τους, με τα λουστρίνια τους, με τα ψώνια σε τσάντες να βολτάρουν στην παραλία της Νίκης χωρίς να υποπτεύονται τα φαντάσματα του μέλλοντός τους, την φωτιά του ’17, τα κύματα των προσφύγων του ’22 και του ’23, τα κινήματα, τους πολέμους, τους νεκρούς του ’32, την Κατοχή, τον εξανδραποδισμό χιλιάδων Εβραίων συμπολιτών τους, τον Εμφύλιο, τη δολοφονία του Λαμπράκη, την Χούντα, τον μεγάλο σεισμό, την παρακμή στις αρχές του 21ου αιώνα, την κρίση λίγο πριν συμπληρωθούν τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης. Σε λίγο θα είναι όλοι μαζί στα σπίτια τους, στο γιορτινό τραπέζι…
Αυτό είναι το δικό μου παραμύθι για τη χριστουγεννιάτικη Θεσσαλονίκη του ’12.  Με συγκίνηση ψηλαφώ τα υλικά της ζωής μου και χτίζω μνήμες.
Μισό αιώνα μετά, Χριστούγεννα του 1963, με «βλέπω» να ονειρεύομαι το παρελθόν και το μέλλον της πατρίδας μου, ανάμεσα στις μαξιλάρες με κεντημένη την Αγιά Σοφιά, με τα καδράκια μπροστά μου στον τοίχο που μέσα τους ζυγίζω τη ματιά μου και μαθαίνω να ταξιδεύω στο χρόνο. Οδός Ευζώνων. Και το δεντράκι δίπλα στην μπαλκονόπορτα να αναβοσβήνει. Όπως η πόλη. Όπως ο Χρόνος.
Χριστούγεννα του 2010

Τις ευχές μου!

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην Parallaxi που κυκλοφορεί…

Θεσσαλονίκη – Χριστούγεννα 1912 μ.Χ.

Θεσσαλονίκη. Χριστούγεννα 1912. Ιδού τα υλικά μου. Μου είναι αρκετά. Κι ας μου λείπει η μνήμη. Κι ας μου λείπουν οι άνθρωποι  που έζησαν εκείνη την εποχή να συμπληρώσουν την εικόνα. Ο παππούς μου, ο Μίμης, ζούσε ακόμη στην Πόλη, 26 χρονών παλικάρι. Η γιαγιά μου ήταν τεσσάρων χρονών παιδάκι, κι εκείνη απ΄ την Κωνσταντινούπολη. Ηλθαν  χώρια στη Θεσσαλονίκη το ’23, στον πρώτο «δγιωγμό».  Η πόλη «γιόρταζε» τα 11 χρόνια από την απελευθέρωσή της προσπαθώντας να βολέψει όπως όπως την προσφυγιά από τον Πόντο και τη Μικρασία. Οι δικές τους οικογένειες εγκαταστάθηκαν στις «Εξοχές». Εκεί αντάμωσαν, αγαπήθηκαν, κλέφτηκαν και ύστερα πήγαν και έστησαν το σπιτικό τους δίπλα στη «Βίλα Μπιάνκα». Εκείνος δούλεψε καθηγητής μαθηματικών στο Γυμνάσιο και μετά σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες της πόλης. Εκείνη έγινε ηθοποιός, δούλεψε σε περιοδεύοντες θιάσους και αργότερα ως υποβολέας στο «Βασιλικό».  Μιλούσαν ελληνικά με τους «έξω», γαλλικά μεταξύ τους και τούρκικα όταν μαλώνανε. Κι ήξεραν ακόμη γερμανικά, εγγλέζικα, βουλγάρικα. Φαρσί όλα. Κι όπως η ομιλία τους έτσι και τα βιβλία τους, έτσι τα φαγητά τους, έτσι κι οι μυρωδιές τους σπιτιού τους: πολυεθνικές. Όπως η Πόλη που γεννήθηκαν αλλά και η πόλη που έζησαν. Η δική μας πόλη. Γιατί έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη πολύ πριν το 1912 και για λίγο –δυστυχώς πολύ λίγο- μετά. Μια πόλη με δέκα γλώσσες, πέντε φυλές, τρεις θεούς: Χριστό, Αλλάχ, Γιαχβέ. Η τρίτη πιο σπουδαία «Κοσμόπολη», μετά τη Βασιλεύουσα και τη Σμύρνη, της  Οθωμανικής αυτοκρατορίας  που όπως όλες οι αυτοκρατορίες στήριζαν τον κοσμοπολιτισμό και τον πολυεθνικό χαρακτήρα των μεγάλων τους κέντρων. Πράγμα που το ξεχνάμε επίτηδες, μην πούμε καμιά καλή κουβέντα για τον Τούρκο και πέσει κεραυνός να μας κάψει.

Τι τα λες όλα αυτά τώρα; Και πουν’ τα Χριστούγεννα του 1912; Εδώ είναι. Στις μυρωδιές, στις γεύσεις, στους ήχους, στα χρώματα μιας πόλης που ξεκίνησε εκείνη την ιστορική χρονιά σαν ένα ψηφιδωτό λαών κι έκανε Χριστούγεννα, στο τέλος της, τυλιγμένη σε ελληνικές σημαίες, δυο μήνες μετά την απελευθέρωσή της στις 27 Οκτωβρίου. Ευτυχώς χωρίς αίμα – ή τουλάχιστον χωρίς τα ποτάμια αίματος που θα μπορούσαν να είχανε χυθεί αν ο Κωνσταντίνος αργούσε μια μέρα ακόμη να μπουκάρει στα Γιαννιτσά, αν ο βουλγάρικος στρατός δεν είχε αποκοιμηθεί στα βορειοανατολικά περίχωρα, εκεί που σήμερα είναι το «Τιτάν».
 Όπως και να ‘χει πόλεμος ήταν. Στρατοί μπαίναν και βγαίνανε όλη τη χρονιά. Μια ο ένας μια ο άλλος. Αυτά δεν είναι όμορφα πράγματα για τα νοικοκυριά. Κι ακόμη χειρότερος είναι ο ξεριζωμός, όχι μονάχα ο δικός σου αλλά και του γείτονα, του φίλου, του γνωστού.  Γιατί οι απλοί άνθρωποι αλλιώς βιώνουν τα πράγματα της καθημερινότητας είτε είναι με τους νικητές είτε με τους ηττημένους. Γιατί εκείνη τη χρονιά οι ευχές δεν ακούστηκαν πια σε δύο γλώσσες – «Μουτλού γιλάρ, καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένο το νέο έτος» – αλλά σε μία.  Ελάχιστοι είχαν μείνει από τους παλιούς «καταχτητές» κι αυτοί ήσαν συμμαζεμένοι «μην γίνει ξαφνικά κανά κακό».  Πάντως, όπως και νάχει, εμείς οι Ρωμιοί τη χαρά μας και το κέφι μας σίγουρα θα το είχαμε ανεβασμένο και γιορταστικό. Κι αν η κατάσταση μύριζε μπαρούτι από τον Βαλκανικό Πόλεμο που θα ξεκινούσε σε λίγο, σίγουρα το κάλυπταν οι μυρουδιές από το αρνάκι ατζέμ και τα κυδώνια, τον «κούρκο» στο φούρνο, τους ντολμάδες, τις λακέρδες, τον παστουρμά, το ούζο,  το σορόπιασμα του μπακλαβά και την καμένη ζάχαρη.
Εκείνη την Τρίτη, παραμονή Χριστουγέννων του 1912, τους βλέπω τους Σαλονικιούς με τα καλά τους, με τα λουστρίνια τους, με τα ψώνια σε τσάντες να βολτάρουν στην παραλία της Νίκης χωρίς να υποπτεύονται τα φαντάσματα του μέλλοντός τους, την φωτιά του ’17, τα κύματα των προσφύγων του ’22 και του ’23, τα κινήματα, τους πολέμους, τους νεκρούς του ’32, την Κατοχή, τον εξανδραποδισμό χιλιάδων Εβραίων συμπολιτών τους, τον Εμφύλιο, τη δολοφονία του Λαμπράκη, την Χούντα, τον μεγάλο σεισμό, την παρακμή στις αρχές του 21ου αιώνα, την κρίση λίγο πριν συμπληρωθούν τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης. Σε λίγο θα είναι όλοι μαζί στα σπίτια τους, στο γιορτινό τραπέζι…
Αυτό είναι το δικό μου παραμύθι για τη χριστουγεννιάτικη Θεσσαλονίκη του ’12.  Με συγκίνηση ψηλαφώ τα υλικά της ζωής μου και χτίζω μνήμες.
Μισό αιώνα μετά, Χριστούγεννα του 1963, με «βλέπω» να ονειρεύομαι το παρελθόν και το μέλλον της πατρίδας μου, ανάμεσα στις μαξιλάρες με κεντημένη την Αγιά Σοφιά, με τα καδράκια μπροστά μου στον τοίχο που μέσα τους ζυγίζω τη ματιά μου και μαθαίνω να ταξιδεύω στο χρόνο. Οδός Ευζώνων. Και το δεντράκι δίπλα στην μπαλκονόπορτα να αναβοσβήνει. Όπως η πόλη. Όπως ο Χρόνος.
Χριστούγεννα του 2010

Τις ευχές μου!

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην Parallaxi που κυκλοφορεί…